Ο Οδυσσέας Ελύτης ανήγαγε την ποίηση σε αρχή των πάντων, σε ‘δείγμα’ του ανθρώπινου σε όλες τις εκφάνσεις του. Εμφορούμενος από το πλαίσιο ανατροπής των κανόνων, προχώρησε στη συνάρθρωση εξωτερικής και εσωτερικής μορφής (περιεχόμενο του ποιήματος), στη μείξη των ταυτοτήτων, στην απόδοση ενός ρεαλισμού των συμβόλων. Η συμβολοποίηση στην οποία προβαίνει αποκτά ευρύτερες διαστάσεις. Ο ήλιος (φως) και το γαλάζιο του Αιγαίου αποτελούν οργανικά στοιχεία της ποίησης, εκφεύγοντας από το απλό επιφαινόμενο.
Στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη αυτά τα σύμβολα εκφράζουν την αρχέγονη και επίπονη (μέσα από ρήξεις) πορεία ανόδου και κατάκτησης του ύψους-στόχου, δεν είναι οι ‘μορφές του μεσσιανικού ( για να δανειστούμε έναν τίτλο βιβλίου του Σάββα Μιχαήλ). Αντιθέτως, γειώνονται σε μία κοινωνικά φορτισμένη πορεία όπως και το καθημερινό ψωμί, αντανακλούν το εφικτό και το ανέφικτο, το δυνάμενο και το μη-δυνάμενο, το πέρασμα, καλύπτουν τη ζωή και το θάνατο, την ιστορική πορεία, την ανθρώπινη σάρκα ως αυτό που είναι: σάρκα και αίμα.
Το ποιητικό γίγνεσθαι του Οδυσσέα Ελύτη, σημαντικό και σύνθετο διαπερνά τις κατηγοριοποιήσεις μίας «εύκολης», κλασικού τύπου, φιλολογικής ανάλυσης, καθότι αυτό που αποκαλείται ‘σταθερότητα’ του κόσμου στην ποίηση του ανατρέπεται. Ο κόσμος εν ευρεία εννοία είναι ασταθές σημείο που «χωρά» το άλλο, ‘πεδίο’ εμφάνισης φυγόκεντρων δυνάμεων, ‘πεδίο’ απόσπασης του φιλιού, ‘πεδίο’ ανατροπής ιδεολογιών (και του κύκλου).
Για ότι μοχθεί: η ‘στάση’ της ποίησης μπροστά στη πολιτική βιοεξουσία (MichelFoucault), στη θανατοπολιτική, ποίηση που συνιστά εκφρασμένη εν όλω (ως κοινωνικό σύνολο) «ζωή». Είναι η ροπή προς το άλλο, η φυγή προς το άγνωστο, προς μία πολιτεία (ισοπολιτεία) των ανθρώπινων όντων. Το ποιητικό του γίγνεσθαι μετασχηματίζεται σε ένα «σημείο αποκρισιμότητας», για να παραφράσουμε και τον Derrida. Σημείο σύγκλιση στο μέσον του ανθρώπινου (κοινωνικού) δράματος, κεντρικό σημείο ‘υποστασιοποίησης’ της ποίησης σε «υλικό» ανεξάρτητο και απαλλαγμένο από τις «συμβουλές» του καιρού του.
Είναι το σημείο «ενσάρκωσης» μορφών κανονικών, ανθρώπινων (‘Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας) που διαβαίνουν μέσα από και μέσα στις «στάχτες» της ιστορίας που «χύνουν» το αίμα του ως «λίπασμα» που γονιμοποιεί τις παραδόσεις της αντίστασης, που τροφοδοτεί τον άνθρωπο-μνήμη. Ο Οδυσσέας Ελύτης «δαμάζει» τη μνήμη και της προσδίδει το σχήμα της ποίησης, εστιάζοντας στις πολλές γωνίες.
