Η μικρή ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Αρχαίο Φρούριο’ αποτελεί έναν δείκτη προς την κατεύθυνση του ορίου και ταυτόχρονα της «οριακής» πράξης, ποιητικής και μη, της πράξης που φέρει και προτάσσει το μείζον: την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στους άλλους, την «ευθύνη» του: «ονειρεύομαι, είμαι, θα είμαι».[1]
Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το ποίημα. «Ονειρεύομαι, είμαι και είμαι». Το όνειρο ως πιστοποίηση του μη- παραδεδεγμένου ρητά, ως πιστοποίηση της διαρκούς μη-συμβατικότητας, το «είμαι» του χρόνου, το «θα είμαι» ως απεύθυνση στο χρόνο, ως ρηγμάτωση της επιφάνειας, ήτοι της ‘αντικειμενικής’ πραγματικότητας και ως ταυτόχρονη εμβάθυνση στο ποιητικό προτσές.
Ο ποιητής οργανώνει τον ατομικό χρόνο διαμέσου της ποίησης, «θρυμματίζει» τον συλλογικό χρόνο των υπάρξεων για να τον αποδώσει πάλι ως σημείο μνημειακής αναφοράς, χρόνο εντός ποίησης, αντανάκλαση πολλών ζωών μαζί. «Είμαι, θα είμαι».
Πραγματικά, σε αυτό το σημείο επιτελείται η εμβάθυνση στην ποίηση, η συμπύκνωση, η ‘ποιοτική’ της κορύφωση ως τομή μεταξύ φθαρτού και άφθαρτου, μεταξύ αυτού που υπάρχει και αυτού (υποκειμένου) που «συλλαμβάνει» άγνωστες δυνατότητες- γραπτής και σωματικής εκφοράς.
Όλη η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι μία «καταβύθιση» στο πεδίο της ποίησης, στο «είμαι» των αναφορών και των πολλαπλών κατευθύνσεων και στο «θα είμαι» του χάσματος, της «άρσης» του χρόνου, στο «θα είμαι» σαν «προϊόν» συνύφανσης σκοπού και ποίησης.
«Ασάλευτοι, πάνω σ’ αυτή την πέτρα, πριν από πόσα χρόνια, μετά από πόσα χρόνια,- και τα φτερά πετρωμένα. Το χαμομήλι ξύνει με τα μικρά του νύχια το μεγάλο βράχο, το πατάς κι ευωδιάζει·- είναι άνοιξη, λέει·- ένα μικρό ρολόι όλο ωροδείχτες· κι οι δείχτες στραμμένοι κύκλο κύκλο σ’ όλες τις ώρες».[2]
Ο Γιάννης Ρίτσος αναπαριστά ένα περιβάλλον όπου όλα κινούνται και μένουν ακίνητα. Είναι ο κύκλος των επιθυμιών που αλλάζουν, μεταβάλλονται, «αναπαράγονται» μέσα σε έναν κύκλο, μέσα σε μία «πληθώρα» ταυτοτήτων και εγκλήσεων. Και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που ο ποιητής επιτελεί το έργο του: ότι μένει, αξίζει να ειπωθεί, το σώμα που «οικειοποιείται» ρόλους, «οι δείχτες στραμμένοι κύκλο κύκλο σ’ όλες τις ώρες», στο χρόνο που περιλαμβάνει όλη την «χροιά» των πράξεων.
Οι ρόλοι αντιστρέφονται: ο ποιητής γίνεται, «είναι» ο βράχος, το διαρκές σημείο αναφοράς, οι λέξεις «είναι» το «χαμομήλι» που «το πατάς κι ευωδιάζει», και που «ματώνει», που «δημιουργεί» τομές και «τραύματα». Το ‘Αρχαίο Φρούριο’ συνιστά ένα σημείο έγκλησης και άρθρωσης της «καθαρότητας» λόγου και νοημάτων, το «είμαι» του σωματικού πόνου, και το «θα είμαι» της αποκρυστάλλωσης στο χρόνο ως «περιοδικό» σώμα και ως ποίηση που ρηγματώνει την έννοια του χρόνου ως σταθερά.
