Στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπαστεργίου ‘Η τράπουλα του καλοκαιριού’ συναντάς όλα εκείνα τα υλικά, τα στοιχεία από τα οποία είναι φτιαγμένη η ποίηση. Μνήμες και όνειρο, έρωτας και αγάπη, βίωση του παρόντος και ενατένιση του μέλλοντος εναλλάσσονται σταδιακά, διαμορφώνοντας τον ποιητική λόγο του Δημήτρη Παπαστεργίου. Κι ο ποιητής δε στέκει αμέτοχος, δε λειτουργεί ως «αντικειμενικός» παρατηρητής της πραγματικότητας εν πλήρει δράση. Περισσότερο μετασχηματίζει το απτό βίωμα σε ποίηση, σε ποίηση που «βοηθά» τον ποιητή να βρει τη δική του θέση στον κόσμο.
Τα αυτοτελή ποιήματα που περιέχονται στην ποιητική συλλογή ‘Η τράπουλα του καλοκαιριού’ αποτελούν το ‘χώρο’ εντός του οποίου ο ποιητής τοποθετεί τον εαυτό του. Κάθε ποίημα φέρει τη δική του αυτοτέλεια, το δικό του βιόκοσμο, συναρθρώνει μνήμες, ιδέες και νοήματα δίχως στιγμή να αφίσταται από το μείζον: η διαδικασία κατά την οποία ο Δημήτρης Παπαστεργίου «μετασχηματίζεται» σε ποιητή είναι η ίδια η διαδικασία της κατασταλαγμένης εμπειρίας, εμπειρία που, έντονα βιωμένη, αποτελεί εργαλείο δόμησης ενός ποιητικού ‘σύμπαντος’.
Λιτός και εκφραστικός, καίριος και αινιγματικός, άλλοτε «απλά» κατανοητός και άλλοτε αμφίσημος, ο Δημήτρης Παπαστεργίου διευρύνει τα όρια του νου, συγκροτώντας έναν ‘βιόκοσμο’ όπου σε κάθε της βήμα η ποίηση συναντά τη ζωή του, συναντά τις ζωές όλων μας. Κι πρωτίστως για αυτό, η ποίηση του προσλαμβάνει ευρύτερα χαρακτηριστικά, ανάγεται στο ‘εμείς’ (συλλογική διάσταση), ένα ‘εμείς’ που εμπεριέχει όμως τον ποιητή ως ‘μονάδα’. Αυτό το διφυές σχήμα ‘εγώ-εμείς’ χαρακτηρίζει την ποίηση του Δημήτρη Παπαστεργίου.
«Τα ποιήματα και οι έρωτες όπως τους ξέραμε παλιά δε φαίνονται πια στις παραλίες κι όμως είναι εκεί ζουν σε λαγούμια και κατακόμβες κάτω απ’ την άμμο σαν τους τυφλοπόντικες και μόλις φύγει ο κόσμος βγαίνουν και λατρεύουν τη θάλασσα τα ποιήματα και οι έρωτες όπως τους ξέραμε παλιά». Πολύ ενδιαφέρουσα η ώσμωση έρωτα-ποίησης, στο βαθμό που ο έρωτας είναι ποίηση και η ποίηση έρωτας του λόγου και της κοπιώδους διανοητικής εργασίας. Σαν τη βαθιά εργασία του τυφλοπόντικα, η ποίηση θυμίζει «σκάψιμο» στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και των συναισθημάτων. Κι αυτή την απλή όσο και λυτρωτική για τον ποιητή και τους αναγνώστες αλήθεια, μας υπενθυμίζει ο ποιητής.
