Ο εκ Γιαννακοχωρίου προερχόμενος ποιητής Ηλίας Τσέχος επικαλύπτει με το ποιητικό του έργο την ιστορική περίοδο που διανύουμε. Το χρονικό διάστημα 2011-2015 έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, με την πρώτη που έχει τίτλο ‘Ή σταγόνα ή ωκεανός,’ να εκδίδεται το 2011. Ακολούθησαν οι ‘Νόμοι Αφιερώσεων’ (2012), ‘Τα πλήθη του ενός’ (2013), και το ‘Αγριόχορτο στόμα’ (2015). Ο ιδιαίτερα ενεργός ποιητής διαυγάζει το ποιητικό του έργο στο βιωμένο ‘τώρα’, «ζητώντας» ουσιαστικά από τον ίδιο τον αναγνώστη να εγκιβωτίσει, στο ‘χώρο’ και στον ‘χρόνο’, την ποιητική του έκφραση και έκφανση. Και το κάθε ‘αυτόνομο’ ποίημα δύναται να εκφράσει ένα ολόκληρο νοηματικό ‘σύμπαν’ το οποίο ενσωματώνει ολικά μνήμες, στάσεις, την ίδια τη βιωμένη ιστορία του τόπου και του καιρού του.
Ο ποιητής μετουσιώνει ακριβώς αυτή την ιστορία, τη βιωμένη ιστορία, σε ποίηση, σε ‘κειμενικές’ λέξεις που θρυμματίζουν το οικοδόμημα των απλοϊκών αφηγήσεων, της ιστορικής λήθης που μετασχηματίζεται σε καθημερινή έξη, των «μεγάλων» πράξεων που ζητούν και απαιτούν τη «νομιμοποίηση» του καιρού τους. «Στα ύδατα της Στυγός ορκίζομαι Δεν είμαι μύθος ή 17 Νοέμβρη Νόμος οφθαλμών Πτωχός και άγαμος Οι χίλιοι ελληνικοί χοροί Ο Ηράκλειτος Οι στάβλοι του Αυγεία Δεν είμαι ύπατος μαντείων αλάθητος Η βολεμένη φάρα Στο παντελόνι τσάκιση ευτυχισμένης μάνας Στα ύδατα της Στυγός ορκίζομαι Δεν είμαι».
Πραγματικά, εδώ συντελείται η εμβάπτιση στα νάματα της ποίησης, της ποίησης που αίρει τις βεβαιότητες, αναγόμενη όχι στο απλό και στο «τυχαίο», αλλά στην πολλαπλότητα που συγκροτεί τον κοινωνικό βιόκοσμο. Η ποίηση μετατρέπεται σε βίωμα, σε καθημερινή παρουσία, σε ‘εργαλείο’ και τρόπο εξορκισμού της δυστοπίας που μας περιβάλλει. Ο ποιητής διαυγάζει το πάθος του διαμέσου της πολύσημης άρνησης, αντιστρέφοντας αριστοτεχνικά τους όρους πρόσληψης της ποιητικής του πράξης: ‘Δεν είναι΄ σταθερός, ο ποιητής του «ενός» και μοναδικού πλήθους αλλά ο ποιητής της διαρκούς ετερονομίας, ο ποιητής που παίζει με τους όρους της ανομοιογένειας και της άρσης μίας δεδομένης και δοσμένης «σιγουριάς».
Πέρα και πάνω από τις καθιερωμένες ποιητικές νόρμες, συγκροτείται διαρκώς ως υπαρκτή-γραπτή «πραγματικότητα» η «υπόγεια» ποίηση του Ηλία Τσέχου, η οποία ως άλλη «μήτρα γεννήσεως» περιλαμβάνει και παράγει συνάμα τις εγκλήσεις ενός άλλου ποιητικού κόσμου, αυθύπαρκτου και αυτονομημένου από ότι ορίζεται και προσδιορίζεται ως τέχνη του μέτρου και της εν πολλοίς «αυτιστικής ωραιοπάθειας». Κι εδώ ακριβώς ανακύπτει η ποιητική τέχνη του Ημαθιώτη ποιητή: η ποίηση του Ηλία Τσέχου, «διάφανη και αληθινή», αποτελεί το κατοπτρικό «είδωλο» μίας τέχνης που χαράζει και διαπερνά το «είναι» του ανθρώπου της κρίσης, για την ακρίβεια ενός συγκεκριμένου «ανθρωπολογικού» τύπου ο οποίος και «συγκροτείται» την ιστορική περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Οι τέσσερις τελευταίες ποιητικές συλλογές του Ηλία Τσέχου, ανατέμνοντας την κρίση και τις πολλαπλές της εκφάνσεις αποτελούν το αντεστραμμένο είδωλο της διαρκούς αμφισβητησιακής πρακτικής και δράσης.
