Οι εργαζόμενοι προτείνουν τη μετατροπή των απαιτήσεων των πιστωτών σε νέο μετοχικό κεφάλαιο, αντί να περιμένουν οι πιστωτές την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους από την εκποίηση των παραγωγικών εγκαταστάσεων. Η περιουσία της εταιρείας με τιμές του 2010 ανέρχεται στα 160 εκ €, όταν οι απαιτήσεις των πιστωτών φτάνουν τα 350 εκ €. Σε καθεστώς εκποίησης λόγω πτώχευσης η περιουσία σε μια δεκαετία δεν θα μπορέσει να αποφέρει ούτε καν 20 εκ €. Μόνο οι απαιτήσεις των εργαζομένων ξεπερνούν τα 35 εκ € και του Δημοσίου τα 70 εκ €. Είναι προφανές ότι η πρόταση των εργαζομένων είναι σωστή και θα έχει οφέλη για όλους τους πιστωτές.
Η πρόταση συνοδεύεται και από σωστή επανατοποθέτηση της στρατηγικής για τον κλάδο και την συγκεκριμένη εταιρεία. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην 8-9η θέση παγκοσμίως σε παραγωγή βάμβακα άριστης ποιότητας, ένα ελάχιστο μέρος του οποίου αξιοποιείται εγχωρίως, καθώς ο κύριος όγκος εξάγεται, για παράδειγμα, στην Τουρκία τροφοδοτώντας την κλωστοϋφαντουργία της. Η ΕΝΚΛΩ έχει 17 μονάδες που βρίσκονται σε αδράνεια. Οι εργαζόμενοι προτείνουν την άμεση επαναλειτουργία τριών (μιας στη Νάουσα και δύο στην Κομοτηνή) με προοπτική επέκτασης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, το κύριο πρόβλημα του κλάδου είναι η εμμονή στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων φασόν, τα οποία όμως οι διεθνείς αγορές μπορούν να προμηθευθούν σε ανταγωνιστικές τιμές από την Ν.Α Ασία. Το επιχειρηματικό σχέδιο των εργαζομένων έχει ως στόχο την παραγωγή τελικών προϊόντων (ένδυση) υψηλής ποιότητας και ιδιόκτητης ετικέτας. Στη νηματουργία το σχέδιο στρέφεται στην παραγωγή νημάτων επίσης υψηλής προστιθέμενης αξίας. Πρόκειται πραγματικά για πλήρως κοστολογημένο σχέδιο «από το χωράφι στο ράφι» και μάλιστα σε διεθνή ράφια.
Τέλος, το σχέδιο δίνει λύση και για τις 14 εγκαταστάσεις της ΕΝΚΛΩ που δεν προβλέπεται αρχικά να επαναλειτουργήσουν. Προτείνεται η μεταβίβασή τους στο Δημόσιο και τις Τράπεζες έναντι υπολειπομένων χρεών μετά και από την κεφαλαιοποίηση σε συγκεκριμένες παραγωγικές δράσεις. Υπάρχει συνεπώς η δυνατότητα να ενισχυθεί το περίφημο cluster κλωστοϋφαντουργίας που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για χρόνια προτρέπει την χώρα να πράξει.
Ο βιομηχανικός τομέας στη χώρα μας συρρικνώνεται εδώ και τρεις δεκαετίες, ενώ το πλήγμα που δέχθηκε το 2010-13 μόνο με πολεμική καταστροφή μπορεί να συγκριθεί. Όλοι μιλούν για επανεκκίνηση και οι πλέον ομιλητικοί – συνήθως πολιτικοί σε αναζήτηση ψήφων – απαιτούν και «εθνικό σχέδιο ανάπτυξης». Άλλοι πάλι φαντασιώνονται την ανάπτυξη μέσω του τουρισμού και των ξένων επενδύσεων. Η διεθνής εμπειρία και η σχετική βιβλιογραφία δείχνουν ότι βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς βιομηχανικό τομέα που θα στηρίζεται σε εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις απλώς δεν υπάρχει.
Το κεντρικό ζήτημα είναι τι θα πράξουν οι εμπλεκόμενοι φορείς, δηλαδή η επιχειρηματική τάξη, ο κρατικός μηχανισμός, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι εργαζόμενοι. Τα πρώτα σημάδια μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.
