Στα ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα’ αναδύεται στην επιφάνεια η έννοια της αλλοτριωμένης εργασίας, έννοια που συνιστά τον θεμέλιο λίθο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Η διαδικασία της αλλοτριωμένης εργασίας προσλαμβάνει μία διττή διάσταση: από τη μία πλευρά, νοείται ως ο «ιδιαίτερος» και χαρακτηριστικός τρόπος (‘μορφή’) λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τρόπος που, αρθρωμένος εντός του πλαισίου του ιστορικού χρόνου, συμπυκνώνει την κίνηση περαιτέρω ολοκλήρωσης των παραγωγικών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, συγκροτεί την ιστορική ‘κεφαλαιοκρατία’ ως σύστημα που εδράζεται πάνω στη διττότητα της σχέσης κεφαλαιοκράτη-εργάτη, στη σχέση κατόχου και μη-κατόχου των μέσων παραγωγής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιθετική σχέση-συσχέτιση κεφαλαιοκράτη-εργάτη (κατόχου και μη-κατόχου των μέσων παραγωγής), μέσα από την άμεση και εξωτερικευμένη διάθλαση της καπιταλιστικής κοινωνικοοικονομικής δράσης-κίνησης δεν φέρει εν σπέρματι τις πτυχές ενός ισομερούς συσχετισμού δυνάμεων αλλά τις συγκεκριμένες και φορτισμένες πτυχές αυτού που θα ονομάζαμε κοινωνική δυναμική επηρεασμού της όλης κοινωνικής δομής. Η αποξενωμένη εργασία δύναται να αποτελέσει το αντεστραμμένο είδωλο της εργασιακής εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αναφέρει σχετικά ο Μαρξ σαν ένα πρώτο συμπέρασμα: «Εξετάσαμε την πράξη της αλλοτρίωσης της πρακτικής ανθρώπινης δραστηριότητας- της εργασίας- από δύο όψεις: 1. Τη σχέση του εργαζόμενου προς το προϊόν της εργασίας σαν ένα ξένο αντικείμενο που τον κυριαρχεί. Αυτή η σχέση είναι ταυτόχρονα και σχέση προς τον εξωτερικό κόσμο, τα φυσικά αντικείμενα. Μια σχέση, όμως, προς έναν ξένο και εχθρικό κόσμο. 2. Τη σχέση του εργαζόμενου προς την πράξη της παραγωγής μέσα στο πλαίσιο της εργασίας. Αυτή είναι μια σχέση του εργαζόμενου προς τη δική του δραστηριότητα, σαν κάτι ξένο που δεν του ανήκει. Μια δραστηριότητα, που πάσχει από αδράνεια, μια δύναμη που είναι ανίσχυρη, μια δημιουργία ευνουχισμένη. Η προσωπική, φυσική και πνευματική ενεργητικότητα του εργαζόμενου, η προσωπική του ζωή (γιατί τι άλλο είναι ζωή εκτός από δραστηριότητα;), γίνεται μια δραστηριότητα που στρέφεται εναντίον του, ανεξάρτητα από αυτόν και χωρίς να του ανήκει. Αυτή είναι η αυτό-αλλοτρίωση που προβάλλει απέναντι στην αλλοτρίωση του πράγματος που αναφέραμε».
Η αλλοτριωμένη εργασία ή αλλιώς η αλλοτρίωση του εργάτη δεν προβάλλει ως φυσικότητα-τυχαιότητα, ως παράγωγο στοιχείου του αισθητού αντικειμενικού κόσμου, αλλά ακριβώς ως απόρροια της ιδιαίτερης και όχι «άναρχης», της αισθητής και βιωμένης ‘υποκειμενοποίησης’ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μία ‘υποκειμενοποίηση’ η οποία ανακύπτει υπό το σχήμα ‘κεφαλαιοκράτης-κεφάλαιο-πώληση’ και εργάτης που προσδιορίζεται ως ανθρώπινο και κινούμενο κεφάλαιο. Ο εργάτης που παράγει-δημιουργεί ένα προϊόν αποσπάται από αυτό, και, φυσικά, όσο περισσότερα προϊόντα παράγει τόσο περισσότερο βιώνει αυτή την αποσύνδεση ως ‘συνθήκη απώλειας’ της ζωής και του εαυτού, ως απόσπαση του δρώντος υποκειμένου από το αντικείμενο-προϊόν της εργασίας του.
