Σε πολλές περιοχές του Πόντου έτσι και στην Περιφέρεια του Καρς οι Έλληνες μάθαιναν τα παιδιά από μικρή ηλικία να κρατάνε την νηστεία, εκτός από εκείνα που ακόμα θήλαζαν, που θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος των θρησκευτικών δογμάτων. Η νηστεία άρχιζε με το κρέμασμα από την στέγη, από την μάνα ή την γριά καλομάνα, της κουκάρας ή κουκαρά. Τον κουκαρά κατασκεύαζαν κρυφά από τα παιδιά. Ήταν ένα μεγάλο κρομμύδι ή τρανόν καρτόφ΄(πατάτα) στου οποίου τα πλευρά, στην μεγάλη διάμετρο της μέσης του, γύρω – γύρω κάρφωναν με ίσια διαστήματα μεταξύ τους εφτά φτερά κοσάρας - κότας (εφτά δηλαδή όσες οι εβδομάδες της Μ. Σαρακοστής). Χωρίς να το δουν τα μικρά παιδιά το έδεναν και το κρεμούσαν από το ταβάνι.Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό μέχρι να τελειώσουν όλα με το τελείωμα της νηστείας. Όταν τα παιδιά ρωτούσαν που είναι το φτερό που έλειπε, τότε τους απαντούσαν: επέθανεν είνας καλογρίτσα κ΄έρθεν επήρεν ατ!! ( πέθανε μια καλογριούλα κ΄ήρθε και το πήρε). Όταν εφτανε η στιγμή που θα έβγαινε και το τελευταίο φτερό έβγαζαν κρυφά το γυμνό κρεμμύδι ή την πατάτα και έλεγαν: ο κουκαράς έφυγεν και α έρται του χρόνου (ο κουκαράς έφυγε και θα έρθει του χρόνου).
Εκτός από το φοβέρισμα των μικρών παιδιών για την τήρηση της νηστείας, ο κουκαράς χρησίμευε και για να μετρούν εύκολα τις εβδομάδες της Σαρακοστής οι οποίες περνούσαν αρκετά δύσκολα!