«Αυτή τη στιγμή ζούμε έναν ακραίο παραλογισμό. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι υπερβολικός, είναι ρεαλιστικός και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όταν οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές μπορούν να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν το 75% του ετήσιου εισοδήματος ενός ελεύθερου επαγγελματία όπως ενός δικηγόρου, τότε βιώνουμε την επιτομή του παραλογισμού» ανέφερε χαρακτηριστικά o κ. Βεσυρόπουλος.
Ο κ. Βεσυρόπουλος, ανέφερε ότι, ουσιαστικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες στοχοποιήθηκαν από την κυβέρνηση, που αποτελεί συνειδητή επιλογή της, η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, με περιτύλιγμα μία ψευδεπίγραφη ταξική πολιτική ενώ υποστήριξε ότι είναι ψευδεπίγραφη γιατί πολύ απλά αυτή η πολιτική οδηγεί τη μεσαία τάξη στη φτώχεια, μετατρέπει ελεύθερους επαγγελματίες σε φτωχούς και τους φτωχούς, για τους οποίους υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται αυτή η κυβέρνηση, σε επαίτες.
Έντονη κριτική άσκησε, στη λεγόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση του κ. Κατρούγκαλου, με το νόμο 4387/2016, υποστηρίζοντας ότι, μετατράπηκε σε έναν ακόμα μηχανισμό με φοροεισπρακτική λογική και χαρακτήρα, που απλά οδήγησε σε αύξηση των οφειλών των ελεύθερων επαγγελματιών. Μάλιστα, ο κ. Βεσυρόπουλος, μιλώντας με πρακτικά παραδείγματα ανέφερε: «Με τα σημερινά δεδομένα , ένας ελεύθερος επαγγελματίας με ετήσιο καθαρό εισόδημα 12.000 ευρώ, είναι αναγκασμένος να δίνει το 55% του εισοδήματος του σε φόρους και εισφορές. Ο φόρος εισοδήματος είναι 2.640 ευρώ. Οι ασφαλιστικές εισφορές 3.234 ευρώ, είναι το 26,95% του καθαρού εισοδήματος, 20% για την κύρια ασφάλιση και 6,95% υπέρ υγείας. Το τέλος επιτηδεύματος είναι 650 ευρώ. Έχουμε δηλαδή ένα σύνολο φόρων και εισφορών που ανέρχεται σε 6.524 ευρώ. Ξέρετε τι απομένει; Απομένουν 5.476 ευρώ, χωρίς να υπολογίσουμε την προκαταβολή 100% του φόρου εισοδήματος και φυσικά χωρίς να υπολογίσουμε τις πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις για δικηγόρους, γιατρούς και μηχανικούς, που συνίσταται σε επιβάρυνση 7% για επικουρική ασφάλιση και 4% για εφάπαξ. Με αυτά πρέπει να ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του και να πληρώσει και τον ΕΝΦΙΑ».
Μιλώντας για τις προτάσεις που έχει επεξεργαστεί η Νέα Δημοκρατία για την επόμενη μέρα, ο αναπληρωτής τομεάρχης ανέφερε ότι, «η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν αναλάβει σαφείς και συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την επόμενη μέρα. Δεσμεύσεις που θα μετατραπούν σε εφαρμοσμένες πολιτικές και μέτρα άμεσης μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί. Ποια είναι αυτά τα άμεσα μέτρα:
-Μείωση του αρχικού φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα στο 9% αντί του 22% που ισχύει σήμερα.
-Σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, με κλιμακούμενη μείωση από τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης μας.
-Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% σε δύο χρόνια.
-Μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 29% στο 20% εντός διετίας και μείωση του φόρου στα μερίσματα από το 15% στο 5%.
-Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών και εργαζομένων.
-Πλήρης αναμόρφωση του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με απλοποίηση διαδικασιών αλλά και τερματισμό της αναδρομικής ομηρίας του φορολογούμενου πολίτη από το Κράτος. Η φορολογική γραφειοκρατία που συνιστά οικονομικό και διοικητικό βάρος για τον ελεύθερο επαγγελματία θα τερματιστεί».
Επίσης, ο βουλευτής Ημαθίας, κατέστησε σαφές ότι, στον Τομέα Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας είναι ανοιχτοί στο διάλογο και σε ρεαλιστικές προτάσεις που θα κατατεθούν από το δικηγορικό κόσμο. Ενδεικτικά, ανέφερε ότι, θεωρεί εύλογο, πως θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός από την αμοιβή του δικηγόρου των ποσών, που εισπράττουν και αφορούν σε έξοδα ή πληρωμές για λογαριασμό του εντολέα τους. Και αυτό γιατί η απουσία σαφών κανόνων διαχωρισμού οδήγησε δυστυχώς σε φορολογικούς ελέγχους όπου η είσπραξη από τον δικηγόρο ποσών για λογαριασμό πελατών, καταλογίσθηκε τελικά ως εισόδημα του πρώτου. Ακόμη, υποστήριξε ότι είναι προς συζήτηση το είδος και το εύρος των εκπιπτόμενων από το εισόδημα επαγγελματικών δαπανών των δικηγόρων και της σύνδεσής τους με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Κλείνοντας την τοποθέτηση του ο κ. Βεσυρόπουλος, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Απέναντι στην οξύτητα και το διχαστικό λόγο, πρέπει να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνική πλειοψηφία που θα συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει επιτέλους η φορολογική πολιτική να αποκτήσει αναπτυξιακό χαρακτήρα και όχι μόνο εισπρακτικό με φόρους χωρίς τέλος και χωρίς λογική. Αυτό είναι το δικό μας μήνυμα».