«Μάλιστα, σημειώνει στην αναδημοσίευση της η DeutscheWelle, τη χρονιά που πέρασε οι επιπλέον ώρες εργασίας στη Γερμανία ξεπέρασαν σε αριθμό τα 1,8 δισεκατομμύρια. Αυτό δείχνουν οι τελευταίες εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Ερευνών για την Αγορά Εργασίας και το Επάγγελμα (IBA), το οποίο υπάγεται στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι πρόσθετες ώρες εργασίας ανήλθαν το 2015 σε 816,2 εκατομμύρια, οι οποίες πληρώθηκαν κανονικά, ενώ για 997,1 εκατομμύρια επιπλέον ώρες εργασίας δεν κατεβλήθη καμία αμοιβή».[1]
Στον σύγχρονο και ανεπτυγμένο γερμανικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό[2] έχουν διαμορφωθεί οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων υλικών αποτυπωμάτων, αποτυπωμάτων που τέμνουν εγκάρσια τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, αυξάνοντας και εμβαθύνοντας «ποιοτικά» (για τον κεφαλαιοκράτη), την ένταση και τον «τρόπο» της εκμετάλλευσης.[3]
Πραγματικά, οι απλήρωτες ώρες εργασίας ως ιστορικό, χρονικό προτσές εγκιβωτίζονται εντός του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, καρπώνονται ως μέρισμα-υπερσυσσώρευση στην πλευρά του κεφαλαιοκράτη, θέτουν υλικά όρια στη δυνατότητα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (και του συλλογικού εργάτη) και ως σχέσης προς τάξη, μεταβάλλουν την ίδια την έννοια του χρόνου στον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής: ο χρόνος ως άυλη και φασματική έννοια αλλά και ως αποτύπωση στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι υποκειμενοποιεί και δύναται να συμπυκνώσει την ίδια τη δυνατότητα ανάπτυξης-κεφαλαιακής συσσώρευσης στο γερμανικό καπιταλισμό, συμβάλλοντας στην περαιτέρω «απαγκίστρωση-απεδαφικοποίηση» τμήματος του συλλογικού εργάτη, όχι απλά από τον προϊόν της εργασίας του, αλλά από το πεδίο-πλαίσιο της δυναμικής-ζωτικής του ‘εκφοράς’.
Ο απλήρωτος χρόνος εργασίας, οι απλήρωτες υπερωρίες πέρα από τις προβλέψεις των συμβάσεων εργασίας αποτελούν ιδιάζων «χρόνο μέσα στον κανονικό-καταστατικό χρόνο», χρόνος-πράξη που ‘συντίθεται’ από ανασφάλεια και από μη-βεβαιότητα, από τα πλαίσια της κεφαλαιακής επέκτασης και της εργατικής και μη συγκράτησης στο κοινωνικό «έδαφος».
Με αυτόν τον τρόπο, η διαδικασία της έντασης της εργασίας και της πραγματικής ‘υπερεκμετάλλευσης’ (που επιτελείται εντός του χώρου εργασίας ως θεμέλιου λίθου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής), «απεδαφικοποιεί-αποϋποκειμενοποιεί» τον προλετάριο ως οντότητα, ως έτερον και ίδιον «δείγμα» και ως κοινωνικό «προϊόν» του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής.
Οι περισσότερες και απλήρωτες ώρες εργασίας δύνανται να οριστούν ως ιδιαίτερη «κρίση μέσα στην ανάπτυξη», να ανασημασιοδοτηθούν ως νέο πλαίσιο, εκεί όπου ο χώρος και ο χρόνος (χωροχρονική «μήτρα» παραγωγής) επιβραδύνουν και πυκνώνουν ταυτόχρονα, καθότι η οργάνωση, η εντατικοποίηση και «ποιοτική» υπερεκμετάλλευση της εργασίας διευρύνουν τα όρια του κέρδους, καθιστώντας τον εργαζόμενο απλήρωτο (η άλλη όψη του κακοπληρωμένου εργαζόμενου), ατομικά ‘ανίσχυρο’ κοινωνικά αποξενωμένο.
Η ίδια η αλλοτρίωση του ισοδυναμεί με την ανάδυση ενός τρόπου αναπαράστασης του ‘είναι’ του που συγκροτείται διφυώς: από τη μία πλευρά εντός του χώρου εργασίας ως εκμεταλλεύσιμη-αλλοτριωμένη «οντότητα», από την άλλη πλευρά εκτός χώρου εργασίας, ως χρόνος που δεν αναπαράγεται ως ‘βίωμα ζωής’ και δεν αναπληρώνεται. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η συγκεκριμένη γερμανική υλική πραγματικότητα, αποτυπώνει ανάγλυφα και τη διάσταση της απόσπασης κέρδους-υπερκέρδους, ένας τρόπος συσσώρευσης που αφενός μεν δομεί και προβάλλει το προϊόν της εργασίας ως ‘αποσπασμένο από’ και ‘εγκιβωτισμένο σε’ (ως έκφραση κοινωνικής σχέσης), αφετέρου δε εκφράζει τον ρόλο του χρήματος, το οποίο ακριβώς αναπαραγόμενο στη σφαίρα κυκλοφορίας προβάλλεται ως κοινωνικός δυϊσμός, ως κοινωνική σχέση και δύναμη, όπως κατέδειξε ο Καρλ Μαρξ από την εποχή των Οικονομικών και Φιλοσοφικών Χειρογράφων του, παραπέμποντας στον Σαίξπηρ και στον Γκαίτε.[4]
Πολλά αλλάζουν σε μία Ευρώπη που μεταβάλλεται διαρκώς, σε έναν καπιταλισμό που εξελίσσεται προς την κατεύθυνση μίας απτής ‘επιθετικότητας’, εντός χώρου και χρόνου.
