Όπως αναφέρεται στην Ερώτηση:
Για μία ακόμη φορά η Κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει να επιβαρύνει τους καταναλωτές, και μάλιστα σε μία περίοδο όπου πλήττονται από την πανδημία. Μεταξύ των μέτρων που ανακοινώθηκαν, είναι και η επιβολή “πράσινου τέλους” στην κατανάλωση πετρελαίου κίνησης (diesel) ίσου με 0,03 ευρώ /λίτρο για την ενίσχυση πράσινων δράσεων που συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών ρύπων (στήριξη ανάπτυξης έργων ΑΠΕ, ανάπτυξη ηλεκτροκίνησης, ενεργειακή εξοικονόμηση κτλ).
Μεταξύ των επαγγελματιών που θα πληγούν από την επιβολή του “πράσινου τέλους” είναι και οι αγρότες, οι οποίοι είναι ήδη πολύ επιβαρυμένοι (φυσικές καταστροφές, covid-19) και δεν μπορούν να αντέξουν ούτε την υφιστάμενη φορολογία καυσίμων.
Το “πράσινο τέλος” θα αυξήσει το ήδη υψηλό κόστος της αγροτικής παραγωγής, το οποίο, με τη σειρά του, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την απόδοση και την ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων.
Επειδή, το “πράσινο τέλος” αποτελεί ακόμη έναν άδικο φόρο που θα επιβαρύνει όλους τους επαγγελματίες συμπεριλαμβανομένων των αγροτών και, κατ’ επέκταση, όλους τους καταναλωτές-πολίτες και επειδή σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς δεν μπορεί η κυβέρνηση να επιβάλλει πρόσθετες επιβαρύνσεις οποιουδήποτε είδους, ερωτώνται οι αρμόδιοι υπουργοί:
- αν εξετάζουν την πιθανότητα εξαίρεσης των αγροτών από το “πράσινο τέλος”
- σε διαφορετική περίπτωση πώς προτίθενται να αντισταθμίσουν την επικείμενη αύξηση του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, εξαιτίας του πράσινου τέλους στην κατανάλωση πετρελαίου κίνησης, καθώς και τη συνεπακόλουθη μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους
- πώς θα διασφαλιστεί η μη μετακύληση του επιπλέον κόστους στον καταναλωτή.