Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος του κόμματος ανέφερε στην ομιλία του: «Προτείνω λοιπόν: Το Κοινοβούλιο του Κέντρου. Προτείνω να γίνει μια μεγάλη συνάντηση όλων αυτών που έχουν τις ίδιες αγωνίες. Να ξεκινήσουν αυτοί και όχι οι ηγεσίες. Στο Κοινοβούλιο του κέντρου μπορούν να μετέχουν, στελέχη από την Επιτροπή Διαλόγου του Ποταμιού, στελέχη του Δικτύου, Στελέχη των Κινήσεων Πολιτών της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, στελέχη από τους Μεταρρυθμιστές- από τους αληθινούς Μεταρρυθμιστές, όχι τους ιμιτασιόν που κυκλοφορούν πολύ τις τελευταίες μέρες-, στελέχη από την Επιτροπή για την ανασυγκρότηση της Σοσιαλδημοκρατίας, στελέχη της Δράσης, στελέχη του Κοινωνικού Συνδέσμου, στελέχη του Μπροστά – οι 35άρηδες της πολιτικής-, στελέχη από την πρωτοβουλία των 58. Και μαζί τους να κινητοποιηθούν οι τοπικές πρωτοβουλίες. Οι 30 δήμαρχοι και περιφερειάρχες της χώρας που διεκδικούν λύσεις μεταρρυθμιστικές, λύσεις προς όφελος των πολλών».
Αυτή η επιδιωκόμενη σύμπραξη των αυτοαποκαλούμενων Κεντρώων σχηματισμών, το περιώνυμο ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’, επιδιώκει να προσδώσει μία ουσιαστικά τριπολική μορφή στο ελληνικό κομματικό-πολιτικό σύστημα. Ένας ενοποιημένος Κεντρώος σχηματισμός, θα καταλάβει το κέντρο του κομματικού άξονα, τοποθετούμενος ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ), και τον κυβερνητικό Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Οι διεργασίες για την οριστική αποκρυστάλλωση ενός στη βάση του Κεντρώου σχηματισμού της πολιτικής σύνεσης έχουν ήδη ξεκινήσει. Αντίστοιχες διεργασίες, παράλληλες με αυτές του ‘Ποταμιού’ λαμβάνουν χώρα και στο εσωτερικό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά & Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία).
Το ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’, δύναται να οδηγήσει στην Κεντρώα κομματική συνένωση-παράταξη, η οποία θα είναι εξόχως αντιλαϊκιστική και μεταρρυθμιστική , κυβερνητική στη βάση και στην άρθρωση του πολιτικού του λόγου, παράταξη που θα αντανακλά τις βαθύτερες διεργασίες που συντελούνται στο κομματικό-πολιτικό σύστημα της χώρας: Σε αυτό το πλαίσιο, λαμβάνει χώρα η ‘κεντροποίηση’, ή αλλιώς η σύγκλιση στο κυβερνητικό ‘μέσον’, στο πεδίο όπου συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα δύνανται να διαμορφώσουν κυβερνήσεις εθνικής συνεργασίας ή εθνικής ενότητας, θέτοντας ως μείζον στόχο όχι απλά τη μνημονιακή διαχείριση της συνεχιζόμενης οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, αλλά κύρια την απόσπαση συναίνεσης γύρω από το διακύβευμα της με κάθε τρόπο παραμονής της χώρας στο στενό πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης.
Θα αναφέραμε πως το συγκεκριμένο κάλεσμα στις Κεντρώες ‘προοδευτικές δυνάμεις’, η προσίδια και φορτισμένη έγκληση στο ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου, ήτοι στο ‘Κοινοβούλιο των επιτυχημένων και άριστων στον τομέα τους’, αποτελεί και κάλεσμα συνένωσης της επιτυχημένης ιδιωτικής «μονάδας» με την κομματική συλλογικότητα: έτσι, το ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’ προκύπτει ως η ζώσα πολιτική συνάντηση (ώσμωση) των επιτυχημένων επαγγελματιών και των έμπειρων πολιτικών. Το ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’ δύναται να λειτουργήσει ως κατεξοχήν έκφανση του επάλληλου σχήματος ‘ιδεολογικός φιλοευρωπαϊσμός-τεχνοκρατικός εκσυγχρονισμός- κυβερνητικός καισαρισμός.
