Καλά νέα, για 2.500.000 συνταξιούχους, που δικαιώνονται από το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας, για περικοπές, που υπέστησαν λόγω μνημονίων, σε επιδόματα εορτών και αδειών, καθώς και για ποσά, που κόπηκαν από τις επικουρικές τους συντάξεις.
Με έξι αποφάσεις του το δικαστήριο επιβάλει την επιστροφή των περικοπών στους συνταξιούχους και μάλιστα με τόκο 6%, ενώ επιπλέον επιδικάζει και αποζημιώσεις για ηθική βλάβη, που υπέστησαν λόγω ψυχικής οδύνης!
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας, με έξι αποφάσεις του προβλέπει την αναδρομική καταβολή επιδομάτων εορτών και αδειών, που κόπηκαν μετά το 2012, καθώς και επικουρικών συντάξεων για περικοπές 11μηνου, με τόκο 6%.
Το δικαστήριο προχωρεί ένα βήμα παραπέρα και ορίζει ότι, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου βάσει νεότερων αποφάσεων έγινε επιστροφή των περικοπών, θα πρέπει να καταβληθούν και τόκοι για το διάστημα από την προσφυγή των συνταξιούχων.
Πρωτοποριακά, δέχεται και την επιβολή αποζημιώσεων για ηθική βλάβη.
Στις δικαστικές αποφάσεις γίνεται αναφορά στις συντάξεις, που επλήγησαν με το δεύτερο μνημόνιο και με νόμους του 2012, από περικοπές, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το Πρωτοδικείο υιοθετεί την άποψη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, που ανέφερε ότι, «δεν προηγήθηκε των περικοπών αυτών... η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις».
Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι «σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής, σε κάθε περίπτωση, όμως, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια».
Στο σκεπτικό του το δικαστήριο αναφέρει επιπλέον ότι, «προκειμένου, δε, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα, αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττόμενων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση».
Με βάση τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι, στους μνημονιακούς νόμους του 2012, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγόμενων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου».
Ιδιαίτερα σημαντική κατάκτηση θεωρείται η επιδίκαση αποζημίωσης, για ψυχική οδύνη, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι συνταξιούχοι.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο αναφέρει ότι, παρά το γεγονός πως, οι παράνομες περικοπές δεν υποδηλώνουν ηθική απαξία, ωστόσο "εξ αιτίας αυτών υποχρεώθηκαν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, προκειμένου να τους επιδικαστεί η διαφορά μεταξύ των ποσών που του καταβλήθηκαν και εκείνων που δικαιούνταν, γεγονός που τους προκάλεσε, κατά κοινή πείρα, αγωνία και αβεβαιότητα για την έκβαση των ενεργειών τους".
Βέβαια οι αποφάσεις είναι πρωτοβάθμιες και το πιθανότερο είναι ότι, θα ακολουθήσει και δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την υπόθεση.