Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Του Σίμου Ανδρονίδη
«Πως έγινε έτσι; - το κενό οικοδομημένο στοές και στοές· κι οι νεκροί να γνωρίζουν το’ να παράθυρο, τ’ άλλο, τη χαραγμένη πόρτα. «Θα γυρίσω –είχε πει· - το κλειδί το’ χω αφημένο κάτω απ’ τη γλάστρα». Δεν ήρθε. Η αναμονή στη σκάλα και στον τοίχο. Πιο μέσα ήταν ο απρόσωπος καθρέφτης· - αυτός είχε κρατήσει το κλειδί και το πρόσωπο, είχε κρατήσει το τραπέζι με τη λάμπα· στη μέση ανέπαφο το μεγάλο ταριχευμένο ψωμί» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Στο κέντρο’).
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε την ποιητική συλλογή ‘Μονοβασιά’ κινούμενος και ενθυμούμενος την ιδιαίτερη ‘πατρίδα’ του, την Μονεμβασιά. Ο ποιητής, με ιδιαίτερη προσοχή, ενσωματώνει στο ποίημα του μνήμες, χρόνια περασμένα, ημέρες που ορίζονται από το μεγάλο εύρος της ποίησης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γιάννης Ρίτσος «αντλεί» ποιητικό υλικό από τις πέτρες της Μονεμβασιάς, και ιδιαίτερα από τον μεγάλο βράχο που δεσπόζει στην περιοχή. Κάθε λέξη του «σκαλίζεται» στους δρόμους και στις «πέτρες» της γενέθλιας πόλης. Και ορμώμενος από την γενέθλια γη και τις μνήμες της, προσφέρει στους μη υποψιασμένους αναγνώστες ένα ποιητικό «υλικό» «ατόφιο» και άμεσο, θεμελιώδες και «γεμάτο» γνώση για την αποστολή της ποίησης.
«Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδηρόπετρα. Πάνοπλη θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία. Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο. Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες. Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ το κατάντικρυ στα τείχη κι ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. Τα τσακμάκια τους κροτούν στην κόψη της παλάμης τους· σπιθοβολούν. Εγώ – είπε – θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω απ’ τη μαλακή συνέχεια, πατώντας στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησιάς με τ’ αναμμένα μανουάλια. Εγώ με το γαλάζιο κόκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια».
Λιτό το σκηνικό, εκεί όπου κυριαρχεί ο μεγάλος βράχος που ορίζει και νοηματοδοτεί την ζωή στην Μονεμβασιά. «Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο». Από εκεί ξεκινούν όλα. Ο βράχος αποτελεί την αφετηρία της ποιητικής σύνθεσης του Γιάννη Ρίτσου ακριβώς διότι ο βράχος δεσπόζει στην περιοχή, στέκοντας «ακοίμητος φρουρός». Κι όπως βράχος επιβλέπει την ζώσα κίνηση έτσι και η ποίηση επιβλέπει τα συμβάντα της ανθρώπινης ζωής και της ιστορίας. Εικόνες καθημερινές, που μέσα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου γίνονται οικείες, ζεστές, όψεις χαρακτηριστικές της καθημερινότητας. Οι ακτίνες του ήλιου «πυρακτώνουν» το τοπίο, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τις ομορφιές του τοπίου αλλά και τον θάνατο, τον θάνατο που «εμφιλοχωρεί» στην ποίηση του.
Ο «αμείλικτος» ήλιος συμφύεται οργανικά με το ποιητικό μέτρο του Γιάννη Ρίτσου. Όπως οι ακτίνες του ήλιου «εγγίζουν» την γη, έτσι και οι λέξεις του Γιάννη Ρίτσου, λέξεις χαρακτηριστικές του ποιητικού του γίγνεσθαι «εγγίζουν» το μέτρο του ανθρώπου στο διάβα της ζωής. Ο σπουδαίος Λάκωνας ποιητής μετασχημάτισε το κοινωνικό-πολιτικό πράττειν σε ποίηση της «μίκρο» και της «μάκρο» κλίμακας, εκεί όπου στέκει ο άνθρωπος-προλετάριος και ο ευγενής σκοπός της απελευθέρωσης του. Έτσι απλά «ο βράχος. Τίποτ’ άλλο». Από εκεί εκκινούν όλα και εκεί καταλήγουν. Ο μεγάλος και σκληρός βράχος ορίζει την ποιητική ‘Μονοβασιά’, «χαράζει» τις ζωές των ανθρώπων της. Και ο βράχος στέκεται δίπλα στον ποιητή, έτσι όπως ο επιβλητικός Ταΰγετος στέκει δίπλα στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο. Οι δύο Λάκωνες ποιητές ενδόμυχα επικοινωνούν, επικοινωνούν με νοήματα και αξίες που υπερβαίνουν σύνορα και κανόνες. Ο βράχος της Μονεμβασιάς και ο Ταΰγετος αποτελούν δύο συμβολικά «σύνορα» που συγκροτούν το ποιητικό όλον.