«Λοιπόν, όπως λέγαμε, αυτός ο προαιώνιος φόβος- όχι καθόλου του θανάτου- ο φόβος της καινούργιας γέννησης. Ο υδραυλικός ο Βαγγέλης σκαρφάλωσε στη μυγδαλιά κι έκοψε ένα κλωνάρι κατάφορτο με φρέσκα μύγδαλα· το’ δώσε στη Μαρία. Η Αλκμήνη ανέβαινε ακόμη με κόπο τον ανήφορο χτυπώντας τα ψηλά τακούνια της σα δεκανίκια ευγενικού ανάπηρου,-κι ούτε που ‘κρύβε την ένδοξη της αναπηρία. Τι ανάλαφρα, τι σίγουρα- είπε- που σκαρφαλώνουμε στις μυγδαλιές· πως πετούν πέτρες μακριά, μακριά, πέρα απ’ τα τείχη· - μήτε που ακουγόταν κρότος στο μεγάλο κατήφορο κάτου· τίποτα δεν ακουγόταν».[3]
Τι επιφυλάσσει, τι δύναται να επιφυλάσσει «ο φόβος της καινούργιας γέννησης»; Το άγνωστο και το μη-γραμμικό, το αβέβαιο που δεν κατηγοριοποιείται-κατατάσσεται,[4] εμφιλοχωρεί στο πεδίο της ιστορίας. Κινούμενος μεταξύ δυναμικής των πραγμάτων και δυναμικής της ποίησης, ο Γιάννης Ρίτσος «αναπαράγει» τις πτυχές του άγνωστου (ως συναισθηματικό φόβο-πληγή αλλά και ως δυνατότητα αλλαγής), προσδιορίζει το όλο ποιητικό έργο ως σταθμό επαφής επάλληλων, όμοιων και ανόμοιων προσωπικοτήτων, ως αναφορά-μεταίχμιο μεταξύ κοινωνικής ζωής και ατομικού θανάτου.
Διότι το ‘Αρχαίο Φρούριο’ είναι το σημείο αναφοράς-συσπείρωσης, που με έναν εξόχως ποιητικό τρόπο, μεταβάλλει πρόσωπα και πράγματα, που δεικνύει το «είμαι» για να προσεγγίζει το «θα είμαι».
Κι αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί παρά να συμβεί ολικά, με σώματα που «ενσαρκώνουν» και ποθούν, («το πιο έρημο πράγμα του κόσμου είναι το σώμα», αναφέρει στις ‘Προσωπίδες’ του), με μία ποίηση που κοινωνικοποιείται διαρκώς, που «συγκροτείται» πάνω στο υπόβαθρο της κοινωνικής δομής. Που ακόμη και η «κρίση» της δε στερείται εννοιολογικών σημάνσεων. «Τίποτα δεν ακουγόταν», αναφέρει ο ποιητής. Στο ‘Αρχαίο Φρούριο’ που δίδει νοήματα. Το ‘Αρχαίο Φρούριο’ είναι η στιγμή, η ίδια η «σύλληψη» της ιστορίας της ποίησης.
Κι έρχεται η ποίηση του Νίκου Καρούζου να «αρθρώσει» τη φωνή ή τις φωνές, να λειτουργήσει ως «εικόνα» μιας τέχνης, που ως τέτοια παροτρύνει: «Η λάμψη υπόκειται στην επιστήμη -βεβαίως- μα ό,τι φωτίζει είν’ αδιαίρετο. Περίπου τραγωδία; Ίσως οι αμνοί να είναι ανυπόφοροι και ο Ευριπίδης να φτύνει λυκόφωτα εκτός των στίχων έξω από κάθε θεατρική παράσταση μνημονεύοντας εαρινό σαξόφωνο ματωμένες Βάκχες- οπώρες που μηδενίζουν έρωτες».[5] Στο ‘Αρχαίο Φρούριο’ η φωνή του ποιητή αποκτά διάρκεια, αξία, μνήμη.
[1]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 314,
[2]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο…ό.π, σελ. 311.
[3]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο…ό.π, σελ. 312.
[4]«Ω, βαθιά διαλλακτικότητα, ευρυχωρία γεροντική, κι η ευπρόσδεκτη αυτή αβεβαιότητα του απέραντου», αναφέρει ο Γιάννης Ρίτσος λίγο πριν το τέλος του ποιήματος. Η ποίηση που δύναται να λειτουργήσει ως δι-ιστορικό πεδίο εκβολής από τον γραπτό κανόνα, «γινόμενη σημασία», επεξήγηση, διεύρυνση του «εδάφους» για πραγματική επικοινωνία ποιητή και υποκειμένων, «απέραντο» (κοινωνικό) μαζί.
[5]Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θρίαμβος Χρόνου’, Επίμετρο: Λαλουδάκη Βασιλική, Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1997, σελ. 25.