Ο Τσέχος δεν γράφει για να «στρογγυλέψει», να αμβλύνει τις γωνίες, δεν γράφει για να «Συγχωρηθεί ο/ Θάνατος», ούτε για να «ομορφαίνουν/ Χεσμένα όνειρα». Αντιμάχεται την κλεισούρα και τη μούχλα, προτείνοντας την αναζήτηση και την περιπέτεια, σε βάρος της σίγουρης φωλιάς. «Οι φωλιές είναι/ Θάνατοι γλυκείς», είναι φυλακές. Γι’ αυτό ο ποιητής παραμερίζει ακόμη και το λίκνο που τον φιλοξενεί σαν πολίτη: «Ελλάδα/ Κάμε τη δουλειά σου/ Μείνε μακριά μου»· κι όχι μόνο αυτό, παρά «Να μια ανάστροφη» στο πρόσωπο της φθοράς.
Πέρα από την πατρίδα Ελλάδα, που φέρεται να μοιάζει με μητριά πατρίδα, κατά τη διατύπωση του ποιητή Μιχάλη Γκανά, ο Τσέχος γενικότερα προσλαμβάνει επώδυνα τον κόσμο στο σύνολό του. Στην παρακμή του αντιδρά βίαια. «Ρίξτε σκουπίδια/ Βρομίστε// Λερώστε εικόνες/ Ρίξτε φόλες στα σκυλιά/ Στις γάτες/ Στις μάνες σας/ Να τρελαθείτε», σημειώνει ο ποιητής, καταδεικνύοντας τις ακρότητες, την απουσία ορίων, την αυτοκαταστροφική ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στον πιστότερό του σύμμαχο και υποστύλωμα, την ίδια του τη μάνα. Ούτε ο ερωτικός σύντροφος αποτελεί λιμάνι για τις αντιξοότητες, αφού συνδέεται με γκρίνιες και μνήμες επίπονες και πικρές, οι οποίες γκρεμίζονται εντέλει μέσα στις φωτογραφίες που τις στεγάζουν.
Σ’ αυτό το σύμπαν, όπου ο ενικός ταυτίζεται με τη μοναξιά κι ο πληθυντικός με την αποξένωση μέσα στο πιο πολύβουο πλήθος, δεν χωρούν οι συμπλεύσεις, οι προσθέσεις, παρά ορθώνονται οι αφαιρέσεις. Καθώς ο σύγχρονος πολιτισμός παρουσιάζεται εξορισμένος σε μια Μακρόνησο σαν πολιτικός μα και συναισθηματικός κρατούμενος, ο Τσέχος επιστρατεύει μια ιδιαίτερη μεταχείριση της γλώσσας, των γραμματικών και των συντακτικών δομών της, για να αποδομήσει μαζί τους τις κακίες. Απέναντι στα οπλοστάσια, την υποκρισία, τα άδεια βιβλιάρια τραπέζης, απέναντι σε μια «Ζωή προσβεβλημένη», που επιτρέπει στα όνειρα να υπάρχουν μόνο στους καναπέδες και τροφοδοτεί τη γιγάντωση της παρακμής, ο ποιητής διεκδικεί το δικαίωμά του να επιτίθεται στην εν λόγω παρακμή και να τη βλάπτει, κατακερματίζοντας με τη συνδρομή της γλώσσας τις συμβάσεις της.
«Και δόξας τα τράνταγμα»· «Βαθιά η ποίηση μας κοροϊδά»· «Υγροποιώντας τα λίπασμα». Συνεκφέροντας τον πληθυντικό με τον ενικό αριθμό, συνταιριάζοντας άρθρα στον πληθυντικό με ουσιαστικά στον ενικό ή τοποθετώντας σε ρήματα καταλήξεις που ανήκουν σε διαφορετικές ρηματικές ομάδες, ο Τσέχος τόσο αποδομεί, όπως σημειώθηκε νωρίτερα, όσο όμως και δομεί, μέσω συνδυασμών που παντρεύουν τον ενικό με τον πληθυντικό αριθμό ή γενικότερα τις γραμματικές δομές. Προτείνει, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη τακτική μία γεφύρωση των μοναχικών πλασμάτων, τα οποία νωρίτερα παρουσιάστηκαν ως αποξενωμένα μεταξύ τους, ως κοινωνικά αποκομμένα. Παράλληλα, μεταχειριζόμενος τη γλώσσα με διατυπώσεις καταιγιστικές, βομβαρδίζει με πληροφορίες οι οποίες, παρά τον νοηματικό τους πλούτο, διατυπώνονται αφαιρετικά. Έτσι κατορθώνει την καταγραφή των επιθυμητών προς δήλωση διαθέσεων με τρόπο ευθύβολο και διαγραμματικό, αλλά συνάμα σαφή.