Με την υπογραφή της συμφωνίας της 13ης Ιουλίου από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ανάδυση και τη σταδιακή αποκρυστάλλωση ενός ιδεολογικού ‘φιλοευρωπαϊσμού’, ο οποίος εγκιβωτίζεται ακόμη και ως raison d’etre (λόγος ύπαρξης) στο εσωτερικό πολιτικών συσσωματώσεων.
Ο συγκεκριμένος ιδεολογικός ‘φιλοευρωπαϊσμός’ επενεργεί κοινωνικά, αποτελώντας την επάλληλη όψη των μνημονιακών πολιτικών που εφαρμόζονται: η απαρέγκλιτη τήρηση του περιεχομένου της συμφωνίας συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την παραμονή της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Ένα κατεξοχήν πολιτικό ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’ (συνασπισμένο Κεντρώο πολιτικό κόμμα), τείνει να προσομοιάζει στην ύπαρξη και στην λειτουργία ενός κόμματος-στηρίγματος: Με αυτόν τον τρόπο, το Κεντρώο κόμμα, διαθέτοντας ως θεμελιώδη ιδεολογική σκευή τον ιδεολογικό ‘φιλοευρωπαϊσμό’, θα λειτουργεί ως απαραίτητο και «προνομιακό» στήριγμα ευρύτερων κυβερνητικών σχημάτων συνεργασίας, το οποίο θα αποτρέπει τις «ακρότητες» των εν δυνάμει κυβερνητικών εταίρων, «δεξιών» και «αριστερών».
Το ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’ και η πιθανή κομματική του μετεξέλιξη του φέρουν εν σπέρματι τις όψεις του ‘κόμματος του κράτους’. Η κυβερνητική μετριοπάθεια ανακύπτει ως ζωτική αναγκαιότητα. Αυτή η διάσταση δεν το αποκόπτει και από την «απλή» κοινοβουλευτική στήριξη σε μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Η ποιοτική εναρμόνιση της μνημονιακής κοινωνικοπολιτικής «κατασκευής» και της ευρωπαϊκής πορείας του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, επιβάλλει τη δομική σύγκλιση πολιτικών κομμάτων στο κρατικό-κυβερνητικό πεδίο, με τρόπο που, είτε μονοκομματικά είτε συνεργατικά, διαφαίνεται η συγκρότηση ενός άτυπου μνημονιακού «υπερκόμματος» (με άλλα λόγια διατυπωμένο, ενός «υπερμνημονιακού» κόμματος), το οποίο και δρα υπό οικονομικές συνθήκες ‘εκτάκτου ανάγκης’.
Ο νεολογισμός ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’ προσδιορίζεται ως εν δυνάμει κυβερνητική ‘μηχανή (μηχανική της χρηστής διακυβέρνησης), ‘εργαλειοποιεί και νομιμοποιεί τη διαιρετική τομή μεταξύ λαϊκισμού και μεταρρυθμίσεων, υπερπροσδιορίζει έναν κομματικό σχηματισμό ως μορφή «παραγωγής» οικονομικής τεχνογνωσίας, δίχως να εστιάζει στην απόκτηση συγκεκριμένων κοινωνικών «ριζών» και αναφορών. Η Κεντρώα παράταξη δεν δύναται να είναι τίποτα άλλο παρά «ανοιχτή» στη βάση, ιεραρχική στην οργάνωση, ιδεολογικά αποφορτισμένη, και, στις κοινωνικές της συμμαχίες πολυσυλλεκτική.