Ο ΣΕΒ εμφανίστηκε δυναμικά με νέο εβδομαδιαίο δελτίο για την βιομηχανία, το πρώτο φύλλο του οποίου αναγγέλει μεν μια «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση», αλλά δυστυχώς δεν περιέχει απολύτως τίποτε καινούργιο, ή ελπιδοφόρο. Κατά τον ΣΕΒ, το πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας είναι η έλλειψη επενδύσεων που οφείλεται στην υψηλή τιμή της ενέργειας, στο υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος, στο ασταθές και αντιαναπτυξιακό φορολογικό σύστημα, στο δύσκαμπτο θεσμικό πλαίσιο, κοκ. Προτείνεται ο σχηματισμός Συμβουλίου Βιομηχανίας δίπλα στην Υφυπουργό Βιομηχανίας, που θα διευκολύνει την εξεύρεση λύσεων για τα χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, θα προωθεί την πληρέστερη ενσωμάτωση της ελληνικής βιομηχανίας στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και θα δημιουργεί ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.
Η δραματική έλλειψη ιδεών της ελληνικής επιχειρηματικής τάξης και η αδυναμία της να προωθήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας συνοψίζονται εναργέστατα στις προτάσεις αυτές. Οι επιχειρηματίες δεν φέρουν καμμιά ευθύνη για τη δραματική συρρίκνωση της ελληνικής μεταποίησης; Πως είναι δυνατόν σήμερα, μετά τη συντριβή των μισθών κατά τουλάχιστον 30% λόγω μνημονιακών πολιτικών, να μη μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς η ελληνική βιομηχανία; Ο κατάλογος των «αιτίων» που παραθέτει ο ΣΕΒ δεν είναι τίποτε άλλο από τη γνωστή λίστα γκρίνιας που τυγχάνει μάλιστα και «επιστημονικής» στήριξης από θεσμούς όπως ο ΟΟΣΑ, κλπ.
Η ουσία της ανταγωνιστικότητας κρύβεται στην δυνατότητα να παράγονται προϊόντα που οι αγορές ζητούν. Όταν η επιχειρηματική τάξη δεν μπορεί να παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα ακόμα και εκεί που η χώρα διαθέτει τις πρώτες ύλες, ή εκεί που υπάρχουν τεχνογνωσία, υποδομές και παράδοση, τότε δεν φταίνε οι εργαζόμενοι, το κόστος ενέργειας, ή το δύσκαμπτο θεσμικό πλαίσιο, αλλά οι ίδιες οι επιλογές της. Στο πλαίσιο αυτό, το προτεινόμενο Συμβούλιο Βιομηχανίας δεν θα προσφέρει τίποτα όντας φορέας αιτημάτων που πηγάζουν από τις γνωστές κοστολογικές προσεγγίσεις.
Για να υπάρξει αναγέννηση του δευτερογενούς τομέα στη χώρα μας απαιτείται αποφασιστική παρέμβαση του Δημοσίου στο πλαίσιο συντεταγμένης βιομηχανικής πολιτικής. Μια τέτοια βιομηχανική πολιτική είναι απολύτως αδύνατο να σχηματιστεί χωρίς τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, πράγμα που απαιτεί δημόσια παρέμβαση, αλλά και ιδιοκτησία.
Η περίπτωση της ΕΝΚΛΩ είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί η πρωτοβουλία προέκυψε από τους εργαζόμενους, με πλήρη γνώση της πραγματικότητας της εταιρείας και του κλάδου. Η ΕΝΚΛΩ μπορεί να σηματοδοτήσει μια νέα αρχή για την ελληνική βιομηχανία. Απαιτείται η παρέμβαση του Δημοσίου για τη διευθέτηση των νομικών επιπλοκών που ίσως προκύψουν και για τη διαμόρφωση νέας τραπεζικής πολιτικής για τέτοιες περιπτώσεις. Μετά τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους.
Η πρόταση υπάρχει, το επιχειρηματικό σχέδιο είναι άριστα τεκμηριωμένο, η νέα εταιρεία θα έχει συνεργατικό χαρακτήρα και οι προοπτικές της είναι πολύ καλές. Δεν χρειάζονται δημόσια κονδύλια για την επαναλειτουργία της και δεν υπάρχει ζήτημα συμβατότητας με τους κανονισμούς της ΕΕ. Αυτό που απαιτείται είναι πολιτικό θάρρος και σχέδιο για την αναγέννηση της βιομηχανίας. Ας κινηθεί επιτέλους η κυβέρνηση. Πάνω από 1000 οικογένειες πρώην εργαζομένων και μαζί τους οι τοπικές κοινωνίες περιμένουν με αγωνία την απόφασή της.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Καθημερινή στις 1/11/2015