«Έρωτας είναι η σκληρότερη πέτρα και τα εύθραυστα αρμυρόβρεχτα καράβια, έρωτας το άλλο πέτρινο καράβι, το αταξίδευτο, χιλιοταξιδεμένο στους ψηλότερους πόντους·- ώ αδημονία της υπομονής, -μ’ έρωτα δούλεψα το θάνατο μου, μ’ έρωτα και τη δουλειά μου· κατέβηκα- είπε- στο παζάρι της χώρας, αγόρασα πρόκες, κουβαρίστρες, βελόνες, το σφυρί, το πριόνι, δυό σανίδες, τρία μέτρα πορφυρό πανί, πέντε γαλάζιο, ένα πάκο παλιές εφημερίδες. Ανέβηκα πάλι στο άδειο κάστρο, έσιαξα τη στολή του Ναυτικού· γέμισα τη φανέλα του τσουκνίδες, το βρακί του χαλίκια. Τον έστησα Σκιάχτρο στα χαλάσματα για τα κοράκια και τους γλάρους. Τα πουλιά ξεμάκρυναν τρομαγμένα· μ’ αφήκανε μόνο. Έγειρα τότε στον ώμο του Σκιάχτρου μου κι έκλαψα ευτυχισμένος, νιώθοντας στα μαλλιά μου την ανάσα απ’ το σαρκώδες ανύπαρκτο στόμα- ευτυχισμένος, ναι, γιατί μοναχός μου διάλεξα τούτη τη μοίρα όπως διάλεξα κάτω στο παζάρι τα καρφιά, τις κλωστές, το πανί, τα σανίδια».
Διαλέξαμε το ποίημα ‘το σκιάχτρο’ ακριβώς διότι ο ποιητής με λίγες λέξεις που όμως κάνουν την πολύτιμη διαφορά, αναφέρεται στον έρωτα, στον έρωτα που «είναι η σκληρότερη πέτρα» που νικάει τον χρόνο και την λήθη. Και εδώ ο Γιάννης Ρίτσος «συνομιλεί» με τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού και με το δοκίμιο του ‘εγκώμιο για τον έρωτα’. Ο ποιητής μας υπενθυμίζει ότι ο έρωτας είναι μία βαθιά ανθρώπινη «διαδικασία» που «εγγίζει» και σφραγίζει πολύπλευρα την ίδια την πορεία του ανθρώπου στο «χώρο» και στον «χρόνο». Δεν είναι μία απλή «μηχανική» του φιλιού και της ερωτικής πράξης.
Ο έρωτας μετασχηματίζει το ανθρώπινο είναι, ο έρωτας είναι «το άλλο πέτρινο καράβι, το αταξίδευτο, χιλιοταξιδεμένο στους ψηλότερους πόντους». Σε αυτό το μικρό ποίημα από την ποιητική συλλογή ‘Μονοβασιά’ ο έρωτας δύναται να υπερβεί τα σκουριασμένα «λόγια», τις εφήμερες πράξεις, τον καθημερινό θάνατο της λήθης. Ο ποιητής «συνδιαλέγεται» με το σκιάχτρο, προσδίδοντας του ανθρώπινες ιδιότητες. Νιώθει την ανάγκη να ανασάνει και να «εξομολογηθεί» σκέψεις και πράξεις μίας άλλης εποχής και ενός τωρινού καιρού. Και νιώθει ευτυχισμένος όπως ένας ερωτευμένος δέχεται όχι τα μυθικά «βέλη» αλλά τις πολύπλευρες πτυχές του έρωτα. Νιώθει ευτυχισμένος με τα απλά υλικά, με τις λέξεις του που σχηματοποιούν το πολύτιμο «είναι» της ποίησης του. Ο έρωτας γίνεται το όχημα που «ταξιδεύει» τον ποιητή, τον σφυρηλατεί, καθότι ουσιαστικά μας λέει πως με τον έρωτα πορεύτηκε σε όλη του την ζωή, με τον έρωτα που νοείται ως επαναστατική ρήξη με τις καθωσπρέπει συμβάσεις. «Ο έρωτας για τον Μπαντιού είναι μια κατασκευή, μια διαδικασία αλήθειας και ξεκινά με ένα συμβάν».
Ο έρωτας είναι μία διαδικασία αλήθειας και για τον Γιάννη Ρίτσο, μία διαδικασία που καταρρίπτει τις ψευδαισθήσεις της συμβατικότητας. «Ρίξαν στ’ αρχαία πιθάρια τα κλειδιά της πόλης. Δάγκωμα του σκορπιού στη μνήμη. Η φωνή της κουκουβάγιας ψηλά στο βράχο απ’ τις ρωγμές της νύχτας. Τότε ένα παιδί μαρμάρωσε μ’ ένα καλάθι στον αγκώνα. Ήρθαν η αφάνα, η φτέρη, η κάππαρη να κρύψουν τα σημάδια, ν’ αλλάξουν τη μοίρα, κολλημένη στο διάτρητο τείχος, εκεί που το νερό διφορούμενο μιλάει με την πέτρα, εκεί που σμίγει η περηφάνια με την ταπεινοφροσύνη».
Κι η πλούσια ποίηση του Γιάννη Ρίτσου σμίγει ακριβώς την ‘περηφάνια’ με την ‘ταπεινοφροσύνη’, προσφέρει, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, στιγμές και συμβάντα υπέρβασης.