Ενας από τους λόγους για τους οποίους ο 69χρονος αμερικανός σκηνοθέτης ένιωσε έλξη προς την ιστορία του δικηγόρου Τζιμ Ντόνοβαν με την οποία καταπιάστηκε στην τελευταία ταινία του, τη «Γέφυρα των κατασκόπων», ήταν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που την κάνουν πολυδιάστατη.
Η ιστορία της ταινίας τοποθετείται το 1957, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, μια εποχή διεξαγωγής ενός πολέμου πληροφοριών, όταν οι λέξεις και όχι τα πιστόλια ήταν τα κυρίαρχα όπλα. Ηταν μια δύσκολη εποχή, όχι μόνο για την Αμερική που έζησε τη χειρότερη μορφή προπαγάνδας, αντι-κομμουνιστικής και αντισημιτικής, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. Η σκακιέρα είχε παίκτες δύο υπερδυνάμεις, την Αμερική και τη Ρωσία, αλλά το παιχνίδι και από τις δύο πλευρές ήταν βρώμικο. Η παράνοια στην καθημερινότητα των Αμερικανών ήταν ψωμοτύρι με τα ενημερωτικά βίντεο που προειδοποιούσαν για την περίπτωση επίθεσης ή τα κίτρινα δημοσιεύματα που σκορπούσαν τον φόβο και το μίσος στις ΗΠΑ. Η λέξη ασφάλεια έλειπε από το λεξιλόγιο των Αμερικανών.
Φανταστείτε μέσα σε αυτό το καθεστώς τρόμου τη σύλληψη ενός ρώσου κατασκόπου στα αμερικανικά εδάφη. Και φανταστείτε για λίγο τι μπορεί να πέρασε ο αυτόχθων Αμερικανός (ιρλανδέζικης καταγωγής) που κλήθηκε να τον υπερασπιστεί, αρχικώς παρά τη θέλησή του, σε μια δίκη-φιάσκο. Αυτός είναι ο Τζιμ Ντόνοβαν, ο ήρωας που υποδύεται ο Τομ Χανκςστην ταινία. Στον Ντόνοβαν ανατέθηκε η υπεράσπιση του Ρούντολφ Εϊμπελ (Μαρκ Ρέιλανς), σοβιετικού πράκτορα που συνελήφθη στη Νέα Υόρκη από το FBI. O Ντόνοβαν, του οποίου η ειδικότητα είναι τα... ασφαλιστικά, δέχεται να υπερασπιστεί τον Εϊμπελ, πιστεύοντας ότι θα εξασφαλίσει στον πελάτη του μια δίκαιη δίκη.
Το σενάριο του Ματ Σάρμαν (το οποίο επεξεργάστηκαν λίγο οι αδελφοί Τζόελ και Ιθαν Κοέν) είλκυσε το ενδιαφέρον του Σπίλμπεργκ χάρη στον Ντόνοβαν, στον οποίο βρίσκει κανείς όλα τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε ότι αρέσουν στην πλειονότητα των ηρώων με τους οποίους ασχολήθηκε ο σκηνοθέτης: ένας συνηθισμένος άνδρας, ηθικώς ακέραιος, πεισματάρης και με κουράγιο, αντιμέτωπος με καταστάσεις υψηλού ρίσκου και ευθυνών, όπως ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους στις «Στενές επαφές τρίτου τύπου», ο Ρόι Σάιντερ στα «Σαγόνια του καρχαρία», ο Τομ Χανκς και πάλι στη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» και στο «Terminal».
Η αλήθεια είναι ότι, πέρα από το γεγονός πως ο Εϊμπελ είχε συλληφθεί και ανακριθεί, ο Σπίλμπεργκ δεν γνώριζε πολλές λεπτομέρειες από τα παρασκήνια της υπόθεσης, η οποία εξελίσσεται σε υπόθεση ανταλλαγής κατασκόπων με τον Ντόνοβαν διαμεσολαβητή. Τον «τράβηξε» λοιπόν η αντιπαράθεση στην οποία ο Ντόνοβαν βρέθηκε αλλά και το γεγονός ότι ως μέγας σινεφίλ και γνώστης της ιστορίας του κινηματογράφου ο Σπίλμπεργκ αγαπά τις ταινίες κατασκοπείας.
Η σκηνογραφική δουλειά του Ανταμ Στοκχάουζεν στη «Γέφυρα» αγγίζει τα επίπεδα της τελειότητας, όπως άλλωστε περιμένει κανείς από ταινία του Σπίλμπεργκ. Αναζητήθηκαν πολλές από τις τοποθεσίες στις οποίες έλαβαν χώρα οι εξελίξεις και τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο και στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, στις περιοχές δηλαδή που είχε κινηθεί και ο πραγματικός Ντόνοβαν.
Μάλιστα τα γυρίσματα στο Βερολίνο συνέπεσαν με την 25η επέτειο από την πτώση του Τείχους και η τραγική ειρωνεία είναι ότι στην ταινία του βλέπουμε να... χτίζεται. Ο Σπίλμπεργκ είπε ότι η στιγμή της 9ης Νοεμβρίου 2014, όταν χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία Ποτσντάμερ για να τιμήσουν την ημερομηνία στην οποία η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας κατάργησε τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς ανάμεσα στην Ανατολική και στη Δυτική Γερμανία, φόρτισε συναισθηματικά τα γυρίσματα.