Όπως σημείωνε ο Καρλ Μαρξ στο δεύτερο τόμου του Κεφαλαίου (DasKapital): «Με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η κλίμακα της παραγωγής όλο και σε μικρότερο βαθμό καθορίζεται από την άμεση ζήτηση του προϊόντος, και όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό από το μέγεθος του κεφαλαίου που διαθέτει ο ατομικός κεφαλαιοκράτης, από την τάση αξιοποίησης του κεφαλαίου του και από την ανάγκη της συνέχειας και της επέκτασης του προτσές παραγωγής του».[5]
Και τι ακριβώς μένει πίσω; Στον ευρωπαϊκό, κρισιακό καπιταλισμό του 21ου αιώνα, η τάση πύκνωσης του ιστορικού χωροχρόνου, οι μεταβολές του μίκρο-πεδίου (ατομικό ‘είναι’ και του μάκρο-πεδίου (συλλογικό ‘είναι’), η «ανάγκη της συνέχειας και της επέκτασης του προτσές παραγωγής» του, για να μεταφέρουμε στο ‘τώρα’ τις αναλύσεις του Καρλ Μαρξ. Η διαρκής ανάγκη για ιστορική μετεξέλιξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, για την υπέρβαση των κρισιακών πλεγμάτων, συναρθρώνεται με τις επί τα χείρω μεταβολές του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, με την ίδια την ανανοηματοδότηση του συσχετισμού δύναμης κεφαλαίου & εργασίας (που είναι εγκάρσια τομή, απόκλιση, ακριβώς στο βαθμό που, μέσω μίας διαδικασίας κοινωνικής συσχέτισης μετασχηματίζεται σε κοινωνική προβολή αντιθέτων, «κεφάλαιο vsεργασία).
Η περίπτωση της Γερμανίας συναρθρώνει την «κρίση» και την «ανάπτυξη», την επίσημη θέσπιση κατώτατου μισθού με την υπερεκμετάλλευση και την αλλοτρίωση (κύκλος, αλληλουχία που επικάθεται επί της κοινωνικά οριζόμενης ζωής).
«Ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο οδηγεί άμεσα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τραβάει, μπορούμε να πούμε, τους καπιταλιστές, παρά τη θέληση και τη συνείδηση τους σε κάποια νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, που είναι μεταβατική από την πλήρη ελευθερία του συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση».[6]
Ο ιμπεριαλισμός συνυφαίνει τις ‘στιγμές’ της καπιταλιστικής παραγωγής, συνυφαίνοντας κέρδος και επέκταση, ‘χώρο’ έδρασης και ταυτόχρονης διεύρυνσης γεωγραφικών ορίων και ‘χωροχρονικών’ μητρών. Είναι καπιταλιστικός ανταγωνισμός επί του πρακτέου.
Η πάλη των τάξεων συνεχίζεται, προβάλλει μέσα και έξω από τους χώρους εργασίας, δυνάμενη να επικαθορίσει το πεδίο του κοινωνικού.
[1]Βλέπε σχετικά, Τραγγανίδας Γρηγόρης, ‘Η γερμανική εργατική τάξη πάει στην «κόλαση». Ένα δισεκατομμύριο οι απλήρωτες ώρες εργασίας του γερμανικού «θαύματος», Το Περιοδικό, 13/07/2016, www.toperiodiko.gr
[2]Η εφαρμογή της περίφημης Agenda2010 από τη συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και Πράσινων συνέβαλλε σε μία ‘νέα’ εκφορά-κίνηση του γερμανικού τρόπου παραγωγής, στην εκ νέου διαμόρφωση του πεδίου των εργασιακών σχέσεων, στην αποκρυστάλλωση ‘ζωνών’ και ‘τόπων’ επισφάλειας και εργασιακής τρωτότητας για τμήματα εργαζομένων. Η ελαστικοποίηση των όρων απασχόλησης περιέβαλλε με την ‘αχλή’ της προόδου, της εξέλιξης και του αναγκαίου εκσυγχρονισμού τον γερμανικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και βασικούς «παίκτες» του. Πίσω από το κατοπτρικό είδωλο της ανάπτυξης προβάλλει το ‘πεδίο’ της στέρησης.
[3]Η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας έχει αρχίσει να κανονικοποιείται στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ήτοι στο εσωτερικό της παραγωγής, διάθεσης, κατανομής του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος. Η απόσπαση απόλυτη υπεραξίας, ως ίδιον και εγγενές χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) σχηματοποιεί την ίδια την έννοια της οικονομικής κρίσης, στο βαθμό ακριβώς που συρρικνώνει και αίρει το πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης- πορείας της τελευταίας ιστορικής περιόδου. Η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας, έτσι όπως μορφοποιείται εντός του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού καταμερισμού ανατρέπει τις παραστάσεις συγκεκριμένων ορίων του ευρύτερου κοινωνικού βίου. Η διαδικασία απόσπασης απόλυτης υπεραξίας είναι το «απόλυτο» σημείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που βρίσκεται εντός του πεδίου δράσης του, εντός της «ακτινοβολίας που εκπέμπει».
[4]Η τέχνη του λόγου, η λογοτεχνία και η ποίηση συνιστούν την «φωνή» της επιστήμης, συμπληρώνοντας και καθορίζοντας τάσεις και επιτεύγματα.
[5]Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Το Κεφάλαιο’, Τόμος Δεύτερος, ‘Το Προτσές κυκλοφορίας του Κεφαλαίου’, Μετάφραση: Μαυρομμάτης Παναγιώτης, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1979, σελ. 142.
[6]Βλέπε σχετικά, Λένιν Β.Ι., ‘Ο Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού’, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2005, σελ. 29-30.