Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Του Σίμου Ανδρονίδη
«Είμαι επιτέλους λεύτερος όντας μέσα στα όντα. Ανάμεσα στα όντα, σαν τον αγέρα ζω, κι από τη μαγγωμένη μοναξιά, βγαίνω στο πλήθος των μαχών, ελεύθερος γιατί στο χέρι μου μέσα είναι το χέρι σου κατακτώντας αδάμαστες χαρές». (Pablo Neruda, ‘Εδώ τελειώνω’).
Ο Χιλιανός ποιητής Pablo Neruda προχώρησε πέρα από το επέκεινα του χρόνου και της ζωής, καθότι ‘ενστάλαξε’ ήθος και ‘δάκρυα’ στο πολύπλευρο ποιητικό του έργο. Προσέγγισε και «άγγιξε» τα ανθρώπινα δάκρυα, χάραξε με ποίηση την μνήμη και τους αγώνες μίας ολόκληρης ηπείρου. Και ως βαθιά πολιτικό ον, εισήλθε στο στίβο της πολιτικής ως «συσσωρευτής» ενός πολιτικού πράττειν ταυτόχρονα ποιητικού και αγωνιστικού. Κι ο ποιητής της Χιλής, της Αμερικής και του κόσμου ολάκερου «ψηλάφησε» με το βαθύ ποιητικό του ήθος όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου είναι: την πολιτική ως βαθιά πράξη νοηματοδότησης του κόσμου, τον έρωτα ως «χωροχρονική» αναγέννηση του σώματος και του νου, τον καθημερινό και διαρκή αγώνα για το «ψωμί» και για το «μήλο», την έξαψη του να ρίχνεσαι ατρόμητος στη «φωτιά» της ζωής.
«Το ον, σαν αραποσίτι, διαλυόταν μες στο απέραντο αλώνι των χαμένων γεγονότων, των άθλιων συμβάντων, δέκα φορές, χίλιες φορές, και για τον καθένα ερχόταν όχι ένας μα πολλοί θάνατοι. Ένας θάνατος ευτελής, σκόνη, σκουλήκι, λυχνάρι που σβήνει στη λάσπη του περίχωρου, ένας μικρός θάνατος με χοντρά φτερά έμπαινε σε κάθε άνθρωπο σαν κοντή λόγχη, κι ήταν ο άνθρωπος ο πολιορκημένος του ψωμιού ή του στιλέτου, ο τσοπάνης, το παιδί των λιμανιών, ή ο σκοτεινός καπετάνιος του άροτρου, ή το τρωκτικό των πηχτών δρόμων. Όλοι ρέψανε προσμένοντας το θάνατο τους, το λειψό καθημερνό τους θάνατο: και το ολέθριο τούτο καθημερνό τσάκισμα έμοιαζε μαύρη κούπα απ’ όπου έπιναν τρέμοντας».
Ο θάνατος, ο τρέχων καθημερινός θάνατος ορίζει και επικαθορίζει συνάμα την «γυμνή» ζωή του «τσοπάνη», του «παιδιού των λιμανιών», του «πολιορκημένου» ανθρώπινου όντος. Και η γη, η διψασμένη γη, «ρουφάει» αδηφάγα τα δάκρυα και το αίμα των περιθωριοποιημένων ανθρώπινων υπάρξεων, εκεί όπου ο θάνατος εγχαράζει την πράξη του και την «κανονικότητα» του πάνω στη ζωή. Ο θάνατος «περνάει» μέσα από τους στενούς και κακοτράχαλους δρόμους, μετασχηματίζεται σε πόνο, σε ανέχεια, σε ταπείνωση και καταπίεση, σε έλλειψη του ψωμιού, και τότε, «για τον καθένα ερχόταν όχι ένας μα πολλοί θάνατοι».
Ο ποιητής αφουγκράζεται το χέρι το μαχόμενο που «γονιμοποιεί» την ύπαρξη, μεταβάλλοντας και αντιστρέφοντας ριζικά την διαδικασία και το δίπολο θανάτου και ζωής: το ποιητικό του όλον μετασχηματίζει τον θάνατο σε ζωή, έρχεται για να προσδώσει λόγο, νοήματα και «σάρκα και οστά» στο «πολιορκημένο» ανθρώπινο ον. Ο ποιητής διαφυλάσσει το όνειρο και το αίμα, την λέξη και το χώμα, την μνήμη και το «ον σαν αραποσίτι». Με τις οξυμμένες γωνίες του λόγου του δεν «κρύβει» τον θάνατο, δεν τον «καταχωνιάζει» στο «σκοτάδι» της ζωής. Αντιθέτως, τον παρουσιάζει ενεργό και αδηφάγο, του προσδίδει την «ρέουσα» υπόσταση της ολικής καταπίεσης του ανθρώπινου είναι. Κι ως ποιητής του όλου, «φυλάσσει» την σάρκα που δύναται να υπερβεί τον «ευτελή» θάνατο, τον θάνατο των ταπεινών. Η ποιητική το «ανάσα» μετασχηματίζει τον θάνατο σε καθάρια και λυτρωτική ζωή.