Η ποίηση ως κατεξοχήν «κοινωνική» απόπειρα ερμηνείας του όλου δεν προκύπτει εν κενώ. Αντιθέτως αποτελεί «προείκασμα», δομικό-γραπτό στοιχείο επανερμηνείας του πεδίου του κοινωνικού, ‘εργαλείο’ μίας περαιτέρω γείωσης της αμφισβητησιακής-συγκρουσιακής πρακτικής. Για να υπεισέλθουμε και στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, θα αναφέραμε (παραπέμποντας στον Λουί Αλτουσέρ), πως οι τέσσερις «κρισιακές» ποιητικές συλλογές του Ηλίας Τσέχου συγκροτούμενες σε ολότητα, αποτελούν μία «δομή με ορίζουσα». Σε αυτή την περίπτωση, η ίδια η ποιητική δομή (το ποιητικό του γίγνεσθαι), είναι το κομβικό και δεσπόζον σημαίνον της παρέμβασης του ποιητή, το οποίο ακριβώς ορίζει τα πολλαπλά σημαινόμενα (πεδία) της παρέμβασης και του σκεπτικού του.
Η ποιητική δομή συγκροτείται με ορίζουσα το εύρος της ποιητικής-κοινωνικής του παρέμβασης, την ανασημασιοδότηση της όλης ποιητικής του παρουσίας και πορείας, την ανάδυση της κοινωνικής ετερότητας και πολλαπλότητας, την διάδραση και ώσμωση με ότι δύναται να νοηθεί και να μετουσιωθεί σε ποίηση. Οι ποιητικές συλλογές του Ηλία Τσέχου, από την ‘Ή σταγόνα ή ωκεανός’ μέχρι και το ‘Αγριόχορτο Στόμα’ προσδιορίζονται ως ποιητική «δομή με ορίζουσα» που προκύπτει από τα βιώματα και τις αγωνίες του ποιητή. Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της «ορίζουσας» προσλαμβάνει μία διφυή διάσταση: από τη μία πλευρά νοείται ως «ταυτολογική συγκρότηση», η οποία προκύπτει και παραπέμπει στις προσλαμβάνουσες του ποιητή, στις διάφορες και διάσπαρτες επιρροές του, εν τέλει στη διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση του ποιητικού του ‘σύμπαντος’.
Από την άλλη πλευρά, γίνεται αντιληπτή ως το εύρος της ποιητικής παρέμβασης του ποιητή την τρέχουσα ιστορική περίοδο. Έτσι, η «ορίζουσα» συνθέτει τη μεγάλη εικόνα, υποστασιοποιεί τα «θέλω» του ποιητή, κατηγοριοποιεί τη μνήμη και τα βιώματα, καταδεικνύει τις εγκάρσιες τομές που προκαλεί στο «σώμα» της τέχνης. Ακόμη και η μακρόχρονη «σιωπή» του ποιητή Ηλία Τσέχου, διεκδικεί, με τον δικό της τρόπο και τους δικούς της όρους την εγκιβώτιση και «εδαφοποίηση» της στο ποιητικό του έργο. Η ποίηση του Ηλία Τσέχου αποτελεί μία διαρκή και κοινωνική αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος «συγκροτεί» βήμα-βήμα την πορεία του εντός της «χωροχρονικής μήτρας», «παλεύει» με τους γενέθλιους μύθους του, «ξορκίζει» τους δαίμονες του. Πραγματικά, η συγκεκριμένη επιτελεστική κοινωνική αναπαράσταση της ποίηση του σχετίζεται με τις αναγκαιότητες, τα θέλω και τα πάθη του παλλόμενου συλλογικού πλήθους (multitude).
«Οι Καρπαθιώτες χορεύουν ασταμάτητα Σα μεθυσμένα τοπία Βωμός «ζερβός» χορός Κλείνει ανοίγει το σώμα του καθώς βεντάλια Νυμφεύοντας ευθύς όλες τις Καρπαθιώτισσες Έμνοστες Ανοιχτοαγκαλούσες Και η Μαρία; Αυτή η θαλασσωμένη λιγνή ποίηση Με λαϊκά κεντήματα Φούρνους ευωδιαστούς στην ποδιά; «Να αγαπάς όταν καταφτάνει Να αποσύρεσαι πριν προφτάσει…» Θυμάμαι από την Κάρπαθο -Ο ταχυδρόμοοοος…».