Ο παραλληλισμός προκύπτει ευκρινώς: ο έρωτας και η ποίηση αλληλεπιδρούν, θέτοντας τους δικούς τους όρους και κανόνες, διαμορφώνοντας μία νέα κανονικότητα συναισθημάτων: ο έρωτας είναι η συμπύκνωση και κορύφωση των συναισθημάτων, η ποίηση είναι η συμπύκνωση και κορύφωση συνάμα του γραπτού λόγου, του λόγου που γίνεται καίριος και ενίοτε ελλειπτικός. Στην ποίηση αντανακλάται η πορεία και η κίνηση της ανθρώπινης ιστορίας, η μορφή που προσλαμβάνει ο γραπτός λόγος διαμέσου των αιώνων. «Τα ποιήματα και οι έρωτες όπως του ξέραμε παλιά», γράφει ο ποιητής θέλοντας να καταδείξει τις ρίζες του, τις αναφορές του, την απεύθυνση σε ένα ιδανικό «σύμπαν», εκεί όπου η ποίηση σήμαινε πλήρωση και ο έρωτας μία διαρκής εξερεύνηση του σώματος και των ορίων του.
Ο συγκεκριμένος ‘χωροχρόνος’ όμως δεν είναι απλά ο τόπος του ιδανικού και της αρμονίας, είναι και ο τόπος της εντροπίας και της «κόλασης» του εαυτού και των άλλων, ‘χωροχρόνος’ όπου επίσης δύναται να αναπτυχθεί η ποίηση, ακριβώς διότι, πριν και πάνω από όλα η ποίηση, όπως μας υπενθυμίζει ο Δημήτρης Παπαστεργίου είναι ο ορισμός της ανθρώπινης συνθήκης-κατάστασης, ο ‘χώρος’ όπου εντυπώνεται η δυαδικότητα των πραγμάτων.
«Όλα άσπρα Όλα παγωμένα Ψυχή ζώσα πουθενά Πάνω απ’ το έλκηθρο επιθεωρώ τον κόσμο μου Κι ο Κέρβερος περιχαρής να καταβροχθίζει τα χιλιόμετρα μπροστά μου». Είναι σε αυτό το ποίημα που ο ποιητής συγκροτεί τον κόσμο του μέσω και δια του εργαλείου της ποίησης. Δεν «επιθεωρεί» απλώς, σκάβει και σκάβει βαθιά, σαν ποιητής-«τυφλοπόντικας».
Σε ένα περιβάλλον και σε έναν τόπο «ερημικό», αναζητεί την αληθινή ουσία των πραγμάτων και του καιρού του, «διεισδύει» στα λεπτά όρια μεταξύ ποίησης-παρατήρησης, μεταξύ ποίησης και ‘προφορικής’ καταγραφής’, σκιαγραφώντας με ενάργεια το δικό του ποιητικό περίγραμμα το οποίο συντίθεται από θραυσμένα αντικείμενα, από την επιτάχυνση της πορείας του και από το «φρενάρισμα» της. Κάθε λέξη έχει τη δική της αξία και το δικό της βάρος. Ο «κόσμος προς επιθεώρηση» «χωρά» στον ίδιο βαθμό, τον ποιητή και την ποίηση διότι σηματοδοτεί το πέρασμα σε μία νέα κατάσταση, εκεί όπου ο ποιητής είναι προπομπός ενός νέου τύπου ανθρώπου.
Ο ποιητής Δημήτρης Παπαστεργίου «παλεύει» να «δαμάσει» το υλικό του, προσδοκώντας να νικήσει τον στυγνό και αδυσώπητο καιρό, τη λογική που θέλει τον ποιητή ‘ά-χρονο’ και ‘αντι-ιστορικό’, θυμίζοντας μας ότι ο ποιητής δεν διαμορφώνεται εκτός ‘χρόνου’ και ‘χώρου’, αλλά ακριβώς εντός αυτού που θα αποκαλούσαμε ως ‘ιστορικότητα’. Εναλλάσσει το αντικειμενικό στοιχείο με την υποκειμενικότητα της θέσης του, ‘βιώνει’ τις συγκαιρινές «ωδίνες» για να τις εξωτερικεύσει και να τις μετουσιώσει σε ποιητικό λόγο, προχωρά παρατηρώντας και καταγράφοντας, με το θάρρος και τη δύναμη που απαιτεί η θέση: «Πάνω απ’ το έλκηθρο επιθεωρώ τον κόσμο μου». Πίσω από την επιφανειακή στασιμότητα, υποκρύπτεται μία ιδιαίτερη ένταση και ενέργεια, θαρρείς πως ο χρόνος σταματά και εκκινεί, πως ο Κέρβερος «προσωποποιεί» την ποίηση και την αξία της.
