Ο Γάλλος ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ (1821-1867), με το magnumopusτου, τα περίφημα 'Άνθη του κακού' κατατάσσεται στη χορεία των σπουδαίων εργατών του ποιητικού λόγου. Η ποιητική του συλλογή 'τα άνθη του κακού' περιλαμβάνει παράλληλες πτυχώσεις, εκεί όπου 'χωρούν' τα παντοτινά πάθη του ανθρώπου. Από την αρχή μέχρι το τέλος τους, 'τα άνθη του κακού αποτελούν ένα δυνατό χτύπημα στη συνείδηση, μία γροθιά στο στομάχι των αδρανών συνειδήσεων. Ζώντας και γράφοντας σε ταραχώδεις εποχές της γαλλικής ιστορίας (Παλινόρθωση των Βουρβόνων και Ιουλιανή μοναρχία, πτώση της μοναρχίας και ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1848, λαϊκή-προλεταριακή εξέγερση του ίδιου έτους, πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη), ο Μπωντλαίρ, αυτό το 'ώριμο τέκνο της οργής' ενσωματώνει στα 'άνθη του κακού' το 'σπόρο' της ποιητικής αμφιβολίας, μία αμφιβολίας που εκκινεί από την ιδιαίτερη υπέρβαση του κομφορμισμού, διαπερνά τις δυστοκίες μίας ζωής που δε βιώνεται ολικά και καταλήγει στην ανάδυση των αντιθέτων: εκεί όπου υπάρχει η ομορφιά της μορφής υπάρχει η ασχήμια των πραγμάτων και η απελπισία, εκεί όπου ενυπάρχει η ζωή 'εισχωρεί' στο προσκήνιο ο θάνατος ως στοιχείο ανατροπής της κατεστημένης φοράς των πραγμάτων.
«Κάθε άνθρωπος άξιος γι΄ αυτό τ’ όνομα Έχει μες στην καρδιά ένα κίτρινο Φίδι, Θρονιασμένο σα μέσα σε καθέδρα Που, αν λέει: «Θέλω!» Αποκρίνεται όχι! Βύθισε τα μάτια σου μες στα προσηλωμένα μάτια Των θηλυκών Σατύρων ή των νυμφών του Χάους, Η νύξη λέει: «Το καθήκον σου σκέψου!» Κάνε παιδιά, φύτευε δέντρα Δούλευε στίχους, λάξεψε μάρμαρα Η νύξη λέει: «Θα ζεις απόψε;» Ό,τι κι αν προσχεδιάζει ή αν ελπίζει, Ο άνθρωπος δε ζει μια στιγμή Δίχως να υπομένει το νυγμό της προαγγελίας Της ανυπόφορης Έχιδνας».
Oποιητής Μπωντλαίρ προετοιμάζει ‘πυρετικά’ τα ποιήματα του, και ιδίως τα ‘άνθη του κακού’. Πασχίζει να βρει το ρυθμό, να βρει την εσώτερη ουσία της ποίησης, ουσία που στοιχίζεται και διαπλέκεται με τη διαρκή εξέλιξη του ανθρώπου. Τα ΄άνθη του κακού’, διαβάζονται και ως το ποιητικό έργο ενός ανήσυχου ανθρώπου που επεδίωκε κάθε στιγμή την αναμέτρηση με τις διάφορες «ανυπόφορες έχιδνες». «Κάνε παιδιά, φύτευε δέντρα, Δούλευε στίχους, λάξεψε μάρμαρα», γράφει ο ποιητής.
