Είναι γεγονός πως και ο ‘χώρος’ της τοπικής αυτοδιοίκησης έχει υποστεί δομικές μεταβολές μετά το «ξέσπασμα» της κεφαλαιοκρατικής κρίσης. Και είναι γεγονός πως ακριβώς οι δομικές μεταβολές που έχουν επέλθει στο επίπεδο της τοπικής αντιπροσώπευσης-συνάρθρωσης συμφερόντων δεν έχουν συγκεντρώσει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον. Το σημείο τομής για την τύποις «κρισιακή» τοπική αυτοδιοίκηση προκύπτει το 2010, όταν η τότε κυβέρνηση του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), αποφάσισε να προχωρήσει στην αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση που έγινε γνωστή με την κωδική ονομασία «Καλλικράτης». Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση ορίζεται και προσδιορίζεται από το εξής «χωρικό μέτρο»: από το μέτρο της διοικητικής-περιφερειακής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης δομών και υπηρεσιών.
Ο «Καλλικράτης» κανονικοποίησε θεσμικά τη συγκεκριμένη συγκεντροποίηση, διαμορφώνοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωσης μίας ευρείας «χωρικής υπερμονάδας», η οποία και προκύπτει διαμέσου της άρσης ενός προσίδιου διοικητικού κατακερματισμού. Οι έκτακτες συνθήκες διαχείρισης της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης συγκροτούν ένα «νέο» και «κρισιακό» αυτοδιοικητικό μοντέλο χάραξης και εφαρμογής τοπικών πολιτικών. Πραγματικά, η ως άνω διοικητική συγκεντροποίηση αποτέλεσε και αποτελεί «μορφή» μίας τυπικής όσο και ουσιαστικής κανονάρχησης και πειθάρχησης με τις κρατικές-μνημονιακές νόρμες.
Ως εκ τούτου, δεν συγκροτείται και δεν προκύπτει μία σχετική «αυτονομία του διοικητικού» αλλά μία σύνδεση ή καλύτερα μία ενσωμάτωση της «χωρικής υπερμονάδας» και των επιμέρους μερών της στο πλαίσιο της κρατικά εφαρμοσμένης πολιτικής: πλέον, οι πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας και προσαρμογής (οικονομική-ποσοτική λιτότητα) , διαχέονται και εξορθολογίζονται από τα «άνω προς τα κάτω», προσδίδοντας στην περιφερειακή και δημοτική διοίκηση τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού περαιτέρω «κλαδικοποίησης» και «τοπικοποίησης» των πολιτικών λιτότητας και περικοπής δημόσιων δαπανών.
Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της θέσης του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού εντός του ευρωπαϊκού (αλλά και παγκόσμιου) καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας επιβάλλει την άρθρωση και συνάρθρωση κοινωνικών συμφερόντων (και στόχων) στο πεδίο μίας δοθείσης «υλικότητας του δημοτικού-περιφερειακού εδάφους». Σε αυτή την περίπτωση, στο πλαίσιο μίας κυκλικής μετατόπισης συμφερόντων, η προσπάθεια εναρμονισμού και μετουσίωσης του εκκινεί από το «έδαφος» της τοπικής μικροκλίμακας-μικροεξουσίας.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως ήδη οι μεγάλοι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας λειτουργούν ήδη ως «πειραματικές» οικονομικές «ζώνες», ‘χώροι’ εναρμόνισης συμφερόντων (interest aggregation), συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών που φέρουν το πρόσημο μερίδων του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας και ταυτόχρονης πηδαλιούχησης και άρθρωσης μίας «σταθερής» κεφαλαιακής συσσώρευσης η οποία έγκειται στην πραγματοποίηση επενδύσεων που ελαχιστοποιούν την πιθανότητα ύπαρξης ‘απωλειών’.
Αυτοί οι διαρθρωμένοι μηχανισμοί είναι διάσπαρτοι από «κυψέλες» οι οποίες ακριβώς επιτρέπουν την αναγωγή των αστικών συμφερόντων στο πεδίο του άμεσου πολιτικού επικαθορισμού και υπερπροσδιορισμού που προσλαμβάνει τις όψεις όχι μίας άμεσης εισόδου στον «στίβο» της πολιτικής αλλά τις όψεις μίας κανονάρχησης και πηδαλιούχησης υπό το εύρος και το πλαίσιο των συγκεκριμένων συμφερόντων. Αναφέρει ο Νίκος Πουλαντζάς: «Πραγματικά, ο χαρακτήρας μιας κοινωνικής ομάδας σαν διακρινόμενης τάξης ή αυτόνομης μερίδας έχει πολύ σημαντικές συνέπειες σε ότι αφορά, από τη μια μεριά, το ρόλο αυτής της τάξης σαν κοινωνικής δύναμης μέσα στη συγκυρία, κι από την άλλη το ρόλο της στη «διακηρυγμένη δράση» των κοινωνικών δυνάμεων, και που δεν ταυτίζεται με την πολιτική πρακτική των τάξεων. Για να το πούμε αλλιώς, η παρουσία μιας τάξης μέσο των «κατάλληλων αποτελεσμάτων» στο επίπεδο της πολιτικής πάλης έχει συνέπειες πάνω στον τρόπο εκπροσώπησης της στην «πολιτική σκηνή», στα χαρακτηριστικά της «διακηρυγμένης δράσης» της, στη συγκρότηση των συμμαχιών, κτλ».
Αυτή η διάσταση είναι εξόχως σημαντική αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον ρόλο και την εισπήδηση των κοινωνικών τάξεων στο πεδίο της τοπικής μικροεξουσίας. Η ύπαρξη των περίφημων «κατάλληλων αποτελεσμάτων» στο πεδίο της πολιτικής πάλης ισοδυναμεί με τον τρόπο και τη «δυνατότητα» άρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων. Κι είναι ακριβώς η επίτευξη των «κατάλληλων αποτελεσμάτων» που μεταβάλλει το πεδίο της δρώσας τοπικής-περιφερειακής διοίκησης.
