Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Του Σίμου Ανδρονίδη
Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, μετά την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015, κατέχει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Νέα Δημοκρατία έλαβε το 27,81% των ψήφων, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 είχε λάβει το 29,66% των ψήφων. Η πτώση του ποσοστού της είναι σχετικά μικρή, κάτι που καταδεικνύει ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας διατήρησε κοινωνικές δυνάμεις. Όμως, η εκλογική ήττα δεν παύει να θεωρείται και να είναι ήττα, ήττα που ‘εγγίζει’ το πλαίσιο της «διείσδυσης» ενός πολιτικού κόμματος στο πεδίο του κοινωνικού. Και η εκλογική (κοινωνική) ήττα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας είναι στρατηγική, ακριβώς διότι αυτή η ήττα ορίζεται και προσδιορίζεται ως ήττα της πολιτικής και οικονομικής στρατηγικής που ακολούθησε το προηγούμενο διάστημα η Νέα Δημοκρατία ως ο μείζων κυβερνητικός εταίρος.
Οι πολιτικές της σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας οι οποίες «συμπίεσαν» την «υλικότητα» του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων, παρήγαν τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση μίας πολιτικής και ιδεολογικής «κρίσης», που ακριβώς αποκρυσταλλώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως αυτή η δομική κρίση πολιτικής στρατηγικής έγινε ακόμη πιο έντονη την επαύριον της εκλογικής αναμέτρησης του Ιανουαρίου. Η Νέα Δημοκρατία ως κομματική ολότητα συμπυκνώνει τα περιορισμένα «όρια» της πολιτικής που ακολουθήθηκε μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, από τις οποίες το κόμμα εξήλθε ως μείζον κυβερνητικός εταίρος. Η πολιτική περιδίνηση στην οποία έχει περιέλθει αποτελεί αποτέλεσμα αυτών των περιορισμένων «ορίων» της πολιτικής που ακολουθήθηκε.
Η ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, με επικεφαλής τον πρόεδρο του κόμματος και πρώην πρωθυπουργό της χώρας Αντώνη Σαμαρά, κινείται πάνω στους άξονες μίας προσίδιας μνημονιακής πολιτικής «συνέχειας» και «κανονικότητας»: αυτή η πολιτική στάση νοηματοδοτεί την ανάγκη και την αναγκαιότητα εφαρμογής της συγκεκριμένης πολιτικής λιτότητας και σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Με αυτόν τον τρόπο, το Μνημόνιο ως βασική πολιτική στρατηγική της μετά το 2012 Νέας Δημοκρατίας είναι το σημαίνον που ορίζει και τα σημαινόμενα της πολιτικής και ιδεολογικής δράσης του κόμματος. Ως βασική και θεμελιώδης όψη της πολιτικής μνημονιακής «συνέχειας» αναδύεται η περίφημη πλέον θεωρία της αριστερής «παρένθεσης».
Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά της θεωρίας της αριστερής «παρένθεσης», χωρίς μάλιστα να έχει αναλύσει στοιχειωδώς τα αίτια της εκλογικής ήττας και των κοινωνικών αναδιατάξεων και τομών που επήλθαν. Αυτή η θεωρία σχηματικά εστιάζει στο ότι η κυβέρνηση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα «προσκρούσει» στις αδήριτες ανάγκες της διαμορφωμένης κοινωνικής και οικονομικής «πραγματικότητας». Ως εκ τούτου, θα «καταρρεύσει» αφενός μεν υπό το βάρος της έμμεσης και άμεσης πολιτικής αποδοχής του μνημονίου, αφετέρου δε υπό το βάρος της δύσκολης προσαρμογής στο συγκεκριμένο μνημονιακό «συνεχές». Ως εκ τούτου, τη απουσία πραγματικής και περιεκτικής οικονομικής εναλλακτικής, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας θα κληθεί να αναλάβει την συνέχιση των μόνων «λογικών» και «ορθών» πολιτικών που τροχιοδρομούν την ελληνική οικονομία στις «ράγες» του εκσυγχρονισμού, της άρσης των «συντεχνιακών εμποδίων» και της ανάπτυξης.