Η διεξαγωγή ενός συνεδρίου αποτελεί την κορυφαία εσωτερική διαδικασία ενός πολιτικού κόμματος. Εκεί τίθενται τα προγραμματικά-ιδεολογικά διακυβεύματα, οι στόχοι του κόμματος, η στρατηγική που θα ακολουθηθεί για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων. Πέρα και πάνω από όλα, αποτελεί το χώρο σύνδεσης της ηγεσίας με τη βάση του κόμματος. Η προσίδια και φορτισμένη εστίαση στη σύμπραξη των κομμάτων του ‘Κέντρου’, έθεσε στο περιθώριο της διαπάλης κάποια μείζονα ερωτήματα: ποια είναι η κοινωνική απεύθυνση του κόμματος ‘Το Ποτάμι’; Πως διαμεσολαβεί την παρουσία του ως μηχανισμός άρθρωσης και συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων; Πέρα από τον επιφανειακό αντιλαϊκισμό της δράσης, ποιες είναι οι θεμελιώδεις καταστατικές του αναφορές; Πως προσεγγίζεται το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015; Τι δύναται να σημαίνει η επιδίωξη αποκρυστάλλωσης της τομής λαϊκισμός-μεταρρυθμίσεις; Επιδιώκει να αποκτήσει συνδικαλιστικές αναφορές;
Το συνέδριο του κόμματος περισσότερο θύμισε «παρέλαση» διαφόρων πολιτικών προσωπικοτήτων, που, εντός ενός δεδομένου ‘χωροχρονικού’ πλαισίου έκλειναν σε όλες τις πτώσεις της λέξεις-έννοιες Κέντρο, λαϊκισμός, μεταρρύθμιση, Ευρώπη, στρέβλωση, (μεταπολιτευτική) δυσλειτουργία. Το ‘Ποτάμι’ όλο και περισσότερο προσομοιάζει στη λειτουργία της Δημοκρατικής Αριστεράς, δίχως να διαθέτει την έστω και βραχύβια κυβερνητική της εμπειρία. Πραγματικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως το ‘Ποτάμι’ συμπυκνώνει την ιστορική πορεία, διάσταση και λειτουργία ενός ‘«κυβερνητικού» κόμματος δίχως συμμετοχή στην κυβέρνηση’.
Ποιος θα μπορούσε να μην αναφέρει ότι, όπως γράφει ο Jacques Julliard, «το παρελθόν δεν μπορεί να είναι εξίσου παρόν με το ίδιο το παρόν»;
Προσδιορίζοντας ως θεμελιώδες αίτιο εκδίπλωσης των «ροών» της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης την εν γένει μεταπολιτευτική δυσλειτουργία, ανάγοντας τον μνημονιακό ‘φιλοευρωπαϊσμό’ σε στρατηγική εξόδου του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού από τη βαθιά οικονομική κρίση, μετασχηματίζοντας τον κανόνα της ικανής διακυβέρνησης σε μείζον κανόνα πολιτικής πράξης και επιβίωσης, ταυτίζοντας τις βέλτιστες πρακτικές της ιδιωτικής φιλελεύθερης οικονομίας με τις πρακτικές που ακολουθεί ένα πολιτικό κόμμα, επιδιώκοντας τη συγκρότηση της κυβερνητικής «Εθνικής Ελλάδος», «προσφέροντας» το ‘Κοινοβούλιο του Κέντρου’ (το Κέντρο ως ιδεατός εν δυνάμει κυβερνητικός σχηματισμός), ως την «πολύτιμη» (και εξόχως απαραίτητη) κυβερνητική «θυσία» για να φυσήξει (επιτέλους) ο ούριος άνεμος της οικονομικής ανάπτυξης και του δομικού (ευρωπαϊκού) εκσυγχρονισμού της χώρας, (καθότι ο εκσυγχρονισμός ή θα είναι ευρωπαϊκός ή δε θα υπάρξει, το ‘Ποτάμι’ είναι ήδη «κυβερνητικό» δίχως κυβέρνηση, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, ‘προβλέποντας’ το βραχυπρόθεσμο μέλλον.
Tο ‘Ποτάμι’ επιτελεί έναν ιδιαίτερο ρόλο. Αναφέρει ο Νίκος Πουλαντζάς: «Το φαινόμενο αυτό (σ.σ: ο ρόλος του κράτους στην πολιτική ανύψωση και οργάνωση της κυρίαρχης τάξης) είναι ιδιαίτερα σαφές στη μελέτη ανάμεσα στο Κράτος και τα κόμματα των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σπάνια αυτά τα κόμματα μπόρεσαν να αναλάβουν έναν οργανωτικό ρόλο σε σχέση μ’ αυτές τις τάξεις και μερίδες, έστω και σε μακρινή αναλογία με το ρόλο των σοσιαλιστικών κομμάτων και στη συνέχεια των κομμουνιστικών κομμάτων. Αυτά έχουν αναλάβει κυρίως το ρόλο αντιπροσώπευσης αυτών των τάξεων και μερίδων κοντά στο Κράτος, με τη μορφή «κοινοβουλευτικών μερίδων».
Εξαιρετικά εμβριθείς οι μαρξιστικές αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανακύπτει μία ‘νέα’ φαινομενολογία της δράσης των πολιτικών κομμάτων ως μηχανισμών εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης συμφερόντων, στο βαθμό που σε ένα αντιπροσωπευτικό-δημοκρατικό σύστημα τα κόμματα να λειτουργούν ως αντανακλάσεις του κοινωνικού και της κοινωνικής κίνησης. (οργανωμένοι διαμεσολαβητές της πάλης των τάξεων).