Εδώ ακριβώς προκύπτει το νόημα της ποίησης του Ηλία Τσέχου. Για την Μαρία και από τη Μαρία προσλαμβάνει τις Μαρίες όλου του κόσμου, «φέρνοντας» έναν αέρα ανανέωσης και αναζωογόνησης του ποιητικού πράττειν. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο χορός των Καρπαθιωτών εκφράζει το παρόν, το διαρκές τώρα που διεκδικεί την αναπαράσταση του στο μέλλον. Ο ποιητής δεν φείδεται τρόπων και μεθόδων: αρθρώνει την ποίηση στους ρυθμούς ενός «τρελού» χορού, τη συγκροτεί σαν δεσπόζουσα παρέμβαση, την ανάγει στη Μαρία της πρωτεϊκής και πρωταρχικής ύπαρξης. Εδώ το βιωμένο πεδίο γίνεται ο χορός που εμφιλοχωρεί στο «σώμα» της ποίησης. Έτσι ακριβώς θέλει ο ποιητής την ποίηση: «ανοιχτοαγκαλούσα», φέρουσα πράξεις, πραγματολογικό πεδίο μίας βαθιάς υποκειμενοποίησης η οποία και ενέχει τις θεσμίσεις της κοινωνικής συγχρονίας. Ο «ταχυδρόμος» είναι εδώ και μας φωνάζει. Η πρώτη ύλη του έργου του Ηλία Τσέχου είναι η υπενθύμιση της στιγμής και των αναγκαιοτήτων.
Διεκδικώντας τις ‘δάφνες’ μίας πραγματολογκής ποιητικής γραμματείας της ευρύτερης «κρισιακής» περιόδου, ο Ηλίας Τσέχος δεσπόζει στο χώρο της υφέρπουσας πράξης του ανθρώπου και του συλλογικού υποκειμένου της κρίσης. «Στο βουνό Ιούλιος Άγνωστο αν καταλήξω ποίημα Αν κλάψω πριν αγαπηθώ Όσο δε γράφω ανεμίζομαι Πλέω αναστατωμένα Αφορούντα Χώρισα την Πειθώ Άνοιξα τα μπουμπούκια Στη χήρα θάλασσα Επείγοντα μετάλλια Εις στους ιχθείς Που αν ζωή δε μετανιώσεις Για όσα σήμερα συμβαίνουν Ματαιώνεσαι».
Η ποιητική συλλογή ‘Τα πλήθη του ενός’ ανασημασιοδοτούν την έγκληση του ενός, συναιρόντας το ειδικό με το γενικό, το ποιητικό μικροεπίπεδο με το κοινωνικό μακροεπίπεδο. Το πλήθος ως αυθύπαρκτη «κατασκευή» και ολότητα διαπερνά τις διαχωριστικές γραμμές και συμβάσεις, γινόμενο το (τα) ‘πλήθη του ενός’, ήτοι του ποιητή που αναιρεί και αναιρείται, του ποιητή που τέμνει την μοναδικότητα χάριν μίας πληθυντικής σήμανσης και εκφοράς. Η ποίηση του «δρόμου» καμώνεται από το μέταλλο των πολλών, προϋποθέτει την επαφή, την ώσμωση, την ίδια την ταυτοτική συγκρότηση του πλήθους. Το πλήθος μέσα στο έναν, και ο ένας μέσα στο πλήθος. Αυτή είναι η ανάγκη, η «ανάσα», η ευρύτερη και η ειδική παρουσία της ποίησης του Ηλία Τσέχου, που γνωρίζει ότι τα «πλήθη» είναι η «πληθυντική» ποίηση, η ποίηση που απευθύνεται στης «γης τους κολασμένους». Η συγκρότηση της ποίησης ως οργανωμένης «πράξης» συγκροτεί μία δομή ενεργούς σήμανσης και έκφανσης η οποία και καταρρίπτει τους παγιωμένους μύθους της αέναης σταθερότητας. Αυτού του είδους η ποίηση «ανατρέπει» το καθεστώς άχρονης λήθης και των σημάνσεων του τρέχοντος «κρισιακού» κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι. Ακόμη αίρει τη διάκριση βάση-εποικοδόμημα, θέτοντας στο ενδιάμεσο πεδίο το συλλογικό (λαϊκό-εργατικό) «πλήθος» ως οντολογία ύπαρξης και ως ιστορική-ποιητική «παραδοξότητα», ακριβώς διότι το «παράδοξο» της ποίησης είναι το «παράδοξο» και αστάθμητο της κοινωνικής-πολιτικής ανατροπής. Η ποίηση του Ηλία Τσέχου ενέχει ένα διάχυτο ιστορικό «βάθος», μία ιστορικότητα της σύμφυσης «χώρου» και «χρόνου». Η δομή είναι εδώ.
