Λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και το συντριπτικό 61%, η κυβέρνηση συμφώνησε στην εφαρμογή ενός προγράμματος που πόρρω απέχει από τον καταστατικό ιδεολογικό λόγο και τις προγραμματικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, αίρει στην πράξη τον 'φορτισμένο' αντιμνημονιακό πολιτικό λόγο του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, προσδίδοντας του πλέον τα (κυβερνητικά) χαρακτηριστικά της μνημονιακής 'ομαλοποίησης' της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας. Το Μνημόνιο δεν δύναται να ιδωθεί ως ένα απλό στη σύλληψη του και κυβερνητικό πακέτο προώθησης και εφαρμογής μέτρων λιτότητας, αλλά ως ένα κανονιστικό πλαίσιο δομικής μεταβολής του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, ως «άξονας» ταξικής «μεροληψίας» και υλικότητας που προσιδιάζει στην αποκρυστάλλωση μίας νέας κεφαλαιακής συσσώρευσης μέσω της οριζόντιας υποβάθμισης του επιπέδου ζωής του λαϊκού-εργατικού μπλοκ.
Μέσω της πολιτικής εκδίπλωσης του Μνημονίου, το άρχον συγκρότημα εξουσίας (και κυρίως οι ηγεμονικές του μερίδες) αίρει εκείνες τις εργατικές κατακτήσεις και δικαιώματα που εμπόδιζαν την απρόσκοπτη και διευρυμένη κερδοφορία του. Ο ίδιος ο εν Ελλάδι κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αναμορφώνεται οικονομικά, αναδιατάσσεται και συμπυκνώνεται πολιτικά, την ίδια στιγμή που προωθείται ως «ιστορική αλλά «πάσχουσα» αναγκαιότητα» ιδεολογικά, μέσω και της επιδίωξης ανάκτησης της «χαμένης» ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Αν θέλει να επιβιώσει η «πάσχουσα» ελληνική οικονομία στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, οφείλει να ανακτήσει την απολεσθείσα ανταγωνιστικότητα της μέσω της δραστικής υποτίμησης των όρων ζωής και διαβίωσης της μισθωτής εργασίας. Οι διεκδικητικές συνδηλώσεις της εναντίωσης στην τρέχουσα κοινωνικοοικονομική ρύθμιση ‘πειθαρχικοποιούνται’, διαμέσου της ανάδειξης ενός νέου μοντέλου ‘πειθάρχησης’ που κανοναρχεί και ελέγχει ηθικά (ζήσε με αυτά και με ότι έχεις-θα έχεις συγκεκριμένες απαιτήσεις και επιδιώξεις) και «τιμωρεί» κατασταλτική την δρώσα παρέκκλιση.
Τώρα, αυτή η 'τομή στη συνέχεια', ήτοι η συσχέτιση με τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση ενός πολιτικού χώρου (θα χρησιμοποιήσουμε την φράση του Τάρικ Άλι: 'ακραίο κέντρο') το οποίο, υπό την διαρκή πίεση των 'θεσμών' συγκροτείται και τέμνεται πάνω στη βάση της εφαρμογής τύποις 'ουδέτερων' πολιτικών, (που εγγίζουν και επηρεάζουν το ίδιο το πλαίσιο και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης).
Αυτές οι φαινομενικά 'ουδέτερες' πολιτικές (σύμφωνα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή ορολογία) μετασχηματίζονται εντός του πεδίου του κοινωνικού σε 'δομικές-διαρθρωτικές' μεταρρυθμίσεις'.
Με άλλα λόγια διατυπωμένο, τείνει να διαμορφωθεί ένας πολιτικός ‘χώρος’ (που περιλαμβάνει πολιτικά κόμματα με διαφορετικές ιδεολογικές συντεταγμένες), ‘χώρος’ κατεξοχήν κυβερνητικός που συγκλίνει στο εύρος της εφαρμογής πολιτικών που στοιχίζονται με τα συμφέροντα του αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Ένα ‘ακραίο κέντρο’ συμπύκνωσης και «τεχνοκρατικοποίησης» της πολιτικής το οποίο αφενός μεν «αφυδατώνει» το ιδεολογικό στίγμα (αξιακή συγκρότηση) των πολιτικών κομμάτων, αφετέρου δε οργανώνει και προβάλλει μία νέα αντίληψη περί πολιτικής, μία αντίληψη που συγκροτείται πάνω στο υπόβαθρο της κάθε φορά επίτευξης του κατάλληλου ποσοτικού αποτελέσματος.
