Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που διεξήχθη την Κυριακή 5 Ιουλίου, οδήγησε σε μία ‘ποιοτική’ μεταβολή της κίνησης των κοινωνικών τάξεων. Πιο συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα του υπήρξε η αποκρυστάλλωση των εγκάρσιων τομών και ρήξεων που έχουν προκληθεί την τελευταία πενταετία στο πεδίο του κοινωνικού, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, ήτοι της ανάδυσης και παγίωσης των όρων για μία ‘νέα’ και ‘από τα πάνω’ κανονάρχηση και πειθάρχηση των κοινωνικών δρώντων-υποκειμένων. Όπως είναι γνωστό, το Όχι έλαβε το 61,31% των ψήφων, ενώ το Ναι συγκέντρωσε το 38,69%.
Έχει εξαιρετικό ερευνητικό ενδιαφέρον να διερευνηθεί ακριβώς η ταξική διάσταση της ψήφου. Χρησιμοποιώντας ως ερευνητικό υπόδειγμα κυρίως δήμους του λεκανοπεδίου της Αττικής, διαφαίνεται ότι: «Το Όχι υπερέβη κατά μέσο όρο το 60% στις νοτιοανατολικές περιοχές του Λεκανοπεδίου (από Ζωγράφου μέχρι Αργυρούπολη), όταν στις λαϊκές συνοικίες της δυτικής ζώνης της Β΄ Αθηνών (από τη Μεταμόρφωση μέχρι το Αιγάλεω και το Χαϊδάρι) έφτασε το 67,5%. Κορυφώθηκε δε στην περίπτωση της Β΄ Πειραιώς, που αποτέλεσε και τη δεύτερη ισχυρότερη του επίδοση (72,5%) και μάλιστα αποτυπώνοντας μία ιδιαίτερα συμπαγή εικόνα (ξεπερνώντας το 70% σε όλους τους πρώην καποδιστριακούς δήμους της περιφέρειας).
Αντίθετα, στους τέσσερις δήμους της παραλιακής ζώνης το Όχι πλειοψήφησε μόλις οριακά (50,2%), με το Ναι να κυριαρχεί στο Παλαιό Φάληρο και τη Γλυφάδα, ενώ τα μεσοαστικά βορειοανατολικά προάστια του Λεκανοπεδίου συνιστούν την ισχυρότερη και γεωγραφικά την πιο συνεκτική πλειοψηφική κοιτίδα του Ναι στη χώρα, με μέσο ποσοστό 55%-56%. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά του Ναι κινούνται σε οριακά πλειοψηφικά επίπεδα 50,5%-52,5% στους μεσοαστικούς δήμους (Χαλάνδρι, Μαρούσι, Αγία Παρασκευή), ενώ εκτινάσσεται στα μέγιστα πανελλαδικά επίπεδα στους μεγαλοαστικούς (Φιλοθέη-Ψυχικό 71,6%, Κηφισιά 63,9% κ.τλ.). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στον πρώην καποδιστριακό δήμο Εκάλης καταγράφηκε μακράν και το υψηλότερο ποσοστό του Ναι στη χώρα (84,6%)».
Με βάση την συγκεκριμένη ‘χωρική’ (ταξική) κατανομή της ψήφου διαφαίνεται μία αντιθετική ταξική υλικότητα η οποία «φιλτράρεται» και διαμεσολοβείται στο πολιτικό γίγνεσθαι: ένα μεγάλο και σημαντικό τμήμα του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας ψήφισε υπέρ του Ναι, με την ‘περιοχή’ της Εκάλης να αποτελεί το προνομιακό πεδίο συνάρθρωσης της χωρικής και της ταξικής διάστασης της ψήφου. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ‘χώρος’ της Εκάλης αποτέλεσε την εμπροσθοφυλακή της δύναμης του ελληνικού αστισμού.
Από την άλλη πλευρά, όπως διαφαίνεται και από την ανάλυση του αποτελέσματος η μεγάλη και σημαντική πλειοψηφία του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων ψήφισε υπέρ του Όχι. Σε αυτό το πλαίσιο, η κίνηση του λαϊκού-εργατικού μπλοκ διαμόρφωσε τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στο συντριπτικό ποσοστό υπέρ του Όχι. Στις συνθήκες της βαθιάς και οξυμένης οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης η εργατική τάξη έδρασε και δραστηριοποιήθηκε ως τάξη κοινωνικά και πολιτικά υπερπροσδιορισμένη και φορτισμένη μεταβάλλοντας τους ίδιους τους όρους κίνησης των κοινωνικών τάξεων.
Πραγματικά, η συγκρότηση δύο αντιθετικών κοινωνικών μπλοκ αντανακλά κύρια την φορτισμένη υλικότητα και τροπικότητα (εξουσίας) που προσέλαβε ο ελληνικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός την περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η μετατόπιση πλούτου και δομικής κοινωνικής ισχύος και δύναμης προς την πλευρά του αστικού μπλοκ εξουσίας, έτεινε στον υποπροσδιορισμό του λαϊκού-εργατικού μπλοκ.
Οι πολιτικές ισχυροποίησης και κατίσχυσης της δύναμης και της κοινωνικής δυναμικής του αστικού μπλοκ εξουσίας συνέβαλλαν ουσιαστικά στην αποκρυστάλλωση μίας νέας-μνημονιακής κοινωνικής κανονικότητας, υπό το περίβλημα ενός ιδιότυπου ‘αυταρχικού κρατισμού’. Σε αυτή την περίπτωση, είναι σημαντικό να ειπωθεί το ότι ο νέος μνημονιακός κανόνας ρύθμισης και οργάνωσης της κοινωνικής ολότητας και ζωής, έτεινε και προσομοίαζε στην αποκοπή και στην εξασθένηση (έως εκμηδένιση) της λαϊκής πολιτικής πάλης, ήτοι της αδυναμίας «έκφρασης» της στοχοθεσίας και των αιτημάτων του κόσμου της μισθωτής εργασίας στο πεδίο του κράτους.