Η επιμονή στη θεωρία της αριστερής «παρένθεσης» είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω εκλογική (κοινωνική) συρρίκνωση της Νέας Δημοκρατίας, όποτε και αν διεξαχθούν εκλογές. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι ουσιαστικά δεν έχουν συζητηθεί και αναλυθεί τα αίτια της εκλογικής ήττας της Νέας Δημοκρατίας, κάτι που ασφαλώς προϋποθέτει την διεξαγωγή μίας συζήτησης στην οποία θα λάβει μέρος και η οργανωμένη βάση της κομματικής συσσωμάτωσης. Ένα μήνα μετά τις εκλογές, έχει συγκληθεί απλώς η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, η οποία και απετέλεσε «πεδίο» ανάγνωσης της αρχηγικής έκθεσης ιδεών.
Χωρίς να διαφαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα η διεξαγωγή ενός προγραμματικού συνεδρίου όπου θα συζητηθούν και θα αναλυθούν τα αίτια της εκλογικής ήττας καθώς και η πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία του κόμματος, η Νέα Δημοκρατία «πορεύεται» μετεκλογικά διαμορφώνοντας ως άμεσο και θεμελιώδη όρο «ύπαρξης» και λειτουργίας την αναγκαιότητα της κυβερνητικής πολιτικής που ακολουθήθηκε. Η μνημονιακή «συνέχεια» επικαθορίζει την μέχρι στιγμής αντιπολιτευτική στρατηγική του κόμματος. Την προηγούμενη πολιτική περίοδο, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας συνέβαλλε στην ανάδυση και στην αποκρυστάλλωση ενός περιβόητου «αυταρχικού κρατισμού» που ισοδυναμεί ουσιαστικά με την αυταρχική «επισφράγιση» της κοινωνικής ολότητας.
Σε παλαιότερο άρθρο μας είχαμε επισημάνει: «ο αυταρχικός κρατισμός που έχει επικρατήσει στα χρόνια της βαθιάς και οξυμμένης οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης, αποτελεί συστατικό στοιχείο του κόμματος υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, ιδιαίτερα μετά τις διπλές εκλογές του 2012. Αυτή η δομική μετατόπιση του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας προς τα δεξιά, επισφραγίζεται με την σκλήρυνση της στάσης του κόμματος απέναντι στους μετανάστες, με την σταδιακή κατίσχυση του δόγματος «νόμος και τάξη», με την προτεραιότητα που αποδίδει το κόμμα στα σώματα ασφαλείας, και φυσικά, με την αναβίωση ενός έντονα εμφυλιοπολεμικού, διχαστικού και αντικομμουνιστικού πολιτικού λόγου. Η Νέα Δημοκρατία ως το μείζον κόμμα της συγκυβέρνησης, και με την «σιωπηρή» αποδοχή του ΠΑΣΟΚ, έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για «αυταρχικοποίηση» της πολιτικής διαπάλης και του προγραμματικού και ιδεολογικού λόγου».
Στις συνθήκες της βαθιάς οικονομικής κρίσης, η Νέα Δημοκρατία «ανασυγκροτήθηκε» πάνω στη βάση της «αυταρχικής» και «περιχαρακωμένης» ιδεολογικής αντίληψης η οποία και αποκρυσταλλώθηκε στο πεδίο του κοινωνικού. Πλέον, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας αντιμετωπίζει μία κρίση πολιτικής στρατηγικής, καθότι οι πολιτικές της λιτότητας που συνεχίζει να υποστηρίζει οδήγησαν το κόμμα στην εκλογική ήττα. Ο «πανδαμάτωρ» πολιτικός χρόνος θα δείξει ποιο θα είναι το μέλλον του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.