Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Τ
ου Σίμου Ανδρονίδη
«Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει Όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό». (Τόμας Έλιοτ, ‘Οι Κούφιοι Άνθρωποι’).
Αφορμή για το παρόν κείμενο υπήρξε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του καθηγητή Λευτέρη Τσουλφίδη στο TVXS. H γενικότερη αναδιανομή εισοδήματος από τα 'κάτω' προς τα 'άνω' ορίζει και προσδιορίζει την διαχείριση της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης στην Ελλάδα (και ευρύτερα). Ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρεται στη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας, προβαίνει σε μία πολύ σύντομη περιοδολόγηση των φάσεων ανάπτυξης του, (είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα όσα αναφέρει για την δόμηση μίας 'νέας' άρχουσας τάξης την περίοδο της γερμανικής κατοχής, κάτι που ισοδυναμεί με την ουσιαστική διαμόρφωση μίας 'νέας' αστικής 'υλικότητας') και καταλήγει στο φορτισμένο και 'κρισιακό' σήμερα.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας του άρθρου, «διεθνείς οργανισμοί επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δικούς τους προφανείς λόγους να γνωρίζουν με ακρίβεια τους πολύ πλούσιους κάθε χώρας και να διαθέτουν τα λεπτομερή τους στοιχεία επ’ αμοιβή, βεβαίως, στους νομίμως ενδιαφερόμενους. Έτσι για την Ελλάδα τα δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν ότι οι πολύ πλούσιοι της χώρας έγιναν αρκετοί περισσότεροι, απέκτησαν πολύ μεγαλύτερα εισοδήματα και πλούτο γενικότερα δικαιώνοντας όλους όσους επί χρόνια μονότονα καταγγέλλανε τους πολύ πλούσιους που διαφεύγουν φορολογίας και τις κυβερνήσεις που αδιαφορούσαν.
Σύμφωνα με την έκθεση της UBS (της γνωστής τράπεζας) και του Wealth X (άγνωστο μέχρι πρόσφατα ερευνητικό κέντρο στη Σιγκαπούρη!), ο αριθμός των πολύ πλούσιων στη χώρα μας αυξήθηκε αισθητά, καθώς 505 από αυτούς το 2013 είχαν ατομική περιουσία άνω των 30.000.000 δολαρίων, το 2012 ο αριθμός των πλουσίων ήταν 455 ενώ το 2010 οι πολύ πλούσιοι ήταν μόλις 445. Η συνολική περιουσία αυτών των πολύ πλούσιων 505 ανθρώπων σήμερα εκτιμάται στα 60 δις δολάρια (αύξηση 20% σε σχέση με το 2012 που το εισόδημα των πολύ πλούσιων ήταν 50 δις δολάρια, δηλαδή όσο και το 2011), και ανέρχεται στο 24% του ελληνικού ΑΕΠ το 2013 (=250 δις δολάρια)». Οι αριθμοί είναι πραγματικά εντυπωσιακοί καθότι «αποκαλύπτουν» την κλιμακωτή και «κρισιακή» συσσώρευση του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος προς την μία συγκεκριμένη ταξική κατεύθυνση.
Αν προβούμε σε μία συγκεκριμένη περιοδολόγηση, θα δούμε ότι από το 2009 και έπειτα εκκινεί η διαδικασία της προσίδιας ταξικής διαχείρισης των ενεργών χρηματικών 'ροών' της οικονομικής κρίσης. Με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η εκδίπλωση της μορφής διαχείρισης, ρύθμισης και 'κατηγοριοποίησης' της οικονομικής κρίσης νοηματοδοτείται ως μορφή μίας 'κρισιακής' αναδιανομής πλούτου από τα 'κάτω' προς τα 'άνω' κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Η μείωση μισθών και συντάξεων, η 'εκτόξευση' του ποσοστού της ανεργίας', η επί τα χείρω αναδιαμόρφωση του όλου πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και η δραστική περικοπή των κοινωνικών δαπανών συμβάλλουν στη δομική και ριζική μετατόπιση πλούτου, κοινωνικής ισχύος και 'ενέργειας' προς την πλευρά του αστικού συγκροτήματος εξουσίας. 'Έτσι, το πεδίο της κοινωνικής 'ολότητας' αναδιαμορφώνεται ριζικά, καθότι παράγονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την δομική και ολική αποκρυστάλλωση της κοινωνικής και οικονομικής κυριαρχίας του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Το αστικό μπλοκ 'εδαφικοποιεί' περαιτέρω την κυριαρχία του. Βέβαια, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης εγγράφονται και στο εσωτερικό του κυρίαρχου συγκροτήματος.