«Μυρίζουν ακόμη λιβανιά κι έχουν όψη καμένη από το πέρασμα τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη. Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα ‘φτάνε να πικράνει τον αέρα του Άδη (Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον, τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι, Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας) Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα, Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος…».[1]
«Κει τους απάλλαξε ο Καιρός (με Κ Κεφαλαίο)», γράφει ο ποιητής. Τους απάλλαξε από τις βεβαιότητες, από την «τυραννία» της αποϋποκειμενοποίησης ανάγοντας τους σε μία αφετηρία ( αρχή της πορείας) που δεν μπορεί να εγγυηθεί τη σιγουριά και την ασφάλεια. Μέσα από τους «πόνους» και τις «ωδίνες» της πραγματικότητας, το αίμα (σύμβολο-αρχή ζωής και «ληξιαρχική» πράξη θανάτου), διαρρηγνύει τον παρόντα χρόνο. Κι όλα παραμένουν ρευστά, αμορφοποίητα, αβέβαια.
Εντός των διάκενων, της τομής ήλιος-έρεβος υπεισέρχεται αυτό που θα αποκαλούσαμε ως υποκειμενική παραγοντοποίηση: η συλλογική αναπαράσταση των παρόντων και των μελλούμενων, ανθρώπων και φύσης, παράγοντες υποκειμενικοί (ή που υποκειμενοποιούνται) που πατούν στον έναν χρόνο με το «βλέμμα» στα μελλούμενα.
Οι μεταβολές είναι συνεχείς, «πυκνές», διαταράσσουν τον κύκλο και τα αξιώματα ωσάν φτερούγες (υπέροχη η μεταφορά του Οδυσσέα Ελύτη!), που καλύπτουν και αποκαλύπτουν συνάμα, που «εναλλάσσονται» μεταξύ κίνησης και ακινησίας, μεταξύ ελέους και ελπίδας, μεταξύ θανάτου και πίστης σε έναν ‘ένδοξο’ θάνατο, μεταξύ χρόνου του εαυτού («κατηγορικός εαυτός») και χρόνου-μοίρας που διαστέλλεται. Στον, μεταξύ μερικού και ολικού παρόντα χρόνο, ο κύκλος θα ανατραπεί πολλές φορές, θα «γεννήσει» νέα προϊόντα, θα αναπαράγει ιστορίες, που όλες μαζί, δύνανται να θεωρηθούν μέγα-ιστορία-ποίηση.
Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη καλύπτει αυτό ακριβώς που μένει πίσω, και, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, του προσδίδει ενέργεια, τροχούς κίνησης. «Πατώντας» γερά εντός του κοινωνικού όλου, ο ποιητής καλεί: σε μία ιστορική συνύφανση ταυτοτήτων (και κοινωνικά ‘ομοίων΄), στη συνεύρεση άνδρα και γυναίκας ήτοι στην ερωτοποίηση του είναι-βίου εντός και εκτός κρίσης, στην ανάγνωση της ποίησης ως απεύθυνσης στην «ανοιχτά παλλόμενη» ζωή, που «καρπίζει» τη λογική και το παράλογο, στην αναγκαιότητα πρόσδεσης στο «άρμα» της «σύλληψης» ιδεών, της «σύλληψης» δυνατοτήτων μέσα στο προτσές που «κυλά».
«Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο. Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος, Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, Χειμώνα ελάχιστε, Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ΄ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου».[2]
Η δήλωση του ποιητή, δήλωση μίας ελπίδας που κατακεραυνώνει, μίας ελπίδας δυνάμει εξεγερσιακής που «κατακυρώνει το νόμιμο του Ανέλπιστου» μέσα στην κοινωνική δομή, που το εγκιβωτίζει και το «εδαφικοποιεί» βαθιά. Είναι η ποίηση έρωτας, έρωτας των πραγμάτων και των παθών, έρωτας αυτών που γνωρίζουν και αυτών που δεν γνωρίζουν. Ένας Ελύτης χωρίς ‘μεταφυσική’ (για να παραφράσουμε και τον τίτλο από το γνωστό βιβλίο του Κώστα Βάρναλη ‘Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική’), κοινωνικά γειωμένος και ελπιδοφόρος, ποιητικά εύστοχος, συμβολικός, (τα σύμβολα που δείχνουν κάτι), ‘ρηξιακός’ και ώριμος, ελληνικός και οικουμενικός, αποκαλύπτεται καθημερινά πέρα από την «ελυτίζουσα ηλιολατρία», κατά την εύστοχη έκφραση του Σάββα Μιχαήλ.[3]
Διότι μένει ως αποτύπωση-ταύτιση, το καθάριο και ταυτόχρονα λυτρωτικό νόημα-επίδικο: ‘Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα».[4]