Ο Καρλ Μαρξ αντιλαμβάνεται την έννοια της αλλοτριωμένης-αποξενωμένης εργασίας στην ολότητα της: αυτό που νοείται ως απόσπαση από το προϊόν της εργασίας και από την εργασία την ίδια νοείται και ως απόσπαση-αποξένωση από τη φύση ως ‘αισθητό’ κόσμο, ως αντανάκλαση του ‘είναι’, νοείται ως αποξένωση του ‘ανθρώπου από τον ‘άνθρωπο’.
Οι νόμοι και οι «μετρικοί» κανόνες που διέπουν τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, συμβάλλοντας και στην ολοκλήρωση-επιτάχυνση του ιστορικού του ‘χρόνο’, παράγουν τους όρους και τις προϋποθέσεις για τον μετασχηματισμό της διαδικασίας ή του τρόπου ‘αποξένωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο’ στη διαδικασία ‘εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο’, διαδικασία που θεωρούμε πως προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της υποστασιοποίησης και συγκεκριμενοποίησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όσο περισσότερο αποξενώνεται ο εργάτης από το προϊόν της εργασίας του ως κόπο, ως βίωμα και ως αποτύπωση ζωής-κίνησης-δραστηριότητας, («γιατί τι άλλο είναι ζωή εκτός από δραστηριότητα»;, διερωτάται εύστοχα ο Μαρξ), τόσο περισσότερο αποκλίνει από το σημείο τομής, από το σημείο-μηδέν που είναι η αναπαράσταση του κόσμου ως ολότητας, από την αναπαράσταση της φύσης και του αισθητού κόσμου ως ‘εσωτερικότητας’. Διότι ο άνθρωπος-εργάτης εκτός φύσης καταπίπτει στην κατάσταση της γυμνής ύπαρξης, εκείνης της ύπαρξης που στερείται τα ‘εργαλεία’ του δομικού αυτοπροσδιορισμού. Και με αυτήν την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε αυτό που ο Μαρξ περιγράφει ουσιαστικά ως συνάρθρωση «αλλοτρίωσης» και «αυτό-αλλοτρίωσης».
Η εργασιακή αλλοτρίωση συναρθρώνεται με την αυτό-αλλοτρίωση στο βαθμό που η αλλοτρίωση την οποία θα ονομάζαμε και δομική συρρίκνωση, τείνει να καθιστά τον εαυτό ως έναν εν δυνάμει και ιδιότυπο ‘συμμέτοχο-αμέτοχο’ που προσλαμβάνει τον κόσμο ως τρέχουσα συγκυρία και ως ‘λεία επιφάνεια’ (ο εξωτερικός κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος), ως συμπαγές ‘κάστρο’ που δεν πέφτει από τα ‘μέσα’ αλλά μόνο από τη θεία παρέμβαση. Πραγματικά, με αυτόν τον τρόπο η συνείδηση λειτουργεί ως προπομπός του επέκεινα και της φυσικής αλληλουχίας των πραγμάτων.
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αποτελεί ένα ιδιότυπο ‘πεδίο’ όχι άρσης αλλά όξυνσης των αντιθέσεων, ακριβώς διαμέσου της εξωτερίκευσης αυτών των αντιθέσεων στον τρόπο και στην γενικότερη συνθήκη της ζωής. Η εμπλοκή του προλετάριου στη διαδικασία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν αποτελεί μόνο μία «αδρανή δραστηριότητα», όπως αναφέρει ο Μαρξ.