Ο ποιητής, πέρα από τη δύναμη των συμβάσεων-δεσμεύσεων, «απελευθερώνεται» πνευματικά, ανταλλάσσοντας την αξία χρήσης των πραγμάτων με την ‘ύλη’ της ποίησης, με τη δύναμη και τις εκφάνσεις που αποκτά το ποιητικό πράττειν, έτσι ώστε να παρατηρεί ως άλλος λειτουργικός παρατηρητής, αναδύοντας στην «επιφάνεια» ατέλειες και δυσλειτουργίες.
«Με τη λογική μας αποικοδομούμε σα βακτήρια τα θεϊκά, τις Αρχές και τους Μύθους και τα ανοικοδούμε στα μέτρα μας». Πίσω από την μεταφυσική και την υπερβατικότητα, το μύθο και τις προσλήψεις του, ανακύπτει η ποίηση. Για τον ποιητή, η ποίηση αναδιατάσσει τα όρια του μύθου, ανασημασιοδοτεί την «πηγή» της αλήθειας, αντιστρέφει το μύθο και τον αποδίδει ως ‘πραγματικότητα’.
Ο Δημήτρης Παπαστεργίου, μέλος του ιδιαίτερα ενεργού ‘Ποιητικού Πυρήνα’ της Βέροιας, παραθέτει την ποιητική του γραφή, που είναι πυκνή και γεμάτη σημάνσεις, μεστή και ακριβολόγα. Γιατί η ποίηση δε συγκροτείται εξόν από την εμπειρία, από το βίωμα μιας πορείας που, κάθε στιγμή, ανοίγεται στους ‘άλλους’. Στην ‘τράπουλα του καλοκαιριού’, ο ποιητής ανασυνθέτει διαρκώς τις αναμνήσεις του, τις αποφάσεις μίας πορείας, μίας λόγω και έργω συμβατότητας με το ‘σώμα’ της ποίησης. Δεν ανατέμνει απλά το παρελθόν, επεμβαίνει σε αυτό, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις ΄εισόδου’ στο δικό του παρόν.
Ως ποιητής επικοινωνεί «άμεσα» με τους ποικιλώνυμους και ανομοιογενείς αναγνώστες, τονίζοντας τις διακειμενικές αναφορές του. Κι ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά ότι η ποίηση δεν προσφέρεται ως αντίδωρο, αντιθέτως, απαιτεί και προϋποθέτει έναν διαρκή στοχασμό που με τη δυναμική που αποκτά αποδομεί και θρυμματίζει την συνθετότητα του γίγνεσθαι, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός «κόσμου» που τροφοδοτείται από ένα συναίσθημα που κινεί τον άνθρωπο: το πάθος.
Στην ποιητική συλλογή ‘Η τράπουλα του καλοκαιριού’ η συνείδηση γίνεται ποίηση, η σκέψη λόγος που διαπλέκεται και αναμετράται με πράξεις και παραλείψεις, με τον κυνισμό αυτών που θεωρούν την ποίηση ως ‘μεταφυσικό’ κανόνα που δεν έχει θέση στο καθημερινό τραπέζι. Κάτι ενώνει τους αναγνώστες της ποίησης: όχι απλά η αγάπη για την ποίηση αλλά η, μέσω αυτής ανακάλυψη και αποκάλυψη του εαυτού. ‘Η τράπουλα του καλοκαιριού’ αποτελεί το «πεδίο» ευόδωσης δυνατών σκέψεων και συναισθημάτων που δεν αποκαλύπτουν παρά την αναγκαιότητα για το δικαίωμα «πρόσβασης» στην ποίηση, για το δικαίωμα «πρόσβασης» στη μυθοπλασία και στο ρεαλισμό, για το ίδιο το δικαίωμα «πρόσβασης» στο λάθος.