Κύριο χαρακτηριστικό του προηγούμενου έτους ήταν η δραματικά μειωμένη παραγωγή, στο μισό περίπου μιας κανονικής χρονιάς. Αυτό είχε ως συνέπεια τη θεαματική αύξηση της τιμής της α’ ύλης κατά 70% περίπου, ενώ παράλληλα και η ποιότητα ήταν ελάχιστα ικανοποιητική. Το κόστος αυτό, συνδυασμένο και με τις λοιπές αυξήσεις (κουτί, ενέργεια, ζάχαρη, μεταφορικά κλπ.) οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση του τελικού κόστους τόσο της κομπόστας, όσο και των προϊόντων χυμού και κατάψυξης. Η αύξηση αυτή καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από την αύξηση των τιμών πώλησης λόγω της συνολικά μειωμένης προσφοράς. Αναμένουμε πλέον να επιβεβαιωθεί η πρόθεση των τελικών καταναλωτών για αποδοχή των υψηλών τιμών των προϊόντων μας, ώστε η καινούργια χρονιά να μας βρει χωρίς αποθέματα. Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι αυτό θα συμβεί.
Παράλληλα, άλλη μία χρονιά, η λειτουργία απειράριθμων κέντρων παραλαβής ενέτεινε τα προβλήματα στη διαχείριση του προϊόντος.
Όσον αφορά την επόμενη χρονιά, εκτιμάται ότι το ήδη αυξημένο κόστος παραγωγής θα εκτιναχθεί ακόμη περισσότερο, αφού θεωρούνται δεδομένες αυξήσεις στα υλικά παραγωγής (κουτιά κλπ.) όπως και στην ενέργεια που θα ξεπεράσουν το 60% σε σχέση με τη χρονιά που πέρασε.
Γνωρίζουμε ότι και οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα (αυξήσεις εφοδίων, εργατικών, ενέργειας κλπ.). Απαιτείται λοιπόν να προσπαθήσουμε για την καλύτερη οργάνωση διαχείρισης του προϊόντος, για τη βελτίωση της απόδοσης και τη βελτίωση της ποιότητας.
Από την πλευρά της βιομηχανίας, είναι δεδομένη η πρόθεση να προμηθεύεται τα ροδάκινα μόνο από Ομάδες Παραγωγών – Συνεταιρισμούς και όποιους διαθέτουν κέντρα παραλαβής που λειτουργούν σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΥΠΑΑΤ. Καλούμε τους παραγωγούς να στηρίξουν αυτούς τους φορείς και να δημιουργήσουν σταθερές σχέσεις με τις οργανώσεις τους και τη βιομηχανία.
Τέλος, είναι κατανοητό ότι υπάρχει προβληματισμός για την εξέλιξη της αξίας των προϊόντων και την κάλυψη του αυξημένου κόστους παραγωγής. Έχοντας την εκτίμηση ότι θα έχουμε μια κανονική χρονιά ως προς το ύψος της παραγωγής και άριστη ποιότητα συμπύρηνου, τα 0,33-0,35 ευρώ ανά κιλό προϊόντος παραδοτέου στο εργοστάσιο μπορούν να θεωρηθούν ένα δίκαιο επίπεδο τιμής.