«Με το “καλημέρα” του νέου έτους είμαστε στο “ίδιο έργο θεατές”. Στάση πληρωμών και στέγνωμα της αγοράς.
Ειδικότερα, το 1ο δίμηνο του έτους:
1ον. Η Κυβέρνηση συνεχίζει την εσωτερική στάση πληρωμών, στερώντας ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, επιβάλλοντας αυστηρή “δίαιτα” στον ιδιωτικό τομέα.
Οι δαπάνες διαμορφώθηκαν 1 δις ευρώ χαμηλότερα από το στόχο, συμπεριλαμβανομένου και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο έχει υψηλό συντελεστή βαρύτητας στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Το αποτέλεσμα είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου να έχουν πάρει, ήδη από τον Ιανουάριο, την “ανηφόρα”, φαινόμενο που αναμένεται να διατηρηθεί και να διογκωθεί τους επόμενους μήνες.
2ον. Στο σκέλος των εσόδων, η υπέρβαση του στόχου δεν οφείλεται σε αύξηση των φορολογικών εσόδων, αλλά στο συγκυριακά υψηλότερο μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο ήταν σχεδόν 50% μεγαλύτερο από το στόχο.
Αν το μέρισμα ήταν στο ύψος του στόχου, το μήνα Φεβρουάριο, θα είχαμε υστέρηση εσόδων.
Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η ιδεοληπτική εμμονή της Κυβέρνησης στην υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με μέτρα ύψους 5 δις ευρώ την περίοδο 2015 - 2016 και 2,5 δις ευρώ το 2017, έχει οδηγήσει στην εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Συμπερασματικά, η χώρα και η πραγματική οικονομία πληρώνουν πολύ ακριβά την αναποτελεσματικότητα, την αναβλητικότητα, τις παλινωδίες και τις ιδεοληψίες της σημερινής Κυβέρνησης.
Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής έχει καταστεί απολύτως αναγκαία και επείγουσα.
Η εμπροσθοβαρής υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, στην κατεύθυνση σταδιακής μείωσης της φορολόγησης των πολιτών, είναι επιβεβλημένη.
Αυτό όμως προϋποθέτει μια νέα μεταρρυθμιστική Κυβέρνηση, που μόνο οι εκλογές μπορεί να δώσουν».