Αποτελεί και έναν ‘κανόνα’ έντασης προς την ίδια του την παραγωγικότητα (μόχθος παραγωγής προϊόντων), η οποία, αποσπάται-αποκολλάται από τον ίδιο τον ‘κάτοχο’ της ακριβώς για να προσκολληθεί προς την πλευρά του κεφαλαιοκράτη ως αξία χρήσης-πώλησης. Κι αυτό επιτελείται όχι μηχανικά και «αυτοματοποιημένα», αλλά οργανικά, στο βαθμό που ο κεφαλαιοκράτης ως ένας θεμέλιος λίθος του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, ως κάτοχος δύναμης-δυναμικής-δυνατοτήτων, κινείται με βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, εντάσσει το προϊόν-εμπόρευμα στο πλαίσιο του οικονομετρικού υποδείγματος, ανάγει τη συνείδηση του σε αρχή προσδιορισμού του πεδίου του κοινωνικού.
Ο Καρλ Μαρξ προχωρά στη θεωρητική συγκρότηση μίας εγκάρσιας τομής: δεν τοποθετεί την αλλοτριωμένη εργασία στις συνθήκες της οικονομικής τυχαιότητας του αντικειμενικού κόσμου, στη ‘φύση’ των πραγμάτων, όπως κάνουν οι πολιτικοί οικονομολόγοι, αλλά στις συνθήκες του ιδιαίτερου και συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής.
Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Η πολιτική οικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή». Η συσχέτιση εργάτη-παραγωγής εντυπώνεται και «εδαφικοποιείται» στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων, στο πλαίσιο της συσχέτισης προς τα μέσα παραγωγής και των κοινωνικών αποκρυσταλλώσεων που παράγει αυτή η δεδομένη και δομική, συσχέτιση. Δεν είναι ‘άχρονη’ και αέναη, ‘φυσικός’ καταναγκασμός που εμβαπτίζεται στα νάματα της αντικειμενικής αίσθησης και του αντικειμενικού κόσμου, ο οποίος είναι «ιδιαίτερος» όσο και «κανονικός». «Αλλά η αποξένωση φανερώνει τον εαυτό της όχι μόνο στο αποτέλεσμα, αλλά επίσης στην πράξη της παραγωγής, μέσα στην δραστηριότητα της παραγωγής της ίδιας».
Στα ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα’ ο Μαρξ τοποθετεί τον εργάτη στον «πυρήνα» των αλλοτριωτικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, του προσδίδει αφενός μεν την ιστορικότητα (ο ρόλος του στο ιστορικό γίγνεσθαι) της έλλειψης-πρώιμης αδυναμίας κτήσης των μέσων παραγωγής, αφετέρου δε όμως ανακύπτουν μέσα σε αυτές τις σελίδες οι ιστορικές δυνατότητες της ολικής χειραφέτησης. Με έναν ώριμο όσο και λογοτεχνικό τρόπο, ο Καρλ Μαρξ αναλύει την κοινωνική δύναμη και δυναμική που παράγει και αναπαράγει η κατοχή του χρήματος, παραπέμποντας στον Σαίξπηρ και στον Γκαίτε .
Στο φιλοσοφικό τμήμα των χειρόγραφων ασκεί κριτική στην προβληματική του Χέγκελ, στην αντίληψη του περί του ανθρώπου που λειτουργεί και δρα ως καθεαυτό ‘πνεύμα’, ‘μορφή’ σύλληψης της ιδέας και εσωτερικής της αναπαράστασης. Πέρα και πάνω από το σύννεφο των απτών αλλά αφηρημένων πνευματικών οντοτήτων, ο Καρλ Μαρξ τοποθετεί τον άνθρωπο στο στέρεο έδαφος, στην κοινωνική γη των αντιθέτων, τον «εξανθρωπίζει», προσφέροντας του τα απαιραίτητα ‘εργαλεία’ της της χειραφέτησης και του μετασχηματισμού της κατάστασης ζωής του, καθώς και της κοινωνικής δομής.