Σε αυτούς τους στίχους διαφαίνεται η προσπάθεια του, η «αγωνία» του να ενσταλάξει στην ποίηση βαθιές ρίζες που δεν ταυτίζονται απαραίτητα με την κανονικότητα και τον συνήθη ρυθμό της καθημερινής ζωής, αλλά, κύρια σχετίζονται με το «λαξευμένο μάρμαρο» που θα μείνει: με την εγγραφή της ποίησης ως «μαρτύριο», ως ειδική αντανάκλαση της περιέργειας που παράγει όχι απλά νοήματα αλλά ερμηνείες. Πάνω σε αυτό το «λαξευμένο μάρμαρο» ο Σαρλ Μπωντλαίρ εγγράφει τα ‘άνθη του κακού’. Στο μάρμαρο όπου εγγράφεται το ποιητικό του έργο, ο ποιητής αποκτά τη θνητότητα όντας ήδη «αθάνατος». Προσδοκά το ιδανικό και το γήινο, το ερωτικό και το πνευματικό, το στοχαστικό και το διασκεδαστικό, εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που προδιαγράφουν μία πορεία συνειδητοποίησης, που τονίζουν την ίδια την επίγνωση της θνητότητας.
Κι η επίγνωση αυτής της θνητότητας τον ωθεί στην ποίηση και στη συγγραφή των άνθεων του κακού, έτσι που τα άνθη προσδιορίζονται ως επιδίωξη απόκτησης όψεων μείζονος ποιητικού έργου, ως επιδίωξη κτήσης της ιθαγένειας του «θνητού» στοιχείου. Και με αυτόν τον τρόπο προκύπτει το παρόδοξο: ο Σαρλ Μπωντλαίρ αποκτά αυτή τη θνητότητα, όντας ποιητικά «αθάνατος», διαμέσου ταυτόχρονη συγγραφής των άνθεων του κακού. Ο Μπωντλαίρ αντιστρέφει τους κανόνες του καιρού του: δεν «φυτεύει δέντρα» και δεν «κάνει παιδιά», παρά «παράγει» τους κανόνες που θέτουν τις βάσεις μίας νέας ποιητικής αρχιτεκτονικής: «δούλεψε στίχους», παρήγε γεγονότα μέσω της ποίησης, στοχάσου για το εύρος και τις εκφάνσεις της ποίησης.
Ο Μπωντλαίρ τσακίζει κόκκαλα, δίνει διαστάσεις σημαντικότητας στο έργο του, παίζει με το διχοτομική μορφή λαϊκότητα-αστικότητα. Τα «μάτια του αιμορραγούν» μπροστά στην πρόθεση συγκρότησης ενός ποιητικού έργου το οποίο θα αποκτά τη δική του ‘αυτόνομη’ δυναμική, που θα λειτουργεί ως «μηχανισμός» αναδιοργάνωσης του κοινωνικά οριζόμενου βίου. Αναφέρει ο Ζαν Πολ Σαρτρ: «Αυτό το ξεπλυμένο, ξεθυμασμένο όμως τυραννικό άρωμα από το ξεβούλωτο φιαλίδιο, που μόλις γίνεται αντιληπτό, αλλά είναι σιωπηλά, τρομερά, παρόν, συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο την ύπαρξη της συνείδησης γι’αυτην την ίδια. Επομένως, η πλήξη είναι ένα αίσθημα μεταφυσικό, το εσωτερικό τοπίο του Μπωντλαίρ και το αιώνιο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα, οι θυμοί και οι λύπες του. Και η νέα του περιπέτεια: βασανισμένος απ’ την προαίσθηση της αδιάψευστης μοναδικότητας του, κατάλαβε ότι αυτή η μοναδικότητα ήταν το ίδιον κάθε ανθρώπου. Ακολούθησε λοιπόν την οδό της οξυδέρκειας για ν’ ανακαλύψει το παράδοξο της φύσης του και το σύνολο των χαρακτηριστικών που μπορούσαν να τον καταστήσουν τον πιο αναντικατάστατο ανάμεσα στους ανθρώπους: αλλά αυτό που συνάντησε στην πορεία του δεν ήταν το ιδιαίτερο πρόσωπο του αλλά οι άπειρες μορφές της πανανθρώπινης συνείδησης. Αλαζονεία, οξυδέρκεια, ανία αποτελούν ένα και το αυτό: Μέσα σ’ αυτόν και παρά την θέληση του η συνείδηση όλων και του καθενός αγγίζει τα όρια της και αυτοαναγνωρίζεται».
