Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Του Σίμου Ανδρονίδη
«There’s room at the top they’re telling you still But you must learn how to smile as you kill If you want to be like the folks on the hill, A working class hero is something to be A working class hero is something to be If you want to be a hero well just follow me If you want to be a hero well just follow me» (John Lennon, ‘Working Class Hero’).
Το ζήτημα της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ιδίως την σημερινή περίοδο η οποία νοηματοδοτείται από τις συνέπειες της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης. «Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι απαραίτητος για μια ακριβή προσέγγιση της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται σε γενικές γραμμές προκειμένου να υποδηλώσει το ποσοστό των συνδικαλισμένων μισθωτών στο σύνολο του μισθωτού πληθυσμού της οικονομίας ή των επιμέρους κλάδων της. Η συνδικαλιστική πυκνότητα δίνει μια εικόνα των αλλαγών που συντελούνται στις σχέσεις μεταξύ συνδικάτων και μισθωτών εργαζομένων και της κατεύθυνσης προς την οποία κινούνται οι εργασιακές σχέσεις σε μια χώρα. Η συστηματική παρακολούθηση του ποσοστού της συνδικαλιστικής πυκνότητας, σε συνδυασμό με τη διαχρονική της εξέλιξη, μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό κριτήριο για την ικανότητα των συνδικάτων, ως θεσμικών μορφών οργάνωσης και εκπροσώπησης της εξαρτημένης εργασίας, να κινητοποιούν εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που είναι απαραίτητες για την προώθηση των διεκδικήσεων τους και την αύξηση-διατήρηση της κοινωνικής τους επιρροής».
H έννοια της συνδικαλιστικής πυκνότητας (συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα) άπτεται του γενικότερου προσανατολισμού του συνδικαλιστικού κινήματος. Η συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα δύναται να αυξήσει την ίδια την κοινωνική «ενέργεια» και ισχύ των συνδικάτων, καθότι ενδυναμώνει την παρέμβαση τους στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Μία «απότομη» και σημαντική αύξηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας αποκρυσταλλώνεται στο πεδίο της κοινωνικής ολότητας, ήτοι στο πεδίο της ενεργού παρέμβασης των δομών εκπροσώπησης.
Όμως, το ζήτημα της ενεργής και τρέχουσας συνδικαλιστικής πυκνότητας δεν αφορά και δεν εξαντλείται στο πεδίο της ποσοτικής διάστασης. Οι «απότομες» και «κρισιακές» μεταβολές και μετατοπίσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η «ποσοτικοποίηση» της δράσης και της παρέμβασης του συνδικαλιστικού κινήματος οφείλει να συμπληρώνεται από την «παραγωγή» μίας «ποιοτικής» διάστασης, κάτι που ισοδυναμεί με την συνάρθρωση και εκπροσώπηση των συμφερόντων του εργατικού μπλοκ.
Την σημερινή και έντονα «κρισιακή» περίοδο και οι δύο αυτές παράμετροι που ορίζουν και προσδιορίζουν συνάμα τον συγκροτησιακό «πυρήνα» του συνδικαλιστικού κινήματος βρίσκονται σε υποχώρηση. Παρά την έντονη δραστηριοποίηση της πρώιμης Μνημονιακής περιόδου (βλέπε την διετία 2010-2012), το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα δεν «πολλαπλασίασε» την κοινωνική ισχύ της εργατικής τάξης εντός των χώρων εργασίας.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, «προς το τέλος της δεκαετίας του 2000, και συγκεκριμένα το 2008, το εθνικό ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας καταγράφεται στο 28% και το 2010 στο 32% (VPRC, 2008, 2010). Η μικρή αυξητική τάση οφείλεται στην ίδρυση κατά τη διετία 2008-10 πολλών πρωτοβάθμιων σωματείων έξω από την «οργανωτική ομπρέλα» της ΓΣΕΕ και των εργατικών κέντρων ή παράλληλα με αυτά. Πρόκειται κυρίως για σωματεία σε εργασιακούς χώρους με θεσμοποιημένη την ελαστική και την προσωρινή απασχόληση σε όλες τις μορφές της, τα οποία δημιουργούνται με τη μέθοδο της αυτοοργάνωσης».
Δεν διαθέτουμε στοιχεία μέτρησης της συνδικαλιστικής πυκνότητας την τελευταία τετραετία (2011-2015). Όμως, παρόλη την μικρή αύξηση του 2010, το συνολικό ποσοστό της συνδικαλιστικής πυκνότητας της τελευταίας εικοσαετίας βαίνει συνεχώς μειούμενο. Η προσίδια πορείας «κρατικοποίησης» του συνδικαλιστικού κινήματος οδηγεί στην αποστοίχιση εργαζομένων-συνδικαλιστικού κινήματος την κομβική στιγμή που θα έπρεπε να έχουν διευρυνθεί οι όροι της κοινωνικής δραστηριοποίησης του. Η στασιμότητα ή η μείωση του συνολικού ποσοστού της συνδικαλιστικής πυκνότητας (σε συνδυασμό με την μη «ποιοτική» κοινωνική τους αποτύπωση) περιχαρακώνουν το πεδίο της δομικής παρέμβασης των εργατικών συνδικάτων.
