ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΣΕ μια υπόσχεση, που από καιρό του είχαμε αποσπάσει.
Η ΔΕΞΙΩΣΗ της υποδοχής του έλαβε χώρα στο αμφιθέατρο του σχολείου μας. Ο ΓΙαννακοχωρίτης ποιητής ανέβηκε στη σκηνή και κάθισε μπροστά σε ένα τραπέζι , ώστε να τον βλέπου όλοι. Όλα τα παιδιά από κάτω καθισμένα σε καθίσματα.
Η ΣΤ΄ ΤΑΞΗ τον καλωσόρισε. Βιογραφικό του ποιητή, ολιγαρκές εν τη αφθονία του, με λιτό λόγο, αλλά μεστό, και αρκετά χαϊκού από τις ποιητικές του συλλογές, ώστε να μπορούν να τα καταλαβαίνουν και τα μικρά παιδιά.
ΕΜΦΑΝΩΣ συγκινημένος ο ποιητής, ευχαρίστησε θερμά τα παιδιά και τους δασκάλους για την υποδοχή, και είπε δυο κουβέντες συμπληρωματικά για τον εαυτό του και το έργο του.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ που ακολούθησε όμως, ήταν η έκπληξη. Πέρα από κάθε προσδοκία, ξεπερνούσε όλους τους στόχους που είχαμε θέσει. Κυλούσε ζωντανός και αβίαστος σαν το τρεχούμενο νερό της πηγής και ήταν σαν να είχε σπάσει η φλέβα της ευαισθησίας των παιδιών και να πλημμύριζε όλη την αίθουσα.
ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΧΑΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕΙ υπόγεια φλέβα νερού, που δεν ήταν άλλη, από το ενδιάθετο εκφραστικό δυναμικό των παιδιών μας, που η καταλυτική παρουσία του ποιητή απελευθέρωνε και πεταγόταν με δύναμη σαν αρτεσιανό στον αέρα, αφήνοντάς μας κατάπληκτους.
ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΜΕ να λέμε στο σχολείο μας: «Ο δάσκαλος κάνει καλό μάθημα, όταν δεν κάνει μάθημα» και «Καλό είναι ο δάσκαλος να βαριέται και λίγο, γιατί λέει ενδιαφέροντα πράγματα».
Ε, ΛΟΙΠΟΝ, αυτή τη μέρα, κάναμε το καλύτερο μάθημα, χωρίς να κάνουμε μάθημα. Οι μαθητές μας είπαν και άκουσαν ενδιαφέρονταν πράγματα, από τον δάσκαλο –ποιητή Ηλία Τσέχο, που κάθε άλλο παρά βαριόταν, καθώς μιλούσε με ανυπόκριτο ενθουσιασμό μικρού παιδιού, για την υπέροχη τέχνη του στον αμπελώνα του λόγου και τα ακριβά μυστικά της, μπροστά στα έκθαμβα μάτια των μικρών μαθητών μας.
ΗΤΑΝ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ το θέαμα των μικρών παιδιών, να μπαίνουν στη σειρά το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, ανάκατα μικρά και μεγάλα, από την Α΄ Δημοτικού μέχρι την ΣΤ΄, για να κάνουν τις ερωτήσεις τους στον ποιητή, ορθά διατυπωμένες, με μια άνεση και φυσικότητα που σε ξάφνιαζε. Ρωτούσαν για τη ζωή του, για την μύησή του στην ποίηση -πότε και πώς- για τους δασκάλους του, για το πώς και από τι εμπνέεται, για την ποίηση και τους ποιητές, για τις άλλες τέχνες στις οποίες έχει εντρυφήσει (χορός, κινηματογράφος) και για ένα σωρό άλλα απίθανα πράγματα.
ΣΥΣΤΗΝΟΝΤΑΝ ένας ένας - «Είμαι ο Θανάσης Μ… , απ’ τη Μαρίνα και θέλω να ρωτήσω:…», «Είμαι η Δήμητρα Γ…. από το Γιαννακοχώρι και θέλω να ρωτήσω…», «Είμαι ο Δημήτρης Κ…. απ’ τα Πολλά νερά και θέλω να ρωτήσω….» - και ρωτούσαν, ρωτούσαν ασταμάτητα.
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ τους σταματήσαμε, γιατί η ώρα πέρασε.
ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ήταν και η ποίηση είχε την τιμητική της.
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ, στιγμές στιγμές, είχες την αίσθηση, ότι από ένα ταπεινό τραπέζι συζήτησης Δημοτικού σχολείου ανέβαινε στο ύψος ενός πνευματικού συμποσίου (με συνδαιτυμόνες, μικρά παιδιά!)
ΜΑ ΜΠΟΡΟΥΝ τα παιδιά του Δημοτικού να κάνουν τέτοια πράγματα; θα αναρωτηθεί κάποιος.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ του ποιητικού λόγου και της καταλυτικής παρουσίας ενός τίμιου εργάτη στον αμπελώνα του, που κέρναγε στα παιδιά μας και σ’ όλους μας, γλυκό κρασί απ’ την παραγωγή του και μας μεθούσε.
Ο ΟΡΓΑΣΜΟΣ της ανοιξιάτικης φύσης μετατράπηκε σε οργασμό της έκφρασης.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ, Ηλία Τσέχο! Να μας ξανάρθετε!
(*)« Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ἀρχομένῳ»: Συγχρόνως με τον ερχομό της άνοιξης (Αρριανός, «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις» [1.11.3])