Στην ομιλία του ο βουλευτής τόνισε ότι έχει έρθει η στιγμή να αποκατασταθεί η τιμή και αξιοπιστία της πολιτικής. Υποστήριξε δε, ότι τα φυσικά πρόσωπα που καλούνται να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον και να λάβουν δύσκολες αποφάσεις, δια της θεσμικής αρμοδιότητας τους, ορθώς προστατεύονται. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η προστασία αυτή δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως κάλυψη «ημετέρων». Γι’ αυτό το λόγο, ο Τάσος Μπαρτζώκας τάχθηκε υπέρ της αυστηροποίησης των επικείμενων διατάξεων, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι έχει γίνει κατάχρηση τους.
Υπενθυμίζεται ότι η προτείνουσα Βουλή, αξιολογώντας ότι στις σύγχρονες συνθήκες άσκησης κρατικών αρμοδιοτήτων εκλείπουν οι παράγοντες, που δικαιολογούν την ύπαρξη ενισχυμένων εγγυήσεων για την προστασία των βουλευτών, συμφώνησε με ευρεία συναίνεση την αναθεώρηση του λεγόμενου «ακαταδίωκτου». Επίσης, κρίθηκε ότι ο σύντομος χρόνος που επιφυλάσσει το υπάρχον Σύνταγμα για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργών είναι ασυμβίβαστος, τόσο με το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών, όσο και με το σκοπό που επεδίωκε ο συντακτικός νομοθέτης, ήτοι την αποφυγή διασυρμού των πολιτικών προσώπων. Ως εκ τούτου, με την υπερψήφιση τους στις 25 Νοεμβρίου, η άδεια για τη δίωξη των βουλευτών επί αδικημάτων που δεν σχετίζονται με την πολιτική δραστηριότητα τους θα δίδεται υποχρεωτικά, ενώ καταργείται η προθεσμία για την άσκηση δίωξης για ποινικά αδικήματα των Υπουργών.
Ο βουλευτής δεν παρέλειψε να εκφράσει την απογοήτευση του για την «ατολμία» της εν λόγω αναθεώρησης, επιρρίπτοντας την ευθύνη στην προηγούμενη κυβερνητική πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, επέκρινε την ιδεολογική αγκύλωση του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της εκ μέρους του απόρριψης εκσυγχρονιστικών προτάσεων που είχε καταθέσει η ΝΔ, αναφερόμενων σε δημοσιονομικά και ζητήματα παιδείας
Με αφορμή την τοποθέτηση του στη Βουλή επί της αναθεωρητικής διαδικασίας, ο Τάσος Μπαρτζώκας δήλωσε:
«Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι μια κορυφαία στιγμή για τη συνταγματική και κοινωνική πραγματικότητα μιας χώρας. Η αναθεώρηση που συντελείται αυτό το διάστημα θα έπρεπε να αποδεικνύει ότι είμαστε σοφότεροι. Δυστυχώς, με ευθύνη της απελθούσας κυβέρνησης, αυτό δε συνέβη. Η επικείμενη αναθεώρηση δεν εμφανίζει δείγματα ότι κοιτάζουμε προς το μέλλον, στο μέλλον των παιδιών μας και της ανασυγκρότησης της χώρας. Βέβαια διορθώνουμε πολιτικά σφάλματα του παρελθόντος, και αυτό είναι σημαντικό.
Θεωρώ αυτονόητο ότι τα κρατικά όργανα πρέπει να προστατεύονται μόνο για να μπορούν να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Ούτε τις επιδιώξεις τους, ούτε τις σκοπιμότητες των εκάστοτε συμφερόντων. Το φορτίο της ευθύνης για αυτούς που καθορίζουμε το μέλλον το δικό μας και των επόμενων γενεών, είναι αναμφίβολα βαρύ. Πρωτίστως όμως είναι τιμητικό, γι’ αυτό και πρέπει να το σεβόμαστε.»
Αναλυτικά η ομιλία:
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, κ. Υπουργοί, κύριοι συνάδελφοι,
Θα ξεκινήσω την τοποθέτηση μου κάνοντας μια θλιβερή διαπίστωση, η οποία προφανώς, δεν αφορά την επιτροπή που επεξεργάστηκε την αναθεώρηση, δεν αφορά τον αγαπητό κ. Στυλιανίδη, τον αγαπητό κ. Τζαβάρα που ήταν εισηγητής, αλλά μάλλον κ. συνάδελφε κοιτούσατε σε λάθος μεριά όσο λέγατε αυτά που είπατε πριν.
Κι’ αυτό γιατί η αναθεώρηση του Συντάγματος θα έπρεπε να είναι εξ ορισμού μια αναστοχαστική διαδικασία. Το καταληκτικό αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης με την ιστορική εμπειρία, την επίγνωση και την πολιτική ευθύνη. Λυπάμαι που θα ξεκινήσω απαισιόδοξα αλλά στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια εσωστρεφή αναθεώρηση.
Και γιατί καταλήγω σε αυτό το συμπέρασμα; Γιατί πρόκειται για μια αναθεώρηση, εγκλωβισμένη. Εγκλωβισμένη στην εσωστρέφεια και στη διόρθωση των σφαλμάτων του πολιτικού συστήματος του παρελθόντος. Εννοείται ότι η διόρθωση έχει τη σημασία της. Αλλά δυστυχώς δεν πρόκειται για μια αναθεώρηση που συμπυκνώνει την επίγνωση της εμπειρίας που αποκτήσαμε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι το νέο σύνταγμα που θα προκύψει με την ολοκλήρωση της, θα είναι το επιστέγασμα του σχεδίου και του οράματος για την ανασυγκρότηση της χώρας μας.