Σε συνδυασμό με την ήδη χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, ο επίσημος, θεσμικός και οργανωμένος συνδικαλισμός «κορυφής» (βλέπε ΓΣΕΕ & ΑΔΕΔΥ) αίρει την «ένταση» και την «ποιότητα» δράσης: ακόμη και ο αριθμός των πανεργατικών απεργιών έχει μειωθεί σημαντικά την τελευταία διετία (2012-2014), συγκριτικά με την «έντονη» και πολλαπλή απεργιακή κατεύθυνση της πρώιμης Μνημονιακής περιόδου (2010-2012). Ο συνδικαλιστικός παροπλισμός και αφοπλισμός παγιώνει και «εμβαθύνει» περαιτέρω τον ήδη αρνητικό για την εργατική τάξη (ευρύτερα για το λαϊκό-κοινωνικό μπλοκ) ταξικό συσχετισμό δύναμης.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η «αποχώρηση» από το πεδίο του κοινωνικού «εμβαθύνει» και ενισχύει περαιτέρω την προσίδια κατίσχυση της αστικής «υλικότητας».
Το επίδικο και το σημαίνον της απεργιακής κινητοποίησης τελεί υπό την αίρεση μίας προσίδιας δομικής «περιοδικότητας»: πλέον, οι απεργιακές κινητοποιήσεις διεξάγονται την περίοδο που θα αποφασίσει ο συνδικαλισμός «κορυφής» και όχι όταν οι ίδιες οι κοινωνικές περιστάσεις το επιβάλλουν. Με αυτόν τον τρόπο η άρθρωση και η συνάρθρωση των εργατικών συμφερόντων «απεντάσσει» και «απεδαφικοποιεί» την έννοια της απεργιακής δράσης ως «εργαλείου» συσσώρευσης και «ποιοτικής» προώθησης και διεκδίκησης εργατικών αιτημάτων και στόχων. Το διακύβευμα της απεργίας ως εν δυνάμει «ρηξιακό» συμβάν αποτελεί αφετηριακό σημείο «επικαθορισμού» του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι.
Η ανάδυση και η αποκρυστάλλωση και άλλων μορφών πάλης δύναται να «εμπλουτίσει» το ίδιο το διακύβευμα της απεργίας. Μία 24ώρη απεργιακή δραστηριοποίηση δεν συσσωρεύει μόνο «σώματα» στους δρόμους αλλά λειτουργεί ως μορφή «διαμεσολάβησης» εργατικών συμφερόντων, αιτημάτων και στόχων. Είναι εξόχως σημαντική και «κρισιακή» η επιδίωξη υπέρβασης και της χαμηλής συνδικαλιστικής πυκνότητας αλλά και της «αδράνειας» του επίσημου και οργανωμένου συνδικαλισμού «κορυφής» (ΓΣΕΕ& ΑΔΕΔΥ).
Τα εργατικά συνδικάτα που δραστηριοποιούνται με έντονο τρόπο μέσα στους χώρους εργασίας, εκεί όπου λαμβάνει χώρα η αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που πλέον προσλαμβάνει (με αρκετά έντονο τρόπο) και την «μορφή» του διευθυντικού «δικαιώματος» στις απολύσεις και στην «ανακύκλωση» της ανεργίας, δύνανται να μετατοπίσουν δομικά και ριζικά το συνδικαλιστικό πεδίο δράσης. Είναι επιτακτική η ανάγκη της εργατικής προσέγγισης και της ενσωμάτωσης στις συνδικαλιστικές δομές των πλέον ευάλωτων τμημάτων της εργατικής τάξης (νέοι, άνεργοι, μετανάστες, γυναίκες, επισφαλώς απασχολούμενοι).
Ένας τέτοιος μείζων στόχος μεταφέρει πίεση και προς την πλευρά του συνδικαλισμού «κορυφής» που δεν δύναται να αντιληφθεί τι μπορεί να σημαίνει για το σύνολο της εργατικής τάξης, αλλά και για την διεξαγωγή της ταξικής-κοινωνικής σύγκρουσης, η ενσωμάτωση και η ένταξη αυτών των τμημάτων της εργατικής τάξης στις δομές του συνδικαλιστικού κινήματος. Η εν πολλοίς «κρατικοποίηση» του θεσμικού συνδικαλισμού παράγει τις προϋποθέσεις για την «εργαλειακή» μετάβαση των κρατικών προταγμάτων και στόχων στο εσωτερικό του ευρύτερου συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και της εργατικής τάξης.
Η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος «φιλτράρεται» και διαμεσολαβείται στο πεδίο του κοινωνικού, λαμβάνοντας εξέχουσα σημασία, από την στιγμή που οι εργοδοτικές ενώσεις (βλέπε ΣΕΒ) οργανώνουν την δική τους έντονη παρέμβαση και δράση. Το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος συμφύεται οργανικά και δομικά με την διεύρυνση των όρων παρουσίας και λειτουργίας του.