Αρχείο
- Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Κραυγή αγωνίας εκφράζει ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ημαθίας κ. Νίκος Ουσουλτζόγλου με επιστολή του στον Υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, τον Αναπληρωτή Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων κ. Βαγγέλη Αποστόλου και τον Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων κ. Παναγιώτη Σγουρίδη , τονίζοντας ότι το 25% του κάμπου της Βόρειας Ελλάδας θα μείνει ακαλλιέργητο. Συγκεκριμένα στην επιστολή ο κ. Ουσουλτζόγλου αναφέρει τα εξής:
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ, Σε συνέχεια της ενημέρωσης που είχαμε για την «Πράσινη Ενίσχυση» όπως αυτή θα ισχύσει με την νέα ΚΑΠ 2015-2020, και ειδικότερα αναφορικά :
1. με την υποχρέωση εναλλαγής τουλάχιστον 2 καλλιεργειών με μέγιστη κάλυψη 75% ανά καλλιέργεια σε εκμεταλλεύσεις με αρόσιμες εκτάσεις από 100 στρέμματα και άνω, και
2. την περιοχή οικολογικής εστίασης 5% ΑΝΩ ΤΩΝ 150 στρεμμάτων συμπεριλαμβανομένων και στοιχείων του τοπίου για αρόσιμες εκτάσεις, επιθυμούμε να σας επισημάνουμε τα πολλαπλά προβλήματα που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη πολιτική και που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, και σίγουρα πριν την προσεχή εαρινή καλλιεργητική περίοδο.
Όπως γνωρίζεται, τη φετινή καλλιεργητική χρονιά, με τις ιδιαίτερα πολλές βροχοπτώσεις, οι αγροί βρίσκονται ακόμη σε αρχικό ή σε μηδενικό στάδιο προετοιμασίας, γεγονός που δεν δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής πολλών εαρινών καλλιεργειών. Σε ότι αφορά τις εκτατικές καλλιέργειες, στις περισσότερες περιοχές ειδικότερα της βόρειας Ελλάδας όπου καλλιεργούταν βαμβάκι, θα καλλιεργηθούν υποχρεωτικά μεγάλες εκτάσεις καλαμποκιού, με εξαιρετικά αμφίβολη τόσο τη διάθεση του προϊόντος, όσο και την πρόσοδο των αγροτών.
Η αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων με καλαμπόκι στη βόρεια Ελλάδα υπολογίζεται σε 20% τουλάχιστον. Επιπρόσθετα, η αντικατάσταση του βαμβακιού από το καλαμπόκι προδικάζει πρόσθετο χαμένο εισόδημα για τους αγρότες, λαμβάνοντας υπόψη την μέση πρόσοδο των δύο προϊόντων την τελευταία πενταετία.
Ακόμη, όπως γνωρίζεται τα ενοίκια των αγροτικών εκτάσεων στην Ελλάδα είναι τα ακριβότερα μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, λόγω των περιορισμένων αρδεύσιμων εκτάσεων, οπότε η περιοχή οικολογικής εστίασης έχει σαν αποτέλεσμα πρόσθετο χαμένο εισόδημα για τους αγρότες, τουλάχιστον κατά 40 € ανά στρέμμα.
Επιπλέον, το μέτρο δε λαμβάνει υπόψη περιοχές όπου το βαμβάκι ήταν μονοκαλλιέργεια. Στις περιοχές αυτές υπάρχει μηχανολογική υποδομή για την καλλιέργεια βαμβακιού, όχι όμως καλαμποκιού, ενώ το σύνολο των καλλιεργητικών εξόδων έχουν διαμορφωθεί με γνώμονα την πρόσοδο από την καλλιέργεια βάμβακος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση των εξόδων καλλιέργειας με παράλληλη μείωση της προσόδου.
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η μεγάλη ομολογουμένως πιθανότητα να αργήσει περεταίρω η σπορά του καλαμποκιού, λόγω των βροχοπτώσεων, με αποτέλεσμα να σπαρθούν ολιγοήμερες ποικιλίες (3μηνών) με 40% κατά μέσω όρο μικρότερες στρεμματικές αποδόσεις και συνεπώς μεγάλη μείωση του αγροτικού εισοδήματος.
Θα πρέπει ακόμη να λάβετε υπόψη το γεγονός ότι σε περιοχές όπου οι αγροί δεν έχουν ικανό αρδευτικό δίκτυο και οι αγρότες καλλιεργούν κατά το πλείστον σιτηρά, αντιμετωπίζουν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα με την πολιτική της «Πράσινης Ενίσχυσης». Το γεγονός αυτό οδηγεί αυταπόδεικτα στην καλλιέργεια φυτών που δεν ευδοκιμούν στα συγκεκριμένα εδάφη με αποτέλεσμα τη περεταίρω μείωση του αγροτικού εισοδήματος αλλά και την εξαπάτηση του κράτους αναφορικά με τη χορήγηση των επιδοτήσεων.
Επιπρόσθετα, όπως γνωρίζεται, η καλλιέργεια βαμβακιού επιδοτείται με συνδεδεμένη ενίσχυση 187 εκ. € για καλλιεργούμενη έκταση 2,5 εκ. στρεμμάτων. Με την πολιτική που προτείνεται, προβλέπεται αναπόφευκτα η μείωση της καλλιέργειας βάμβακος στα 2 εκ. στρέμματα γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα την πρόσθετη απώλεια αγροτικών εισοδημάτων ύψους 40 εκ. € από την συνδεδεμένη ενίσχυση βάμβακος.
Για τους παραπάνω λόγους αλλά και για μια σειρά ακόμη, που δεν δύναται να αναπτυχθούν σε μια σύντομη επιστολή, ζητάμε την αναστολή των παραπάνω πολιτικών, τουλάχιστον για τη φετινή καλλιεργητική περίοδο και τον επανακαθορισμό αυτών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή στη χώρα.
Οι πολιτικές που εφαρμόζονται θα πρέπει να στοχεύουν στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσοδο των αγροτών με το μικρότερο δυνατό κόστος, προκειμένου να εκμεταλλευτούμε τις οικονομίες κλίμακας, να επιτύχουμε μακροχρόνια βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη και οικονομικά ωφέλιμη για τη χώρα μας.