Το ‘Ποτάμι’, όντας ‘κυβερνητικό κόμμα δίχως συμμετοχή στην κυβέρνηση’, κινείται στον «αστερισμό» μίας ενδιάμεσης και προϊούσας «κρατικοποίησης»: σε αυτή την περίπτωση κινείται πέριξ του κράτους και της κυβερνητικής διαμεσολάβησης κοινωνικών συμφερόντων, λειτουργώντας σαν μία έκτακτη και κρισιακή «κοινοβουλευτική μερίδα», η οποία όντας συγκροτούμενη κρισιακά επενεργεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ‘συγκεκριμένης διαχείρισης της συγκεκριμένης κρίσης’, συμβάλλοντας στην μεταβολή των όρων άσκησης της ταξικής (αστικής) κυριαρχίας. Αυτή η «κοινοβουλευτική μερίδα» οργανώνεται αυτόνομα, επιζητώντας όχι μία απλή συμμετοχή στην νομή και διαχείριση της εξουσίας, αλλά κύρια την αντιστροφή και μεταβολή αυτού του ιστορικοπολιτικού προτάγματος που γνωρίσαμε ως Μεταπολίτευση.
Ο «μαγνήτης» του κράτους τραβά κοντά του την «κοινοβουλευτική μερίδα» το ‘Ποτάμι’, έχοντας ένα διττό στόχο: αφενός μεν την περιβολή του με τον μύθο και την αχλή της κυβερνησιμότητας, (ικανότητα διακυβέρνησης), αφετέρου δε με σκοπό μία νέα αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων και των σχέσεων τους με ότι ο Νίκος Πουλαντζάς αποκαλεί «συνασπισμό εξουσίας». Και πραγματικά τι καλύτερο για ένα πολιτικό κόμμα το οποίο κινείται στον αστερισμό μίας εν δυνάμει «κρατικοποίησης».
Τα ιδιαίτερα κόμματα ‘δίχως κυβέρνηση’ ανακύπτουν και συγκροτούνται ως ιδιαίτερες περιπτώσεις στον ευρύτερο και κρισιακό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Πόρρω απέχοντας από αυτό που θα αποκαλούσαμε ως «βαθιά εργατική κοινωνία» διαμορφώνονται ως «άξονες» προώθησης ενός προωθημένου μεταρρυθμισμού, που, την ίδια στιγμή, είναι εν τη γενέσει του κρατικός (αστικός) και ‘σαρωτικός’ προπομπός πραγματοποίησης σαρωτικών αλλαγών, αλλαγών που «ενδύονται» τον «μανδύα», τον «μύθο» του πολύπλευρου εκσυγρονισμού.
Τα κόμματα αυτά λειτουργούν εντός κοινοβουλίου ως ιδιαίτερες «κοινοβουλευτικές μερίδες», συσχετίζοντας τη δράση τους με το πεδίο της διαμορφούμενης εκτελεστικής εξουσίας. Η «κοινοβουλευτική μερίδα» δεν αποτελεί «άχρονη» κομματική μορφή αλλά «μηχανή» επιτάχυνσης των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, συγκεντρώνοντας ισχύ από και για το κράτος.
«Σαρωτικές» και ταξικές αναπαράγουν την κρίση ως ιδιαίτερο πλέγμα επιτέλεσης της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης από πλευράς του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας και εκείνων των μερίδων του που όντας «δικτυωμένες», «αντιστέκονται» καλύτερα στις σαρωτικές συνέπειες της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης. Ένα καθεστώς κεφαλαιακής συσσώρευσης «εδαφικοποιείται» στο εσωτερικό του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, ένα καθεστώς το οποίο διαμεσολαβώντας και επενεργώντας πάνω στα αντιθετικά κοινωνικά μπλοκ της κοινωνικής ολότητας, κανοναρχεί τη διαρκή επισφάλεια και ανασφάλεια ως «κανονική» συνθήκη ζωής των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων.
Η ταξική σχέση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της απόσπασης ευκαιριών για τους μεν, άρσης δυνατοτήτων αξιοπρεπούς διαβίωσης για του δε. Η κρίση είναι ο «μύθος» και η ευκαιρία. Η δυνατότητα απαλλαγής από το σύνδρομο της ελληνικής «σοβιετίας». Και σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος αποτελεί το πρώτο βιολί της ορχήστρας.