Το νέο πακέτο μέτρων, η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών μεταβάλλει και την κοινωνική κίνηση, ήτοι την ενεργή παρουσία και 'λειτουργία' των κοινωνικών τάξεων, καθότι μετουσιώνει και 'υλικοποιεί' την δομική απόκλιση και αποστοίχιση μεταξύ της πλειοψηφίας του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων και του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συγκρότηση ενός λαϊκού-κοινωνικού μπλοκ την κρίσιμη πολιτικά ώρα, έφθασε στο 'κέντρο' του πολιτικού παιγνίου, συμβάλλοντας καταλυτικά στην εκλογική εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ και στην ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων. Η πολιτική-εκλογική κίνηση του λαϊκού-εργατικού μπλοκ προσέδωσε έρμα και ταξικότητα στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, η ταξική υλικότητα της ψήφου ανέδειξε τις εγκάρσιες τομές που προκάλεσε στην κοινωνική ολότητα η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας. Ο ριζικός μετασχηματισμός του κοινωνικού-εκλογικού κύκλου συμπυκνώθηκε στο διακύβευμα και στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Και αυτό το υψηλότατο 61% δύναται να ιδωθεί υπό το πρίσμα της εμπροσθοβαρούς κίνησης του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων.
Αν η κρίση αντιπροσώπευσης 'επιλύθηκε' με την συνέργεια και προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, πλέον τίθεται σε νέα βάση. Η προσχώρηση της κυβέρνησης στο περίφημο θατσερικό 'ΤΙΝΑ' (ΤhereisnoAlternative'-απόρροια και της διαπραγματευτικής της στρατηγικής), μεταβάλλει τους όρους διεξαγωγής του πολιτικού παιγνίου. Η διαπραγματευτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε γύρω από τον άξονα της «εθνικής κατάκτησης», ήτοι της με κάθε τρόπο παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Η κρίσιμη «εργαλειοποίηση» αυτής της αντίληψης και θεώρησης δεν συνέβαλλε στην αποκάλυψη της ταξικής λογικής που διέπει την και την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Με αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Ένωση μετασχηματίζεται σε εθνικό κεκτημένο που τέμνει εγκάρσια τον πολιτικό και προγραμματικό λόγο των πολιτικών κομμάτων.
Οι ώρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμες. Εναπόκειται στην εργατική τάξη της χώρας να εναντιωθεί στην πρακτική εφαρμογή του νέου πακέτου αυστηρής λιτότητας, η οποία πλέον δεν νοείται ως απλός οικονομικός όρος, αλλά ως 'εργαλείο' πηδαλιούχησης και διαμόρφωσης μίας νέας εξουσιαστικής 'τροπικότητας' (τρόπος άσκησης και αντίληψης της εξουσίας). Η αντίδραση του οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ (και της συνδικαλιστικής παράταξης που πρόσκεινται σε αυτόν) αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον.
Είχαμε επισημάνει σε παλαιότερα άρθρα μας ότι ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα κριθεί όχι στο πεδίο της σταδιακής οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά ακριβώς στο πεδίο και στο πλαίσιο της φορτισμένης πολιτικής αναδιανομής πλούτου και κοινωνικής ισχύος από τα ‘άνω προς τα κάτω’, από την ίδια την δομική ισχυροποίηση του λαϊκού-εργατικού μπλοκ, διότι ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται στο χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλει να δρα με μία έντονη ταξική μεροληψία, συμβάλλοντας με την πολιτική του στην θεσμική πλέον αποκρυστάλλωση εγκάρσιων και θετικών για τα λαϊκά στρώματα, τομών. Οφείλει το ίδιο να μετασχηματιστεί σε τομή. Η συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική πλέον τίθεται υπό την αίρεση της εφαρμογής και της υλοποίησης στην πράξη πολιτικών που αποτελούν την «γέφυρα» που συνενώνει το «απεχθές» (για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ), κυβερνητικό «χθες» με το κυβερνητικό «σήμερα» του ΣΥΡΙΖΑ.
«Η κυβέρνηση της Αριστεράς για να επιβιώσει και να συμβάλει στην ανατροπή θα είναι αναγκασμένη να αντιπαρατεθεί στον ολοκληρωτικό κοινωνικό πόλεμο με όπλο μια πολιτική που βρίσκεται στον αντίποδα της κρατούσας, μια πολιτική που εκπροσωπεί τις κοινωνικές αντιστάσεις, τη φωνή των «από κάτω». Κάθε υποχώρηση προς την τρέχουσα πολιτική, από τις συμφωνίες κορυφής με το κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του έως την «ήπια λιτότητα» προκειμένου να μην δοκιμαστούν οι «αντοχές» της οικονομίας, θα είναι μια επιβεβαίωση ότι η «ανατροπή» τελικά καταλήγει εκεί που οδηγήθηκαν και άλλες μεγάλες πρωτοβουλίες «αλλαγής», στο κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο».