Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της Έλενας Χουσνή που αποτελεί ένα αστυνομικό αφήγημα ενταγμένο στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που κυριαρχεί ως φόντο αλλά και ως κινητήριος μοχλός της δράσης των ηρώων.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Πώς συνδέεται η δολοφονία της κόρης ενός επιχειρηματία με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη; Πίσω από τους στίχους κρύβεται η προσπάθεια αποτίναξης μιας εθνικής μάστιγας μέσα από κωδικοποιημένα μηνύματα, που τρεις άνθρωποι καλούνται να ανακαλύψουν τι σημαίνουν. Ενεχυροδανειστήρια που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια την εποχή της κρίσης, επιχειρήσεις που μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό, σκοτεινά μυστικά μιας οικογένειας που κινεί τα νήματα του πλούτου... Ένας μυστηριώδης συλλέκτης γραμματοσήμων "υπογράφει" δύο εγκλήματα ως ανταπόδοση σε ένα μεγαλύτερο, εθνικό. Τα κομμάτια σιγά σιγά βρίσκουν τον συνεκτικό τους ιστό αποκαλύπτοντας στο μεταξύ υπόγειες διαδρομές ενοχής, παραπλάνησης, εκμετάλλευσης και προσωπικών τραγωδιών...
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Γιάννης Πανούσης:
«Πάντοτε πίστευα πως μέσα σ’ ένα έγκλημα κρύβεται ένα άλλο, ένας γνωστός φόνος μπορεί να συγκαλύπτει πολλούς επιμέρους άγνωστους θανάτους. Σπάνια τ’ ανθρώπινα πάθη είναι μονοδιάστατα. Πολιτικό έγκλημα, έγκλημα μίσους, κρατικό έγκλημα. Σαν τις ρώσικες μπάμπουσκες ο κάθε ένοχος καταχωνιάζει το μυστικό του μέσα στα μυστικά των άλλων (ένοχων ή και αθώων) ή και μέσα σε σκοτεινές ιστορικές περιόδους, με συνέπεια συχνά να χάνεται –στον χρόνο και στην πολυπλοκότητα– ο μίτος της αλήθειας, το δίκιο και το άδικο, το ηθικό και το ανήθικο. Το ίδιο ισχύει –τηρουμένων των αναλογιών– με την Έλενα Χουσνή και τα μυθιστορήματά της. Μία σεμνή παιδαγωγός, με ποιητική φλέβα, δεν άφηνε να βγει στο φως η εγκληματολογική συγγραφική δημιουργική της φαντασία. Τώρα όμως, με το νέο «ποιητικο-πολιτικό» της βιβλίο απελευθερώθηκε από τους πολλούς εαυτούς της και μας χάρισε ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής, έμπνευσης, σεφερικών ευαισθησιών και σαιξπηρικών παθών, εκδίκησης, διαφθοράς της εξουσίας, κι εντέλει προβληματισμού για τη σχετικότητα του Καλού και του Κακού (ή καλύτερα των καλών και των κακών ανθρώπων).
Λέανδρος Ρακιντζής:
Με το πρώτο βιβλίο της, «Στα Άδυτα των… δυτών» η Έλενα Χουσνή αποκάλυψε ένα σπουδαίο συγγραφικό ταλέντο στο αστυνομικό – πολιτικό μυθιστόρημα και στην παρουσίασή του στην Αθήνα της ευχήθηκα μια πετυχημένη συνέχεια. Με το νέο της βιβλίο, «Χρυσή Εκδίκηση», υπερέβαλλε τις προσδοκίες μας και με την πρωτοτυπία στην πλοκή του πέτυχε αυτό που είναι το όνειρο κάθε αστυνομικού συγγραφέα. Προσωπικά το απήλαυσα. Και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, όχι σαν ανάγνωσμα καλοκαιρινό, αλλά σαν βιβλίο που θα πάρει τη θέση του σαν κλασικό στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Και μπορώ ευθαρσώς ν` αναφωνήσω. Εγεννήθη παρ’ ημίν μια καινούρια μαιτρ του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο χάρη στα βιβλία της Έλενας αναγεννάται!