Η συγκεκριμένη κανονιστική ιεράρχηση συμπυκνώθηκε σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πεδία: 1. στην κατίσχυση των πολιτικών λιτότητας και σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας (αναδιανομή πλούτου από ‘τα κάτω προς τα άνω), 2, στη διαδικασία της αυταρχικοποίησης του κράτους, και, 3, στην άρθρωση ενός ιδεολογικού λόγου φαινομενικά «ουδέτερου» και αδιαφοροποίητου: οι συγκεκριμένες πολιτικές είναι απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό της «απαρχαιωμένης» ελληνικής οικονομίας. Το Όχι στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη ανέδειξε αφενός μεν την διάσταση της ταξικής ψήφου (class vote), ουσιαστικά την υπόγεια λαϊκή-εργατική δυναμική, αφετέρου δε ανέδειξε και αποκρυστάλλωσε και τις (θεμελιώδους σημασίας για τη κατανόηση και ερμηνεία των εξελίξεων), διαιρετικές τομές της κρίσιμης και «κρισιακής» περιόδου. (Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο, ουσιαστικά λιτότητα-αντιλιτότητα, φιλοευρωπαϊσμός/αντιευρωπαϊσμός).
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και οι ευρύτερες προεκτάσεις του θα επηρεάσουν το πολιτικό οικοδόμημα, καθότι στο διακύβευμα και στο αποτέλεσμα του καταγράφονται η συγκεκριμένη κίνηση των κοινωνικών τάξεων, η πολιτική δράση και η ιδεολογική διαπάλη των πολιτικών κομμάτων, η άρθρωση και η συνάρθρωση κοινωνικών συμφερόντων, καθώς και η συνδικαλιστική δραστηριοποίηση και άρθρωση λόγου. Μία σαφής περιοδολόγηση της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης οδηγεί στην ταξική «γραμμή» του δημοψηφίσματος. Η πολλαπλότητα και η συχνή διακύμανση των κοινωνικών συμφερόντων και των εκπροσωπήσεων τους, μετεβλήθη σε μία σαφή κοινωνική-ταξική στοίχιση υπέρ του Όχι.
Όπως ανέφερε με εξαιρετική ακρίβεια ο Νίκος Πουλαντζάς: «Η πολιτική σκηνή, σαν ιδιαίτερος χώρος δράσης των πολιτικών κομμάτων, μετατοπίζεται συχνά σε σχέση με την πολιτική πρακτική και στο στίβο των ταξικών πολιτικών συμφερόντων που αντιπροσωπεύονται απ’ τα κόμματα στην πολιτική σκηνή: στο Μαρξ αυτή η διάσταση κατανοήθηκε, μέσο της προβληματικής της «αντιπροσώπευσης». Η ακριβής οροθέτηση της πολιτικής σκηνής, που αποτελεί το χώρο της δεύτερης περιοδικότητας, έχει πολλές συνέπειες».
Και ακριβώς αυτή η αναγκαιότητα μίας εκ νέου διαμόρφωσης της πολιτικής «σκηνής», η αναγκαιότητα άρθρωσης μίας συγκεκριμένης πολιτικής περιοδικότητας, (ανασυγκρότηση πολιτικών κομμάτων), έχει συνέπειες και προεκτάσεις στο πεδίο του κοινωνικού, τιθέμενη υπό το πρίσμα μίας διαλεκτικής σχέσης. Και εδώ υπεισέρχεται το κρίσιμο στοιχείο της σκέψης του Νίκου Πουλαντζά: η μετατόπιση της δράσης των πολιτικών κομμάτων και στο πεδίο των άμεσων ταξικών πολιτικών συμφερόντων ουσιαστικά εκφράζει την πολιτική και ιδεολογική λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, την πολλαπλότητα, την διακύμανση και την συνάρθρωση των κοινωνικών συμφερόντων που εκπροσωπούν, την κυβερνητική-κρατική εξουσία, την ίδια την διαλεκτική τους οριοθέτηση και διάχυση (ως ιδεολογικές «κατασκευές») στο πεδίο του κοινωνικού.
Ο βασικός στόχος γίνεται ο μετασχηματισμός των κοινωνικών συμφερόντων σε απτά υλικά πολιτικά συμφέροντα, ήτοι σε συγκεκριμένες «υλικές» πολιτικές που μεταβάλλουν την κίνηση των κοινωνικών τάξεων καθώς και τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης, ενώ επίσης στοχεύουν και στην επιδίωξη του κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού και δομικής μεταβολής των κοινωνικών σχέσεων και των παραγωγικών προτύπων.
Και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος συγκεκριμενοποιεί την μετατόπιση των πολιτικών κομμάτων στον «χώρο» της εκπροσώπησης των ταξικών πολιτικών συμφερόντων. Θεωρούμε πως στο στρατόπεδο του Ναι, αυτή η εκπροσώπηση υπήρξε μερική και πολιτικά αδύναμη (σε αντίθεση με ότι συνέβη στο στρατόπεδο του Όχι), επαναφέροντας στο προσκήνιο την αντίληψη του Μαρξ για την «προβληματική της αντιπροσώπευσης».