Ο Ζαν Πολ Σαρτρ ανάγει τα ‘άνθη του κακού’ στη μακρά ιστορία και διιστορία, στο σύμπαν της απτής συνείδησης, της συνείδησης που συνεγείρει τα μεγάλα πνεύματα. Μία ιδιαίτερη «ψυχολογική» προσέγγιση προκύπτει εδώ, που, ακριβώς αναζητεί το μεγάλο και το «ωραίο» στις συνειδησιακές αυταπάτες του Μπωντλαίρ. Όμως, το ιδιαίτερο και συγκεκριμένο ποιητικό του πράττειν (‘άνθη του κακού’) πηγαίνει πέρα από αυτή την προσέγγιση. Ο ποιητής Σαρλ ανάγει τα ‘άνθη του κακού’ στο πεδίο μίας διάχυτης πνευματικότητας η οποία κατεξοχήν συνδέεται με την ανάγκη αλλά και την ικανότητα του ποιητή να «επικοινωνήσει». Πραγματικά, αυτό το ιδιαίτερο ποιητικό έργο ανακύπτει φυσικά, όχι ως διάττον αστέρας, αλλά ως «τροφή» που «θρέφει» τον ποιητή και τον αναγνώστη, όχι ως συνειδησιακή αυταπάτη, αλλά ως αποτέλεσμα της ανάλυσης του γίγνεσθαι από τον Μπωντλαίρ. Ο Μπωντλαίρ δεν συγγράφει απλώς ποίηση, παρατηρεί, συμπυκνώνει, νιώθει, βιώνει, ερμηνεύει, ακριβώς διότι πρόκειται περί ενός κατεξοχήν ποιητή-ερμηνευτή. Ο Μπωντλαίρ δεν λειτουργεί ως αποπλανημένος από τις σειρήνες της δικής του «μοναδικότητας».
«Τους αγγέλους σου, τους νέους γελωτοποιούς σου με παλιά αποφόρια. Άγγελοι ντυμένοι με χρυσό, με πορφύρα και υάκινθο, Ας είστε μάρτυρες, ω εσείς, ότι έκανα το καθήκον μου Σαν τέλειος αλχημιστής και σαν αγία ψυχή, Γιατί έχω από κάθε πράγμα αποσπάσει την πεμπτουσία, Μου έδωσες τη λάσπη σου και την έκανα χρυσάφι». Έχουμε να κάνουμε με μία επίκληση στη μούσα, στην ποιητική μούσα, τη στιγμή που ο ποιητής ολοκληρώνεται εγκιβωτίζοντας στο έργο του τα «υλικά» της μνήμης και της προσωπικής του ιστορίας.
Η ολοκλήρωση δεν ενσκήπτει «μεταφυσικά», αλλά γήινα και συγκεκριμένα. «Γιατί από κάθε πράγμα αποσπάσει την πεμπτουσία, Μου έδωσε τη λάσπη σου και την έκανα χρυσάφι», αναφέρει ο ποιητής. Η αντικειμενική παρατήρηση οδηγεί στην υποκειμενική ποίηση ή αλλιώς στην ποίηση της υποκειμενικότητας, σε ποίηση που μετατοπίζεται διαρκώς προς το πλαίσιο της βαθιάς ιστορικότητας και της αδήριτης αναγκαιότητας. Ότι το δυσλειτουργικό και απόμακρο, κρυστάλλινο και τρυφερό, ο Μπωντλαίρ τα μετάπλασε σε ποίηση, ή πιο συγκεκριμένα στα ‘άνθη του κακού, στα άνθη της που «γεννά» η ανθρώπινη, η κοινωνική διχοστασία. Και έτσι η «λάσπη» δύναται να μετατραπεί σε ποιητικό «χρυσάφι» των ανεξάντλητων «ορέξεων» του Σαρλ Μπωντλαίρ. Ο Μπωντλαίρ είναι σαν λέει: «τράβα τον δρόμο σου και άσε τον κόσμο να λέει», όπως έγραψε ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία.
