Ο λαμπτήρας ονομάστηκε Ariel, από τον πρώτο δορυφόρο που έθεσε σε τροχιά η Μεγάλη Βρετανία, τον Ariel 1 το 1962 και η κατασκευή του βασίζεται στην ίδια τεχνολογία ψύξης που διατηρεί ζωντανούς τους μικροεπεξεργαστές ενός δορυφόρου στο Διάστημα. Η τεχνολογία αυτή επιτρέπει τη λειτουργία του λαμπτήρα σε χαμηλότερη θερμοκρασία, κάτι που συνεπάγεται μικρότερη κατανάλωση ενέργειας.
Ο Ντάισον αντιλήφθηκε ότι ναι μεν η θερμότητα που εκπέμπει ένας λαμπτήρας LED είναι αρκετά μικρή για να μην ενσκήπτει κίνδυνος πυρκαγιάς, ωστόσο ακόμη και σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα φθείρει και περιορίζει τη διάρκεια ζωής του λαμπτήρα.
Για αυτό το λόγο ανέπτυξε ένα σύστημα απαγωγής θερμότητας που ψύχει ταχύτατα τον λαμπτήρα. Παράλληλα, έχει τοποθετήσει κεραία ZigBee για να είναι εφικτή η παρακολούθηση και η ρύθμιση της κατανάλωσης μέσω smartphone ή tablet.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους της αντοχής του εν λόγω LED, ένας λαμπτήρας πυρακτώσεως έχει διάρκεια ζωής περίπου 2.000 ώρες, οι λαμπτήρες φθορισμού 10.000 ώρες και τα σημερινά LED περίπου 50.000 ώρες. Ο λαμπτήρας Ariel εκτιμάται ότι έχει διάρκεια ζωής το λιγότερο 180.000 ώρες, επομένως, αν λειτουργεί σε πλήρη φωτεινότητα για 12 ώρες ημερησίως, τότε θα αντέξει για περίπου 40 χρόνια.
Εκτός από τον Ariel, o Ντάισον παρουσίασε και τη λάμπα γραφείου CSYS με μικρότερο μέγεθος, καθώς ο Ariel προορίζεται για χρήση σε οροφή, η οποία διαρκεί περίπου 37 χρόνια και πωλείται στα 649 δολάρια. Παρόλα αυτά συνοδεύεται από εγγύηση μόλις δύο χρόνια.
www.econews.gr