Η ίδια η εξέλιξη της κρίσης διαπερνά τα αστικά 'στεγανά' προκαλώντας ανακατατάξεις και 'εσωτερικούς' ανταγωνισμούς' για το μοίρασμα της προσίδιας κοινωνικής και οικονομικής ισχύος. Οι εσωτερικές αποκρυσταλλώσεις που παράγονται επηρεάζουν την κίνηση του μπλοκ εξουσίας, καθότι παρατηρείται η 'ύφανση΄ μίας νέας αστικής 'υλικότητας'. Το παραδοσιακό βιομηχανικό κεφάλαιο υποχωρεί, το χρηματοπιστωτικό-τραπεζικό διατηρεί την θέση και τα προνόμια του, ενώ την ίδια στιγμή, το εφοπλιστικό κεφάλαιο ισχυροποιείται, λόγω και της 'εξωστρεφούς' δραστηριοποίησης του.
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Μηλιός: «οι Έλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι συγκεντρώνουν το 16% της χωρητικότητας του παγκόσμιου εμπορικού στόλου και το 22% της παγκόσμιας χωρητικότητας πετρελαιοφόρων, απολαμβάνουν 58 φοροαπαλλαγές, με τελικό αποτέλεσμα να πληρώνουν στο κράτος ετησίως μόλις 12 εκ. ευρώ, έναντι 50 εκ. που πληρώνουν οι μετανάστες με τα παράβολα τους».
Το απόσπασμα είναι εύγλωττο και χαρακτηριστικό, καθότι καταρρίπτει μεμιάς όλη την κυρίαρχη πολιτική και οικονομική αφήγηση. Οι 58 φοροαπαλλαγές (αριθμός 'ασύλληπτος' για τον μέσο εργαζόμενο), προσφέρουν, σε συνδυασμό φυσικά με τον συσσωρευμένο πλούτο, την 'υλική' βάση για την διαμόρφωση και την παγίωση της 'κρισιακής' ισχύος της εφοπλιστικής μερίδας στο εσωτερικό του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Με αυτόν τον τρόπο, θεωρούμε πως η εφοπλιστική μερίδα διαθέτει το 'υλικό' και 'ποιοτικό' βάθος που της επιτρέπει να αναδειχθεί στην ηγεμονική μερίδα. Η δική της προσίδια κοινωνική και οικονομική ισχύς διαμεσολαβείται αφενός μεν στο εσωτερικό της ηγεμονεύουσας τάξης, αφετέρου δε στο ευρύτερο πεδίο του κοινωνικού.
Θεωρούμε πως το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αν και διατηρεί την ισχύ του, δεν ανάγεται στο 'ύψος' της ηγεμονικής μερίδας ακριβώς λόγω ενός ιδιάζοντος χαρακτηριστικού: της σύμφυσης και της δραστηριοποίησης διαφόρων μερίδων 'εντός' του. Η οικονομική ‘ενίσχυση’ που έλαβε το τραπεζικό κεφάλαιο από το κράτος, κατέδειξε την ποιοτική σύμφυση μεταξύ κράτους-τραπεζικού κεφαλαίου. Η συγκεκριμένη οικονομική ενίσχυση αίρει τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την «αυτόνομη» δράση της τραπεζικής μερίδας, κάτι που έχει ως συνέπεια την αδυναμία άρθρωσης της σε ηγεμονική μερίδα.
Στη 'νέα' αρχιτεκτονική της κρίσης, παρατηρείται και η ισχυροποίηση του 'ξενοδοχειακού' κεφαλαίου, κάτι που αποδεικνύεται και με την ένταξη' του στους κοινωνικούς εταίρους που διεξαγάγουν τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ισχύς του ξενοδοχειακού κεφαλαίου αυξάνεται περιοδικά και ιδεολογικά, καθότι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, (βλέπε ΜΜΕ) συγκροτούν ιδεολογικά την μερίδα', προβάλλοντας τον τουρισμό ως την 'βαριά βιομηχανία της Ελλάδος και ως της 'ατμομηχανή' της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης. Η κρατική-κυβερνητική διαχείριση και 'κατηγοριοποίηση' της οικονομικής κρίσης 'εδαφικοποιείται' και 'υλικοποιείται' στο πεδίο του κοινωνικού.
