Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρχείο και σε ένα από τα πρώτα κείμενα η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός μικρού νεοκλασικού που ο Μηνάς έχτισε στην Αθήνα μεταξύ άλλων. Ο Μηνάς Μιλσανής, είναι της οικογένειας Μερτζανή η Μελτζανίδη οινοπαραγωγών που έζησε και ζει στην Νάουσα -δύο ξαδέρφια μου μάλιστα είχαν και τραγικό τέλος, όπως αναφέρει η Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή.
Πίστευε πως το όνομα ήταν Μιλσανής. Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους-διακοσμητές της εποχής του και αργότερα επιδόθηκε στη διακόσμηση γύψινων με τον ανιψιό του Αλκιβιάδη. Το βιβλίο μιλάει για την ιστορία του σπιτιού και της οικογένειας.
Μηνάς Μιλσανής : ένας φιλόδοξος καλλιτέχνης
O Μηνάς Μιλσανής, δεν ήταν κανένας τυχαίος. Γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας- τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία- το 1856. Ο πατέρας του ήταν έμπορος, είχε εμπορικό στη Βέροια. Λέγανε πως ένας δεσπότης που τον καθαίρεσαν καταράστηκε την πόλη . Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη καταστροφική πυρκαγιά. Μετά απ’ αυτό η οικογένειά του μετακόμισε στην Νάουσα. Εκείνος ήταν ακόμη σε μικρή ηλικία γι αυτό και θεωρούσε τον εαυτό του Ναουσαίο. Σε όλη του τη ζωή αγαπούσε τους συμπατριώτες του, πληροφορείτο γι αυτούς και βοηθούσε όσο του επέτρεπαν το οικονομικά του.
Ανήσυχος και ταλαντούχος, στα δεκαεφτά του εγκατέλειψε την πατρίδα του ακολουθώντας το παράδειγμα του αδελφού του Αντώνη, ο οποίος στα τέλη του1870 πήγε στην Κωνσταντινούπολη να σπουδάσει διακοσμητική. Η Πόλη για τους τουρκοκρατούμενους Έλληνες της Μακεδονίας ήταν φυσικός προορισμός. Ήταν η εποχή που όταν βάφτιζαν ένα παιδί ευχόντουσαν στη μητέρα «και κουλουρτζής στην Πόλη!» κι εκείνη ντροπαλά απαντούσε: «Ε, ας είναι και παπάς!».
Ο Αντώνης έμεινε στην Πόλη σ’ όλη του τη ζωή, εκεί έκανε οικογένεια, καριέρα και περιουσία. Ο Μηνάς όμως, φανατικός Έλληνας, προφανώς πεπεισμένος για την ταχεία ανάπτυξη της πρωτεύουσας, μετά τις σπουδές του αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο στη Νεάπολη και καθώς ήταν περίεργος και φιλομαθής επιθυμούσε μεταξύ άλλων να επιμορφωθεί. Άρχισε λοιπόν να συχνάζει στα νεόχτιστα του Πολυτεχνείου που στέγαζαν κάθε είδους τεχνικές σχολές – αλλά και τις Καλές Τέχνες.
Από καιρό το Πολυτεχνικόν Σχολείον λειτουργούσε καθημερινώς- η βοήθεια της Δούκισσας της Πλακεντίας στα μέσα του αιώνα τού είχε δώσει μεγάλη ώθηση. Nέα ταλέντα συνέρρεαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας για να σπουδάσουν εικαστικές τέχνες κοντά σε ξένους δασκάλους και να διεκδικήσουν υποτροφίες στο εξωτερικό, κυρίως στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο νεοφερμένος Μηνάς, ήδη απόφοιτος, ταλαντούχος σχεδιαστής, τριγύριζε στα εργαστήριά του Πολυτεχνείου και παρακολουθούσε τους τομείς που τον ενδιέφεραν.
Την εποχή που φλέρταρε με το λειψό οικόπεδο της Πατησίων 41, στο 42 του ίδιου δρόμου διευθυντής στη Σχολή των Ωραίων Τεχνών έγινε ο λαοφίλητος ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης ο οποίος σαν νεωτεριστής εισήγαγε γυμνό μοντέλο και άνοιξε τις πόρτες των εργαστηρίων στις γυναίκες πράγμα που σκανδάλισε φοβερά τον σεμνό και συντηρητικό Μηνά. Όμως ο Ιακωβίδης στα μάτια του ήταν ένας παραδειγματικός δάσκαλος. Επέμενε στον αυστηρό και λεπτομερές σχέδιο για την αναπαράσταση του πραγματικού κι εκείνος που λάτρευε το σχέδιο και τις αρχαίες κλασσικές φόρμες διακρίθηκε τόσο ως τέλειος σχεδιαστής όσο και ως δεξιοτέχνης της νεκρής φύσης: στην απόδοση φρούτων ανθέων και φυτικών μοτίβων δεν είχε όμοιό του. Καθώς λοιπόν η φήμη της δεξιοτεχνίας του άρχισε να διαδίδεται, κατέφθασαν και οι πρώτες του παραγγελίες: άρχισαν δηλαδή να τον καλούν να διακοσμήσει γνωστά σαλόνια της Αθήνας. Καθώς οι δουλειές του αυξήθηκαν και δεν επαρκούσε μόνος του, διαμόρφωσε μια ομάδα από καλούς τεχνίτες κι έγινε τόσο περιζήτητος ώστε να του εμπιστευτούν και σημαντικά εργοτάξια: Την διακόσμηση της αίθουσας συνεδριάσεων την Τραπέζης Ελλάδος, αίθουσες του Παλατιού και της Βουλής.