Οι χειμαρρώδεις καταγραφές του Τσέχου, ακόμη κι όταν ασκούν έντονη κριτική, καταφάσκουν στη ζωή διεκδικώντας την υγιή. Γι’ αυτό ο χείμαρρος του ποιητή συνιστά «Κατάφαση πλημμύρα». Η κατάφαση αφορά τον ουρανό, τις αστροφεγγιές, την προσωπική συγκίνηση αλλά και τη συνύπαρξη. Συναισθήματα που αναβλύζουν από την καρδιά ευωδιάζουν στα ευαίσθητα ποιήματα του Τσέχου για τη μάνα. Τα αδερφικά, πάλι, συναισθήματα για τους ξεριζωμένους του Πόντου μεταδίδουν συγκίνηση, η οποία κατορθώνεται από τον ποιητή χωρίς εκείνος να μεταχειρίζεται ούτε μία λέξη δηλωτική συναισθήματος. Αντίθετα, η συγκίνηση μεταδίδεται με την προσφυγή στα συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα, στις νοσταλγικές αναμνήσεις, στους αριθμούς της συμφοράς, στην πατρογονική ντοπιολαλιά του ποντιακού ιδιώματος.
Από το οπλοστάσιο του ποιητή δεν απουσιάζει το παίγνιο, το οποίο ενεργοποιείται χάρη στις ειρωνικές παραποιήσεις, τον κυνισμό, το χοντροκομμένο σχόλιο ή έναν συνειρμό του συρμού, κι αποδίδει τα αποτελέσματά του σε ποιήματα όπως το «Φόνοι λαϊκών τραγουδιών». Με στίχους περιπαιχτικούς, καθώς ο «Σαν πας στην Καλαμάτα Μάνη μάνι money» ή ο «Ιτιά, ιτιά ΔουΝουΤιασμένη», ο Τσέχος απελευθερώνει τη φαντασία του για να συνδεθεί με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και να τη σχολιάσει υποδόρια και σκωπτικά, αποθεώνοντας μιαν αλανιάρα συνειρμική λειτουργία.
Γνώστης της δημοσιογραφίας, του κινηματογράφου και του χορού, ο Τσέχος αξιοποιεί όλες τις βιοποριστικές και καλλιτεχνικές του εμπειρίες για να συνθέσει την ποίησή του. Απαλός και τραχύς ταυτόχρονα, ο ποιητής εκστομίζει τη φωνή του με την παράλληλη ευλυγισία του χλωρού χόρτου, μα και την αγριότητα που συνεπάγεται το απαιτητικό του φύτρωμα σε άνυδρα λιβάδια. Στην παράλληλη επιτυχημένη δήλωση της αγριάδας και της ευκαμψίας, ο τίτλος της συλλογής δικαιώνεται.
Ηλίας Τσέχος, «Αγριόχορτο στόμα», εκδ. Ενδυμίων, Αθήνα 2015, σελ. 60.
΄
ΜΑΝΑ ΟΔΗΓÁ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Πέρασα από τη μάνα
Δεν έχει πεθάνει
Μέσα στο χώμα
Πλέκει τους καημούς
Τα βάσανα
«Ποτέ δεν λιγόστεψες το λάδι μου»
Λέει χαμογελώντας
Στα μάτια με κοιτά βαθιά
Που πάλι σκοτεινιάζουν
Της παίρνω το μαντίλι
Μην καεί απ’ το κερί
Καεί και το ανθοδοχείο
Σπάσουν στάχτες
Και με λούσει
ΑΙΓΑΓΡΟΣ ΔΙΑΥΓΕΙΑ
Ενικός πανικός
Πληθυντικός μονάχος
Αν κλέβω ουρανό
Μπόρες του κλέβω
Κορυφοτεθλασμένες
Αν αφαιρώ αθροίσματα
Προσθέτω
Αστροφεγγιές
Ερήμην
Θέλω τη συγκίνηση
.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 428, 1/12/2015.