Ο Νίκος Πουλαντζάς ευφυώς κατέδειξε ότι το κράτος λειτουργεί ως το κατεξοχήν αλλά και το ύστατο πολιτικό κόμμα του αστικού συγκροτήματος εξουσίας, ιδίως όταν τα όρια της συνάρθρωσης κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων 'στενεύουν'. Η γενική ισχυροποίηση του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας, συντελείται εις βάρος του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων, οι οποίες και αίρουν τους όρους της διευρυμένης κοινωνικής και οικονομικής τους συγκρότησης. «Η ανικανότητα της αστικής τάξης να ανυψωθεί στο κυρίως πολιτικό επίπεδο απορρέει απ’ την αδυναμία της να πραγματοποιήσει την εσωτερική της ενότητα: αυτή αφήνεται να βυθιστεί στην πάλη μερίδων της χωρίς να μπορεί να πραγματοποιήσει την πολιτική της ενότητα στη βάση ενός κοινά κατανοητού πολιτικού συμφέροντος».
Οι 'κρισιακές' εξελίξεις στον υπόλοιπο κόσμο (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής & Ευρώπη) σκιαγραφούν με ενάργεια το εύρος της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης. Το οικονομικό και κοινωνικό χάσμα διευρύνεται καθημερινά, λόγω της μονόπλευρης συγκέντρωσης και συσσώρευσης του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος προς μία συγκεκριμένη πλευρά του κοινωνικού φάσματος. Η 'φασματοποίηση' του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος στα μεγάλα χρηματιστήρια του κόσμου, συμβάλλει στη δομική επαναθεμελίωση της κυριαρχίας του όλου συγκροτήματος εξουσίας.
Σε αυτή την περίπτωση, η περίφημη 'χρηματιστικοποίηση' της οικονομίας, δεν αφορά μόνο την συγκρότηση και την ποιοτική 'ενδυνάμωση' του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά και την ολική ισχυροποίηση του αστικού μπλοκ. Το χρήμα ως υλική 'ροή' προσδιορισμού της κοινωνικής ολότητας κύρια 'εδαφικοποιείται' προς μία συγκεκριμένη κοινωνική-ταξική κατεύθυνση. Τα χρηματιστήρια λειτουργούν ως πραγματικοί 'τόποι' χρηματικής αντίληψης και επανεισαγωγής, με κυρίαρχους όρους, του οικονομικού στοιχείου, ‘τόποι’ όπου οι χρηματιστηριακοί δείκτες αποτυπώνουν την 'εδαφικοποίηση' της κυριαρχίας του συνασπισμού εξουσίας. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες αφενός μεν προοικονομούν τις εξελίξεις σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, αφετέρου δε εμβαθύνουν την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσω και της ένταξης στο σύγχρονο οικονομικό παίγνιο και άλλων κοινωνικών τάξεων.
Η χρηματιστηριακή ‘φρενίτιδα’ της περιόδου 1999-2000 δύναται να ιδωθεί και ως «υλική» αποτύπωση της κοινωνικής συναίνεσης, ήτοι εκείνης της συναίνεσης που διευρύνει το κυριαρχικό βάθος του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Εκείνη την περίοδο, η άνοδος και η πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, συγκροτούσαν ‘νέες’ κοινωνικές συμμαχίες. Το «σκάσιμο» της χρηματιστηριακής «φούσκας» κατέδειξε και τα απολύτως στενά όρια της περιβόητης κοινωνικής συναίνεσης γύρω από το ιδεολόγημα της διάχυσης του κοινωνικού πλούτου και της τάχιστης οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης. Οι περίφημες 'αγορές' δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επαναδιατύπωση των όρων της κεφαλαιοκρατικής συγκέντρωσης και συσσώρευσης του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου.
Όμως τίποτα δεν είναι αμετάβλητο και κοινωνικά 'ακίνητο'. Οι λαϊκές-κυριαρχούμενες τάξεις δύνανται να μεταβάλλουν ριζικά την πορεία των πραγμάτων. Για να επιστρέψουμε και στην ελληνική περίπτωση: ιδού πεδίο δόξης λαμπρόν για μία πιθανή κυβέρνηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Όλα οφείλουν να εκκινούν από την 'εκκίνηση' μίας διαδικασίας αντίστροφης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής φοράς: την αναδιανομή πλούτου και κοινωνικής ισχύος από τα 'άνω ' προς τα ΄κάτω'.