Έρη Ρίτσου
«…Η αστυνομική ιστορία έχει απ` όλα: έχει φόνους, έχει μυστήριο, έχει σκόρπια στοιχεία που σιγά – σιγά έρχονται στο φώς σαν ψηφίδες που πρέπει κανείς να βάλει στη σωστή θέση για ν` αρχίσει να φαίνεται η εικόνα. Έχει λανθασμένη ανάγνωση των στοιχείων που οδηγεί σε παρακάμψεις. Έχει, πάντα μέσα από τα στοιχεία που εμφανίζονται, μια σύνδεση του σήμερα με την ιστορία μας, μέσω των λογοτεχνικών αναφορών στην ποίηση του Σεφέρη αλλά και στην ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Έχει, τέλος, «anti-climax» αφού η επίκληση μεγάλων ιδανικών έχει στην αφετηρία της εντελώς προσωπικά κίνητρα. Στα πρότυπα της Άγκαθα Κρίστι η αποκάλυψη γίνεται (φυσικά στο τέλος), παρουσία σχεδόν όλων των χαρακτήρων που στον ένα ή στον άλλο βαθμό συναντήσαμε στη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου.
…Πρόκειται για μια εξαιρετικά δομημένη ιστορία μυστηρίου που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπου όλα όσα συναντάμε, ακόμα και οι επαναλήψεις, έχουν συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης και στόχο. Από αυτή την άποψη είναι η χαρά του λάτρη της αστυνομικής λογοτεχνίας.
….Θα έλεγα, λοιπόν, πως το βιβλίο τούτο έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Μπορεί να διαβαστεί σαν μια καλοστημένη αστυνομική ιστορία, όπου ο αναγνώστης βιάζεται συνεπαρμένος να «δει το παρακάτω». Μπορεί να διαβαστεί σαν πολιτικό μυθιστόρημα, σαν μια σπουδή πάνω στο χρήμα και στις διασυνδέσεις του. Μπορεί να διαβαστεί σαν μια προσπάθεια προσέγγισης και εξήγησης ανθρώπινων χαρακτήρων και πως αυτοί διαμορφώνονται μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνουν και διαβιούν. Με όποιο τρόπο κι αν το διαβάσετε, είμαι σίγουρη πως θα το απολαύσετε όπως το απόλαυσα κι εγώ».
Βίκυ Λεκάτη (από ομιλία παρουσίασης του βιβλίου):
«Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με σαφείς αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα και τα προβλήματα της. Οι αναφορές για την οικονομική κρίση και τις αλλαγές που αυτή έχει επιφέρει στη ζωή μας είναι διάσπαρτες μέσα στην αφήγηση. ..Πρόκειται για ένα βιβλίο που ενέχει μυστήριο, αγωνία, ρομαντισμό, αγάπη, συγκρούσεις, ίντριγκες, ανατροπές, ανθρώπινες τραγωδίες, και όλα αυτά δεμένα μέσα και γύρω από την ποίηση του Σεφέρη.
… Η Έλενα Χουσνή έχει το χάρισμα να σκιαγραφεί τόσο έντονα τους ήρωές της που είναι πραγματικά δύσκολο να μην τους συμπαθήσεις ή να μην τους αντιπαθήσεις. Ή να μην δημιουργήσεις προσδοκίες για το ρόλο και τη θέση του καθενός στην εξέλιξη της υπόθεσης. Ακόμα και οι δευτεραγωνιστές παρουσιάζονται ολοκληρωμένα και με ιδιαίτερη προσοχή. Χαρακτήρες ιδιαίτεροι αλλά τόσο αληθοφανείς. Ο κάθε ένας με δικά του ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά ούτε μια στιγμή δεν φαίνονται επιτηδευμένοι ή ψεύτικοι. Ο τρόπος που θα επιλέξει κάθε φορά να αφηγηθεί τα γεγονότα, οι προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις αλλά και οι παράπλευρες μικρές ιστορίες που ξετυλίγονται, φωτίζουν ολόπλευρα την προσωπικότητα των ηρώων.