Και δε μιλώ μόνο σε επίπεδο οικονομίας, καθώς λόγω των μυωπικών αγκυλώσεων η απελθούσα πλειοψηφία απέτρεψε την ενσωμάτωση του χρυσού δημοσιονομικού κανόνα, ως συνταγματικής διάταξης. Τι και αν εξαιτίας των χειρισμών της έχουμε δεσμευθεί για υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060;
Μιλώ κυρίως για την ιδεολογική αγκύλωση, εξαιτίας της οποίας χάσαμε την ευκαιρία για τα επόμενα τουλάχιστον 8 χρόνια, να γίνουμε πρωτοπόροι στο ζήτημα της εκπαίδευσης. Αντί να εξάγουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, την παιδεία, καθηλωθήκαμε στο να παραμένουμε ουραγός των εξελίξεων.
Βεβαίως την ευθύνη κυρίες και κύριοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης την έχετε εσείς. Και θα τη χρεωθείτε. Διότι επιμείνατε, να ασκείτε όλες τις πολιτικές σας, όσο διάστημα ήσασταν πλειοψηφία, με γνώμονα το δόγμα του Κέυνς: «Μακροπρόθεσμα όλοι θα έχουμε πεθάνει, άρα μας νοιάζει μόνο το τώρα, άντε και το κοντινό αύριο». Τα παιδιά και τα εγγόνια μας όμως θα είναι αποδέκτες των πολιτικών μας και η ζωή τους θα καθορίζεται από αυτές τις επιλογές. Άρα εκεί θα έπρεπε να έχουμε εστιάσει, ώστε να αποτρέψουμε το μέλλον του τόπου να υποστεί αυτό που υπέστη ο ελληνικός λαός όλα αυτά τα χρόνια. Δεν το κάναμε και το αποτύπωμα της ιστορίας δε θα είναι θετικό.
Ερχόμενος τώρα στο αντικείμενο της σημερινής θεματικής συζήτησης: οι προτεινόμενες προς αναθεώρηση διατάξεις του αρ. 62 και του αρ. 86, σχετικά με την περιστολή του ακαταδίωκτου των βουλευτών και της κατάργησης της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας της ποινικής ευθύνης των Υπουργών. Πρόκειται για διατάξεις που ψηφίστηκαν με μεγάλες πλειοψηφίες. Αυτό έχει τη σημασία του. Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εκδηλώνεται ότι οι επιτακτικές πλειοψηφίες που θέτει το αυστηρό μας Σύνταγμα, οι μη εθελοντικές δηλαδή, επετεύχθησαν λόγω ευρύτατης συναίνεσης. Και δε χρειάζεται να επισημάνω ότι η συναίνεση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση της Αναθεώρησης.
Επιπρόσθετα, οι πλειοψηφίες αυτές καταδεικνύουν την ανάγκη του πολιτικού κόσμου να αποκαταστήσει την τιμή της πολιτικής και το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές είχε γίνει καταχρηστική χρήση των λεγόμενων «προνομίων» των βουλευτών και των Υπουργών. Αντί η χρήση τους να εξαντληθεί στη διασφάλιση της ομαλής και αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων τους, χρησιμοποιήθηκαν ως δείγμα κακώς εννοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης.
Με την ψήφιση του αναθεωρητέου αρ. 62, η άδεια για τη δίωξη των βουλευτών για αδικήματα που δεν συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων και την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή, θα δίνεται υποχρεωτικά.
Αντίστοιχα, η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει ποινική δίωξη σε Υπουργό, δίνει τέλος στο προνομιακό καθεστώς της ποινικής ευθύνης. Θα ήθελα να υπενθυμίσω σε αυτό το σημείο ότι πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου για την ποινική ευθύνη είχε κάνει ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ήδη από το 2007. Η οποία, όπως θυμάστε, δε βρήκε την απήχηση από την τωρινή αξιωματική αντιπολίτευση.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σταθώ στο εξής: Οι ασκούντες πολιτική, υπό την έννοια των φυσικών προσώπων που λαμβάνουν αποφάσεις, δε μπορούν να εξομοιωθούν με τους κοινούς πολίτες, στο πλαίσιο μιας ισοπεδωτικής ισότητας. Διότι, τι είναι η πολιτική αν όχι η δραστηριότητα με την οποία αναδιανέμεται η ισχύς, η δύναμη μεταξύ αντίρροπων και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων; Υπό αυτό το πρίσμα, τα συνταγματικά εχέγγυα για την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους, την ανθεκτικότητα των οποίων επιβεβαιώνει και η ίδια η ιστορία, οφείλουν να υπάρχουν. Προκειμένου να μην φτάσουμε στην πλήρη αδράνεια. Προκειμένου να αναλαμβάνουμε με τόλμη την εξισορρόπηση αυτών των συμφερόντων, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Το αναφέρω αυτό, διότι παρακολουθώντας την διεξαγωγή των συνεδριάσεων της αναθεωρητικής επιτροπής, άκουσα προτάσεις περί πλήρους κατάργησης.
Βέβαια όμως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η αποκατάσταση της τιμής του πολιτικού κόσμου, είναι κατά βάση αποκατάσταση της τιμής της πολιτικής. Και αυτή, αλήθεια, διέρχεται μέσω της αλλαγής της συνταγματικής τάξης;
Η αποκατάσταση της τιμής της πολιτικής ανάγεται στη νοοτροπία και στο πολιτικό ήθος που πρέπει να έχουμε. Παραφράζοντας ελαφρά την έκφραση του κορυφαίου πολιτικού στοχαστή Μαξ Βέμπερ: δε μπορούμε να τολμάμε να βάζουμε τα χέρια μας στον τροχό της ιστορίας χωρίς συναίσθηση του μέτρου, της ευθύνης και του πάθους.