Η εκ νέου εισπήδηση της άρχοντος κοινωνικού μπλοκ και μερίδων του σε αυτό το πεδίο δράσης και στοίχισης συμφερόντων, η «διακηρυγμένη δράση» τους ήτοι η ίδια η πρωτεϊκή μετατόπιση συμφερόντων προς το πεδίο της τοπικής διοίκησης πέρα και πάνω από κομματικές διαθλάσεις, μετασχηματίζουν το πλαίσιο της κατηγοριοποίησης τους ως κοινωνικών δυνάμεων-συσσωματώσεων, συγκροτώντας αφενός μεν ένα υφέρπον πεδίο ταξικής πολιτικής πάλης στο οποίο και δύνανται να εισχωρήσουν οι λαϊκές-κυριαρχούμενες τάξεις, αφετέρου δε χαράσσοντας τα όρια της συγκεκριμένης «διακηρυγμένης δράσης» προς την κατεύθυνση «διαπλάτυνσης» της τοπικής διοίκησης και αναγωγής της στο κρατικό-καθολικό.
Η διαμόρφωση των κοινωνικών τάξεων ως «σχέσεων» προς, από και μέσω της τοπικής διοίκησης αποτελεί προϋπόθεση πρόσληψης της τοπικής διοίκησης ως πεδίου ταξικής πολιτικής πάλης ή αλλιώς, ως πεδίου κατευνασμού, άμβλυνσης ή όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Τα «κατάλληλα αποτελέσματα» μεταβάλλουν το ίδιο το πλέγμα της κοινωνικής αντιπροσώπευσης, τη «συγκρότηση των συμμαχιών», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Πουλαντζάς, καθότι ο δήμος και η περιφέρεια δεν μετουσιώνονται ως «ουδέτερες οντότητες», αλλά ως μηχανισμοί επισφράγισης της «νέας» μορφής που προσλαμβάνουν οι τοπικές κοινωνικές συμμαχίες.
Σε αυτό το πλαίσιο κρισιακής εκφοράς και δράσης, οι τοπικές κοινωνικές συμμαχίες συγκροτούνται όχι στη βάση μίας άμεσης κομματικής στοίχισης η οποία απλώς μεταφέρει στο τοπικό πεδίο (απλοϊκά και ευθύγραμμα), τις στοιχίσεις της κεντρικής πολιτικής «σκηνής», αλλά πάνω στη βάση των εγκάρσιων τομών και ρήξεων που διανοίγει το μνημονιακό καθεστώς συσσώρευσης. Έτσι, οι κομματικές στοιχίσεις αίρονται και ανασυγκροτούνται πολλαπλά και κοινωνικά, πάνω στο έδαφος ενός περιεχομενικού πλαισίου που κινείται πέρα και πάνω από την ευθυγράμμιση ως δεσμό.
Οι τοπικές και «κρισιακές» κοινωνικές συμμαχίες αποτελούν προϊόν μίας «νέας τροπικότητας» συσσώρευσης, η οποία διαμεσολαβεί την ικανότητα αξιοποίησης και εκμετάλλευσης κοινοτικών-ευρωπαϊκών κονδυλίων (ΕΣΠΑ-Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς), τις ποικιλώνυμες συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας γης και περιουσίας, την ίδια τη δυνατότητα και ικανότητα μεταβολής και επηρεασμού της ζωής στο τοπικό επίπεδο.
Οι «κρισιακές» τοπικές κοινωνικές συμμαχίες δίνουν το εύρος της δράσης και της δραστηριοποίησης κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων. Στη βάση τους φέρουν το πρόσημο εκείνο που μετασχηματίζει τα συμφέροντα, στην, κατά τον Νίκο Πουλαντζά, «διακηρυγμένη δράση». Το αστικό πρόσημο που σχηματοποιείται στο εσωτερικό διευρυμένων κοινωνικών συμμαχιών, διαμορφώνει τους όρους για την επιδίωξη εγκαθίδρυσης τοπικών «καθεστώτων κεφαλαιακής συσσώρευσης», (απόσπαση κέρδους) μέσω και δια της εκμετάλλευσης των οικονομικών δυνατοτήτων που διανοίγονται (ιδιωτικοποιήσεις, συμβάσεις παραχώρησης, μερική απασχόληση εργαζομένων).
Όμως τίποτα δεν είναι απλοϊκό και ευθύγραμμο. Η κατά τον Νίκο Πουλαντζά «διακηρυγμένη δράση», αφορά και το πεδίο δράσης του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων και στο χώρο της τοπικής διοίκησης, το οποίο δύναται να προσλάβει μορφές και χαρακτηριστικά «εμπροσθοβαρούς» ταξικής πολιτικής πάλης. Είναι μείζον για τα λαϊκά-εργατικά στρώματα η διάνοιξη «ποιοτικών» ρωγμών, ή η εμβάθυνση όσων ήδη ενυπάρχουν. Η μαρξιστική πολιτική σκέψη και δράση οφείλει να «σκύψει» πάνω από τις νέες μορφές κεφαλαιακής συσσώρευσης, πάνω στην αγκίστρωση στη «δομή του διοικητικού» ως τρόπου απόσπασης κέρδους για εκείνο το κοινωνικό μπλοκ που έχει ενισχυθεί από μία συγκεκριμένη κυβερνητική-κρατική διαχείριση της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης. Το διοικητικό υπόδειγμα, «πλούσιο» και αντιφατικό, δύναται να μεταβληθεί ως αποτέλεσμα της δράσης των ‘από κάτω’.