Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Επιτακτική κρίνεται πλέον η ανάγκη των καταναλωτών για αναζήτηση φθηνότερων και φιλικών προς το περιβάλλον ενεργειακών πηγών, ειδικά τώρα που η οικονομική κατάσταση των πολιτών γίνεται ασφυκτική, εξαιτίας την κρίσης.
Μία λύση στο πρόβλημα, αποτελεί η χρήση του φυσικού αερίου, το οποίο είναι «καθαρό», εύχρηστο, φιλικό προς το περιβάλλον και κυρίως οικονομικότερο.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ) Χάρη Σαχίνη: "Η επιχείρηση ως εισαγωγέας φυσικού αερίου, στοχεύει στην ανάδειξη της χώρας σε κόμβο Φυσικού αερίου. Είτε αυτό έρχεται από τη Ρωσία, την Κασπία, το Κατάρ, τη Μέση Ανατολή, χώρες της Βορείου Αφρικής με LNG ή και μέσω του ελληνο-ιταλικού αγωγού".
Ωστόσο απαιτείται η επέκταση του δικτύου διανομής σε άλλες περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να αυξηθεί η κατανάλωση φυσικού αερίου σε περισσότερες εφαρμογές χρήσης του.
Σήμερα η ΔΕΠΑ διαθέτει 2 σταθμούς ανεφοδιασμού λεωφορείων με φυσικό αέριο που εφοδιάζουν το 20% των λεωφορείων του ΟΑΣΑ στην Αττική, ενώ το συνολικό ποσοστό χρήσης του στη βιομηχανία, στις περιοχές όπου υπάρχει δίκτυο, αγγίζει το 90%.
Στο Λεκανοπέδιο η ΕΠΑ Αττικής, αποκλειστικός διανομέας φυσικού αερίου, προμηθεύει φυσικό αέριο σε 230.000 νοικοκυριά, 5.500 επιχειρήσεις και 400 βιομηχανίες μέσω δικτύου 3.000 χλ. που εκτείνεται σε περισσότερους από 65 δήμους της Αττικής, ενώ έχει σε εξέλιξη το πρόγραμμα χρηματοδότησης των εγκαταστάσεων θέρμανσης αερίου σε μεγάλες πολυκατοικίες προσφέροντας δωρεάν τα τέλη σύνδεσης.
Στην χώρα μας, με την κατάσταση της οικονομίας στο κόκκινο η πίεση φθάνει στο ζενίθ, ενόψει της εξομοίωσης των καυσίμων, η οποία θα αδειάσει σε μεγάλο βαθμό το πορτοφόλι κάθε νοικοκυριού. Ήδη, φορείς όπως το ΤΕΕ εκφράζοντας την αναστάτωση των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας (με ανάγκη θέρμανσης 7-8 μήνες ετησίως), κάνει λόγο για ενεργειακή φτώχεια και προτείνει ρύθμιση για την περιοχή. Το συγκεκριμένο πρόβλημα ώθησε τους καταναλωτές στη χρήση του φυσικού αερίου. Ήδη το 2010, η ΕΠΑ Αττικής συνέδεσε στο δίκτυο 7.900 νέα νοικοκυριά τα οποία (κατά την περίοδο ισχύος του προγράμματος) αυξήθηκαν κατά 36% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2009.