Ερασμία Κρητικού (από ομιλία παρουσίασης του βιβλίου):
«…Η «Χρυσή Εκδίκηση» έχει μια μουσική κι έχει έναν ρυθμό. Είναι ένας γρήγορος ρυθμός, μια ρυθμική μελωδία, ένα σάουντρακ σασπενσιάρικης ταινίας Χίτσκοκ που παίζει στ` αυτιά σου όσο τα μάτια τρέχουν πάνω στο κείμενο με αγωνία, να φτάσουν στο τι γίνεται, στην αποκάλυψη στοιχείων και στα ίχνη του δολοφόνου. Μάλιστα o ρυθμός του εναλλάσσεται εμβόλιμα ανάμεσα στα κεφάλαια: ανάμεσα στην πλοκή της εξιχνίασης των φόνων απ’ την μια , κι απ την άλλη στα κεφάλαια της αφήγησης από τη σκοπιά του δράστη, τα οποία παρεμβάλλονται εναλλάξ στο βιβλίο.
…. Στην Ελλάδα το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει φανατικούς οπαδούς. Η «Χρυσή Εκδίκηση» είναι ένα νουάρ που διαβάζεται απνευστί, ιντριγκάρει, βάζει τη σκέψη του αναγνώστη σε κίνηση, όσο η συγγραφέας δίνει έντεχνα με το σταγονόμετρο τα κλειδιά για τη λύση του μυστηρίου. Εδώ όμως δεν έχουμε ένα κλασσικό αστυνομικό τύπου Πουαρό. Εδώ έχουμε χαρακτήρες που συμπαθούμε μέχρι να απογυμνωθούν και να δούμε την ασχήμια τους. Έχουμε αντιπαθητικούς που αποδεικνύονται ψυχούλες ή και ψυχάκηδες. Έχει κάτι από τους αγγελικά μοχθηρούς χαρακτήρες της Πατρίτσια Χάισμιθ που κάπου πλέον στα μισά της πλοκής δεν είσαι πια σίγουρος αν είναι οι καλοί ή οι κακοί τελικά της υπόθεσης. Έχει και κάτι από την δηκτική γλώσσα του Στιγκ Λάρσον ή του Μάνκελ που προανέφερα. Δημοσιογράφοι και οι ίδιοι, όπως υπήρξε και η Έλενα Χουσνή, με συνέπεια και καθήκον επαγγελματικό , φέρνουν στο φως σκάνδαλα, αποκαλύπτουν τη διαφθορά στη χώρα τους απ` όπου κι αν αυτή προέρχεται και σηκώνουν το χαλί κάτω απ το οποίο οι κυβερνήσεις, τα κατεστημένα και τα συμφέροντα σκουπίζουν τις βρωμιές τους. Στοιχεία που πραγματεύεται έντονα και εδώ η υπόθεση.
… Παρ` όλο που υφολογικά ανήκει στην κατηγορία των νουάρ , το έργο της Έλενας Χουσνή το διακατέχει μια αναπάντεχα λογοτεχνική γλώσσα για το είδος του που παίζει ανάμεσα στον χώρο: από τρυφερή ποιητικότητα που συγκινεί και συνεπαίρνει ως και στυγνή χειρουργική ψυχρότητα που σοκάρει. Οι πλούσιες αναφορές σε ιστορικά στοιχεία, στη λογοτεχνία και στην ποίηση της Ελλάδας, το διαφοροποιούν αρκούντως και σε πολλά σημεία από το είδος του – αυτό του αστυνομικού. Πέρα και πάνω από τα νουάρ χαρακτηριστικά του δηλαδή, χρησιμοποιεί μια πλούσια λεξιλογικά γλώσσα, γεμάτη εικόνες και συναισθήματα, με τις μεταφορές, τις δυνατές οπτικοακουστικές εικόνες, τις παρομοιώσεις, τις θέσεις και αντιθέσεις του.
… Διαβάζοντας το βιβλίο της είχα μονίμως την αίσθηση, πως πιάνει μια – μια τις λέξεις, τις περιεργάζεται, τις κοιτάζει κόντρα στο φως, σαν να είναι κρύσταλλοι, σαν να είναι διαμάντια, τις επιλέγει επιμελώς και τις τοποθετεί σαν χρυσοχόο στη σωστή θέση με ακρίβεια, τρυφερότητα και αφοσίωση».