«Οι μαϊμούδες πλέκαν το νήμα του ατελεύτητου ερωτισμού στα ρείθρα της αυγής, ρίχνοντας τοίχους από γύρη, τρομάζοντας του Μούζο τις πεταλούδες με τα βιολετιά φτερουγίσματα. Ήταν η νύχτα του καϊμάν, νύχτα καθάρια, πνιγμένη στα ρύγχη που πρόβαλαν μες απ’ τη λάσπη, κι απ’ τα υπναλέα τενάγη ένας μουντός θόρυβος από πανοπλίες γυρνούσε στη χθόνια καταγωγή. Ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα με τη φωσφορική απουσία του· τρέχει η πούμα μέσα στα κλαδιά σαν την καταλυτική φωτιά, ενώ μέσα της καίνε της σέλβας τα μάτια τα αλκολικά. Οι ασβοί γδέρνουν τα πόδια του ποταμού, κι οσμίζονται τη φωλιά που μέσα και πάνω στη λαχταριστή λιχουδιά της θα χυμήξουνε με κόκκινα δόντια. Και στο βάθος του μείζονος νερού, ίδιος κύκλος της γης, σκεπασμένος λάσπη λειτουργική, θρησκευτικός και αδηφάγος, κείται ο γίγας ανακόντα».
Μέσα από «εικόνες» απίστευτης ομορφιάς, ο ποιητής του όλου συνθέτει και συγκροτεί ένα ολάκερο ποιητικό και φυσικό σύμπαν, εκεί όπου κυριαρχεί ο πλέριος, ο συμπαντικός και ολικός, «ατελεύτητος ερωτισμός». Και μια «νύχτα καθάρια», συντελείται ένα πολύβουο ερωτικό κάλεσμα, στο χώρο και στο χρόνο που συγκροτείται από την παρουσία και την ταυτόχρονη «ενέργεια» των ζωντανών πλασμάτων που νοηματοδοτούν και «μεταγγίζουν» με φως την οικουμένη. Τι θαυμαστό σύμπαν ανάγεται στο όλον της υπάρξεως, στο ανθρώπινο είναι.
Κι ο «γίγας ανακόντα» βγαίνει, επιβλητικός, «χαώδης» και μυστηριώδης μέσα από το βασίλειο του νερού και της λάσπης, βγαίνει ακολουθώντας την τελετουργική πράξη του κύκλου της ζωής. Η ποίηση του Pablo Neruda, ένα διαρκές ερωτικό κάλεσμα στη ζωή και στον αγώνα για μία καλύτερη ζωή, «συναντά» την πραγματικότητα που δομείται μέσα στους «χώρους» του ζωικού βασιλείου, στο χώρο όπου ένας γήινος, σαρκώδης και γόνιμος «ατελεύτητος ερωτισμός» συνθέτει την πρωτόλεια ύλη της ζωής.
Ο «ατελεύτητος ερωτισμός» συμπλέκεται με το παιχνίδισμα της γης και των δέντρων, με το παιχνίδισμα του διαρκούς και παντοτινού έρωτος που περικλείει και ενσωματώνει το σύμπαν, που ιεραρχεί τις «χαώδεις» γωνίες της ζωής. Κι η πούμα τρέχει «σαν τη καταλυτική φωτιά», όπως τρέχει κι ο άνθρωπος-εργάτης, ο άνθρωπος-μνήμη, που έχει στόχο να συγκροτήσει τον δικό του ώριμο και αιώνιο «ατελεύτητο ερωτισμό».
«Στα χώματα, που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό κατέβαινε ο άνεμος από κυριαρχίες άλλες. Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες, και των κυοφορούντων βωμών ο υγρός θεός ξανάδινε τα λούλουδα και τις ζωές. Μέσα στη γονιμότητα αυγάταινε ο καιρός».
«Μέσα στη γονιμότητα αυγάταινε ο καιρός», πολλαπλασίαζε τα νοήματα και τις ζωές, τις μνήμες και τον έρωτα του κόσμου και της γυναίκας. Μέσα από την «γονιμοποιό» πράξη της γης συγκροτείται και ανάγεται στο μέλλον ο άνθρωπος, ο «ολικός» άνθρωπος. Αυτή είναι η διαρκώς παρούσα ποίηση του Pablo Neruda. Φέρνει «κλωστές ουράνιες», εγγράφει τα χαρακτηριστικά της δράσης και της πράξης, του αγώνα και του πάθους, περνάει μέσα από τις ερωτικές ωδίνες, «εγγίζοντας» το ακροτελεύτιο μονοπάτι: τον άνθρωπο ως μύστη του κόσμου και της ζωής, τον άνθρωπο ως δημιουργό ενός νέου κοινωνικού σύμπαντος.
Στις σημερινές συνθήκες της βαθιάς οικονομικής κρίσης, η ποίηση του Pablo Neruda είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, λειτουργώντας ως θεμελιώδης πολιτική καταγγελία και πράξη που καταρρίπτει την υποκρισία και την εκμετάλλευση. Η ποίηση του λειτουργεί ως ένα όμορφο λουλουδάκι, που μοσχοβολά και μας δίνει τους καρπούς του. Μέσα από πολλές διαπλατύνσεις και εσοχές, η ποιητική του πράξη κείται σαν τον «γίγα ανακόντα», αφήνοντας μας παρακαταθήκη τα λόγια του κόσμου όλου:
«Εγώ δεν θα πεθάνω. Τώρα, τούτη τη μέρα τη γεμάτη ηφαίστεια κινάω για τα πλήθη, για τη ζωή. Αφήνω ταχτοποιημένα εδώ τούτα τα πράγματα, σήμερα που οι πιστολάδες σεργιανίζουν με τη «δυτική κουλτούρα» υπομάλης, με τα χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία, και τις κρεμάλες που αιωρούνται στην Αθήνα, και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή και παύω πια να λέω. Θα μείνω εδώ με λέξεις και λαούς και δρόμους που με προσμένουνε ξανά, και που χτυπούν με χέρια έναστρα την πόρτα μου».