Η φιλομάθειά του όμως δεν τον απέσπασε απ’ το Πολυτεχνείο του οποίου την κίνηση δεν έπαψε να παρακολουθεί. Οι ξένοι δάσκαλοι της Σχολής αλλά και οι Έλληνες καλλιτέχνες που επέστρεφαν από το εξωτερικό και με τη σειρά τους γινόντουσαν καθηγητές, του επέτρεψαν να προσεγγίσει καινούριες μόδες. Οι γύψινες διακοσμήσεις τράβηξαν την προσοχή του. Ένα καινούριο στυλ θα αντικαταστούσε σύντομα τους ζωγραφισμένους τοίχους και έπρεπε να το προσεγγίσει. Σκέφτηκε πως γι αυτή την ριζική ανανέωση του χρειαζόντουσαν γνώσεις που μόνο με ένα ταξίδι στην Ευρώπη θα μπορούσε να αποκτήσει. Κι αυτό έκανε. Σε αντίθεση με τους περισσότερους που κατευθύνονταν τότε στο Μόναχο εκείνος αποφάσισε να πάει στο Παρίσι.
Που να το ήξερε πως η μοναδική εγγονή του, που δεν είχε την τύχη να γνωρίσει, πολλές δεκαετίες αργότερα θα έκανε το ίδιο ταξίδι για παρόμοιους λόγους!
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Κάθε σπίτι έχει την ιστορία του. Όση η παλαιότητά του, τόσο μετατρέπεται από απλή οικοδομή σε ιδιαίτερη οντότητα -μάρτυρα όσων έχουν διαδραματιστεί εντός του. Τυχερό είναι το σπίτι που αγαπήθηκε και φροντίστηκε από τους κατοίκους του: έχει κάποιες ελπίδες να ανήκει τελικά στην αιωνιότητα. Στην ελληνική και κυρίως αθηναϊκή πραγματικότητα, το σπίτι ταλαιπωρήθηκε πολύ. Από αγαπημένος τόπος κατοικίας ( όπως τα σπίτια με την αυλή, που τόσο εξυμνήθηκαν) ή απλά σημαντικός για κάποιον αντικειμενικό λόγο ( οι δημιουργίες με επώνυμη αρχιτεκτονική), τα σπίτια μετατράπηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε πηγή πλουτισμού και, πολύ απλά, καταργήθηκαν, γκρεμίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από άλλα, ως επί το πλείστον αδιάφορα. Αυτό προκαλεί μεγάλη νοσταλγία στις μέρες μας, κι ας είναι, από μια άποψη, η υγιής - με την έννοια της μη προσκόλλησης στο παρελθόν- εξέλιξη της κατοικίας και της πόλης. Παραμένει όμως ιδιαίτερα σημαντική η διατήρηση όσων σώθηκαν. Και ακόμα σημαντικότερο είναι όταν υπάρχουν μαρτυρίες για όσα σπίτια διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας, με μόνη τη φροντίδα των εκάστοτε ιδιοκτητών. Ένα από αυτά, είναι το μικρό διώροφο της Πατησίων 41, σπίτι του πολύπαθου κέντρου της Αθήνας, την ενδιαφέρουσα όσο και απολαυστική ιστορία του οποίου, μαζί με αυτή της οικογένειας που έζησε εκεί, αφηγείται στον παρόν βιβλίο η σημερινή ιδιοκτήτρια, Ευρυδίκη Τρισόν - Μιλσανή. Η αφήγηση έρχεται στο φώς σε μια εποχή που το κέντρο της Αθήνας, καθώς και τα διατηρητέα κτήρια της, αποτελούν καθημερινό θέμα συζήτησης, κατά τη νέα αυτή φάση που διανύει η πόλη.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή, διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και μέλος της ΑΙCA, εργάστηκε επί τριάντα χρόνια στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι. Επίσης δίδαξε Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Τέχνης σε διάφορες ανώτατες σχολές της Γαλλίας. Σήμερα, καλλιτεχνική σύμβουλος στο Μουσείο Τσόκλη στην Τήνο, οργανώνει εκθέσεις στη Γαλλία και στην Ελλάδα, αρθρογραφεί και κάνει διαλέξεις. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές στα γαλλικά και στα ελληνικά, διηγήματα και μυθιστορήματα, και έχει συντάξει καταλόγους και βιογραφίες καλλιτεχνών. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά έργα των Μαργκερίτ Ντιράς, Μισέλ Τουρνιέ, Κριστιάν Μπoμπέν, Ναταλί Σαρότ, κ.ά. Από τα ελληνικά στα γαλλικά έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, μια Ανθολογία ποιημάτων της Κικής Δημουλά. Έχει γράψει επίσης έναν ικανό αριθμό θεατρικών έργων τα οποία παίζονται από το 2009 στο Θέατρο της Ημέρας και σε άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. . Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.