Στο λίγο που ζούμε, η ποίηση έχει το μέγιστο ελατήριο ένθεο μπόι μας, στο ελάχιστο που την ποθούμε μας θωπεύει πλήθος, κατανοεί την ανούσια
άπρακτη πράξη τόσων αιώνων, την κρεουργεί, Tο μάταιο θρησκειών, συνόρων, καρκινωμάτων, μισημένων θριάμβων πολέμων, τα μακελεύει, η ποίηση είναι το μίλημα, το παραφίλιμα που την προδίδει, όταν γλιστράμε να στερεώνεται το γλίστρημα, να μην μας πιστεύει όταν κλαίμε, πόσο μάλλον όταν γελάμε, η ποίηση είναι βρέχει, χιονίζει ή καλό καιρό στη φτωχογειτονιά, στα χωριά, στις πρωτεύουσες, ό,τι θέλει ο '' λαός '' δε θα το πει ποτέ, Eίναι το ψωμί σε κάθε τραπέζι, υποσυνείδητα κυρίως, δεν έχει κέρδος, άρα καμία ζημιά ο αθέατος θυμός ποιητής, η ποίηση είναι συναντήσεις με το άφθονο άτομο στα ανθρώπινα ή θεϊκά δώματα, H πανίδα η χλωρίδα όταν εκδίδεται ή όχι, Δεν συμφωνεί της μόδας, βγάζουμε ένα βιβλίο δύο και τα παρουσιάζουμε χώρο κι αίθουσα, με κόσμο ή δίχως κόσμο α δ ι ά φ ο ρ ο...
Εμείς, στα έτη νιάτα μας, ακούγαμε φλεγόμενοι τους διδασκάλους, λεπίδες αρμονιών ποιητές, να σκιαγραφούν στο μέλι βέλη και να μας αποκαλούν γραφιάδες, ακούγοντας ενθαρρυντικά: '' Θα σας αγκαλιάσουμε μετά το τέταρτο βιβλίο υπόληψης '' ...Ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης τυχερός, στο 4ο βιβλίο του, '' Όπως το Ψωμί '' Χανιά 2018, Ποιήματα, φρέσκο, φρέσκο και το καλωσορίζουμε στην ερατεινή Ημαθία, στη Βέροια, με παλμούς μνήμης και δίχως άλλη περιουσία!
Τρία ποιήματα από τη συλλογή
ΕΥΡΩΠΗ ΑΚΟΥΣ;
Ένας χαμός στη Συρία / Πόλεμος / Ευρώπη ακούς;
Από το άλλο της αυτί / γιατί ΄ναι η μάνα μας κουφή!
Ένας χαμός στη Μεσόγειο / Νεκροταφείο προσφύγων τα νερά της
Ευρώπη ακούς; / Από το άλλο της αυτί
Γιατί 'ναι η μάνα μας κουφή
Ένας χαμός στην Ειδομένη / Έκλεισαν τα σύνορα
Ευρώπη ακούς; / Από το άλλο της αυτί
Γιατί 'ναι η μάνα μας κουφή!
Τι παιχνίδι κι αυτό της Πινακωτής...
ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Να σε βλέπουμε στην τηλεόραση / Να πνίγεσαι στις θάλασσες
Δεν έχουμε πρόβλημα, πρόσφυγα του πολέμου
Στην πισίνα μας μη σε δούμε να φτάνεις
Να μας ζητάς να καθαρίσεις / Τα τζάμια των αυτοκινήτων μας
Δεν έχουμε πρόβλημα, παιδί των φαναριών
Τα γυαλιά της μυωπίας μας / Μη μας ζητήσεις ν΄αλλάξουμε!
Ν΄απλώνεις το χέρι σου / Ενώ σκοντάφτουμε πάνω σου
Δεν έχουμε πρόβλημα, ζητιάνε των δρόμων
Εκεί που χτυπά η καρδιά μας / Μην το ακουμπήσεις
ΩΡΑ ΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ
'' Τα χέρια μου δε με ακούνε πια / Κι όλη η τέχνη είναι στο ζύμωμα ''
Είπε με παράπονο ο κυρ Κώστας
Εξήντα τόσα χρόνια φούρναρης / Σ΄έναν πελάτηπου δεν έμεινε / Ευχαριστημένος τελευταία / Με το ψωμί του φούρνου του
Ώρα να βγει στη σύνταξη / Δεν του αρέσανε ποτέ
Οι μηχανές για ζύμωμα / Και οι δικαιολογίες / Του Κυρ Κώστα
.