«Οι τάφοι ταχυδρόμοι Μεθυσμένα δρόμια Έρημες απολαύσεις Ξερόκωλες θυρίδες Απ’ την πλατεία Νάουσας -Ανάπηρη θα πεις- Ευνούχα αφοπλισμένη Έξι χιλιόμετρα Από τον τάφο της πλατείας Γιαννακοχωρίου Ένα κερί σε μπόι Ανάβομαι να λιώσεις Να φωτιστείς Απ’ το κουφάρι μου Κρίμα που λίγο στάζω Υγραίνοντας Οπίσθια σας Στοιχειοθετημένα». Αυτή είναι η ποιητική κατακλείδα: «Οι τάφοι ταχυδρόμοι Μεθυσμένα δρόμια» μίας ποίησης που «στάζει» ανθρωπισμό όσο και τραχύτητα, μία «άγρια» ποιητική πράξη ενός «άγριου» στόματος που δεν συμβιβάζεται με ότι θεωρούν και ορίζουν ως παρόν χρόνο.
Στο Γιαννακοχώρι «φύεται» μία ποίηση που κανονικοποιεί τα πάθη του φθαρτού σώματος, συγκροτώντας και συναιρόντας, διαμέσου του ‘ενός’ τα πολλά σώματα του «άγριου» και διαμεσολαβημένου βίου. Το ‘Αγριόχορτο στόμα’ μετατοπίζει τις δομικές ορίζουσες της σύνολης ποίησης του Ηλία Τσέχου προς την κατεύθυνση της συμπερίληψης της αέναης και άφθαρτης ουσίας: η ποίηση του τότε και η ποίηση του τώρα. Το ένα του χρόνου και το δύο της ρηξιακής πράξης. Αυτού του είδους η ποίηση διατρέχει γρήγορα και βιαστικά, με μια ανάσα τους δρόμους που διάβηκαν και θα διαβούν οι άνθρωποι που θα μεταβάλλουν τον «καιρό».
Το ‘Αγριόχορτο στόμα’ είναι το στόμα που κλαίει και γελά, που συγκροτεί παραδοξότητες και αντιφατικότητες διαμέσου της ποίησης. Το στόμα που επικοινωνεί με το «σώμα» της ποίησης, σώμα έμφορτο με την «πράξη» του αγγίγματος που αμφισβητεί και «καταργεί» τις όψεις του «εμπορευματικού σώματος».
Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή που φέρει τον εύγλωττο τίτλο ‘Αγριόχορτο Στόμα’ ορίζει τον «άγριο» καιρό μας, τον πολύσημο χρόνο του τώρα, ποίημα και ποίηση μίας εποχής που προβάλλει ως κανονικότητα «αγριάδας».
Ο Ηλίας Τσέχος αναδεικνύεται σε ποιητή της εποχής του, ποιητής των ανθρώπων που βαδίζουν με μία «σιωπηρή» και υφέρπουσα περηφάνια, πέρα και πάνω από τον ποσοτικοποιημένο οικονομισμό. Με τα λόγια του Τάσου Λειβαδίτη: «Τα δέντρα είναι τ’ αναλόγια που τα πουλιά ακουμπάνε τα φλύαρα αναγνώσματα τους οι δρόμοι προς την ηδονή τη νύχτα χάνονται στο άπειρο – ως ας μην ξαναγυρίζαμε αλλά το πρωί βγάζω το καπέλο μου στην καθημερινότητα που ξαναγράφει απ’ την αρχή την Ιλιάδα».
Η ιστορία είναι εδώ, γραμμένη από τους ποιητές, από τον ποιητή της πληθυντικής «μονάδας». Άλλοτε σαν μικρή σταγόνα και άλλοτε σαν ορμητικός ωκεανός ο Ηλίας Τσέχος δεν παύει να δείχνει ότι η ίδια η ιστορία (από τα κάτω προς τα άνω) περιέχεται στην ποίηση.