Ότι σχετίζεται με την απτή πράξη, με το βέβηλο και το ανίερο και διιστορικό περιέχεται στα ‘άνθη του κακού’. Δεν είναι τα όνειρα αλλά η πράξη, η ίδια η ανίερη θεώρηση των πραγμάτων και του γίγνεσθαι, το φετίχ της ποίησης του Σαρλ Μπωντλαίρ. Το ανίερο της πράξης και της παρόρμησης αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ο Σαρλ Μπωντλαίρ δομεί το ποιητικό του σύμπαν, οι ρίζες του οποίου ακουμπούν βαθιά στο ‘χώρο’ που προσδιορίζεται ως κοινωνία. Αν η κοινωνία παρατηρείται και ερμηνεύεται άλλο τόσο αναδιαμορφώνεται εκ νέου, και, στο κέντρο της «γελά» ο Μπωντλαίρ.
Κι ο Μπωντλαίρ βυθίζοντας 'το ανήσυχο και τρυφερό χέρι στο πιο γεννητικό απ' τα γήινα' (PabloNeruda), συγκροτεί ένα ποιητικό έπος που σε κάθε του βήμα, σε κάθε του πτυχή προσθέτει στοιχεία σε αυτό που θα αποκαλούσαμε 'πολυπλοκότητα του ανθρώπου'. Ο ποιητής αντιστρέφει την ποιητική ιστορία: αίρει τα απλά στοιχεία της εστίασης στο γλωσσικά 'ωραίο' για να προσδώσει στα 'άνθη του κακού' τα χαρακτηριστικά μίας ποιητικής συλλογής που συναρθρώνει τα αντίθετα, που 'τρομάζει' με την αλήθεια της, που απελευθερώνει το νου.
Ο Μπωντλαίρ προκύπτει ως ένας σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος της εποχής του, της εποχή της τιμοκρατικής μοναρχίας, ένας ποιητής 'αστικός' όταν 'μιλά' για αναστολές, φοβίες και βεβαιότητες και 'λαϊκός' όταν με σίγουρο χέρι διαμορφώνει τον ποιητικό ριζοσπαστισμό του, την περιδίνηση γύρω από τους βασικούς σκοπούς της ποίησης. Και ΄τα άνθη του κακού' διαβάζονται 'σκληρά' και έντονα, διαβάζονται ως μία διαρκές ξεπέρασμα της εποχής τους, 'προϊόντα' ενός νου που για να συγγράψει ένα τέτοιο μεγάλης έντασης ποιητικό έργο έπρεπε διαρκώς να αναμετράται με τους φόβους και τις διχογνωμίες, με τα ίδια τα όρια που έθετε η εποχή του. Έτσι, 'τα άνθη του κακού' υπερβαίνουν τη μηχανική της ιστορικής περιοδικότητας, προσφέροντας στον αναγνώστη όχι απλά 'άνθη' αλλά 'αγκάθια' εξιχνίασης του κρυφού εαυτού.
Ότι είναι ο PabloNerudaγια την ισπανική γλώσσα και τον ισπανόφωνο λογοτεχνικό κόσμο είναι αντίστοιχα και ο Σαρλ Μπωντλαίρ για τη γαλλική γλώσσα και για το γαλλόφωνο λογοτεχνικό κόσμο. 'Τα άνθη του κακού' είναι η 'ανταρσία' του ανθρώπου μπροστά στις προκλήσεις που ορθώνονται. Όπως γράφει και ο ίδιος: 'ζύμωσα λάσπη κι έφτιαξα χρυσάφι'.