Στην ποίηση του Βαγγέλη Θ. Κ α κ α τ σ ά κ η οι ρόλοι δεν αλλάζουν δαιμόνια σε τελώνια, Πρωτομαγιές σε προσευχές, ταμεία ανεργίας σε ενέργειες, οι συμπεριφορές είναι άτυχες προσευχές, οι εξουσίες ανορθογραφία, οι ενεστώτες παρακείμενοι, Δείπνους Μυστικούς ολοφάνερους συλλαβίζει η πένα του πορείες έγνοιας, αδιαμαρτύρητα χελιδόνες Ιθάκης, οι μάνες ανέμων κυπαρίσσιες, στο ψωμί φασαρίες επαρχιών και Αγίου Πνεύματος, Πολιτισμός κάτω απ' το τραπέζι, Μεγάλη Εβδομάδα εννοιών στις μορφές, στα ρολόγια, καλώντας απόντες ποιητές στη συνομιλία να συνθέτουν, να διορθωθούν, το δυνατόν, βλάβες και ρωγμές και χαραμάδες να περνούμε, οι λέξεις του ξεριζωμένες θάλασσες, καταγγέλλουν, τον καταγγέλλουν, οι τελείες στα ποιήματα μας εγκαταλείπουν εγκατάλειψη αποζημίωση, οι εικόνες μουσικές, χορεύουν ή όχι, δεν ανεβάζουν πυρετούς, ακροβατεί ο λόγος επικίνδυνα μάγος ή Κρητικός νησιώτης...
Όλα τα ανωτέρω είναι άξονες γραφής του Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη σταυροδένοντας μας, μιας ποίησης μεγάλου θρησκευτικού ζήλου, παιδικών χαρταετών συγκινήσεων και τιμών, ο ποιητής με χαρά ή θρήνο ανεξίτηλος, ποιητής και αναγνώστης να λύεται πρόθυμα, οι όχλοι του μεθοδικοί διόλου, ο ίδιος δε λειτουργεί με αντίτιμο εισιτηρίου, ή βουρκωμένο βιβλιάριο τραπέζης... Έμπειρος στο τιμόνι, δημοσιογραφικά, εκπαιδευτικά, συνδικαλιστικά και χρονογραφώντας, έτσι επιλύει τα ποιητικά του δρομολόγια και είμαστε ακόλουθοι του...
Ευλογημένοι όσοι γράφουν, καταραμένοι, με αλήθειες αλυσοδένοντας τον κόσμο, με τακτές επιστροφές κι αναχωρήσεις από και για το σύμπαν, ο άχρονος χρόνος ζυγιστής και κοινόβιος, εμείς μακράν μαύρη νύχτα στα βουνά, μαύρα κύματα, ανάμεσα Σκύλλας και Χάρυβδης περνούμε σαπιοκάραβα, λυπημένες Σειρήνες, καταπουλημένες πατρίδες, δεν μας ενοχλεί αν τις λέμε και κατουρημένες... Τον ποιητή πολεμώντας, την Ποίηση, τον μαθητή και τον διδάσκαλο.
Γράφουμε, ζωγραφίζουμε ή αποθηκεύουμε τις λύπες χαρές μας; Τον έρωτα ή τον άτιμο θεό του προσκυνούμε; Το ψωμί τίμιο ή ο φούρνος; Αυτός που τρώει ψωμί συγχωρεί ή τον συγχωρούμε; Γνωρίζουμε να ζυμώνουμε, να φουρνίζουμε, να μ ο ι ρ ά ζ ο υ μ ε το ψωμί; Αμείλικτα ερωτήματα, σχεδόν αιωνόβιοι νάρθηκες... Είμαστε στην ποίηση λοιπόν, για να ξαναβρεθούμε ποτέ ή να βρεθούμε για πάντα!