Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Του Σίμου Ανδρονίδη
Η απόφαση της δικομματικής κυβέρνησης να επισπεύσει τις διαδικασίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας επιταχύνει, κατά πως φαίνεται, τις πολιτικές εξελίξεις.
Οι κοινοβουλευτικές ομάδες των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων θα επιδοθούν σε μία προσπάθεια εξεύρεσης των απαραίτητων 180 βουλευτών για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Κοινοβούλιο θα ενσωματώσει τα χαρακτηριστικά της όξυνσης της πολιτικής διαπάλης, κύρια μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ. Η διαδικασία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας «φιλτράρεται» και διαμεσολαβείται στο πολιτικό πλαίσιο, ήτοι στο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων.
Και σε αυτήν την εξόχως φορτισμένη διαδικασία, υπάρχουν πολιτικοί «δρώντες-κλειδιά» που θα καθορίσουν τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς δύναμης. Σε αμιγώς πολιτικό-κοινοβουλευτικό επίπεδο, μπορούμε να αναφέρουμε πως η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας θα κριθεί από το κατά πόσον θα παραμείνουν συμπαγείς και αρραγείς οι κοινοβουλευτικές ομάδες των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Δημοκρατικής Αριστεράς, στο βαθμό που και οι δύο κοινοβουλευτικές ομάδες, (ιδίως αυτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων), αίρουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ενιαίας πολιτικής-κοινοβουλευτικής συγκρότησης.
Ο προσίδιος τύπος της δομικής κομματικής απόκλισης «εγγίζει» το πλαίσιο και το πεδίο δράσης των συγκεκριμένων κοινοβουλευτικών ομάδων. Και εδώ ακριβώς έγκειται το κρίσιμο και συνάμα «κρισιακό» σημείο: η έλλειψη μίας συμπαγούς και συνεκτικής ιδεολογικής σκευής δύναται να επικαθορίσει το «ποιοτικό» περιεχόμενο της προεδρικής εκλογής. Πέρα και πάνω από τις εν πολλοίς απλοϊκές αντιλήψεις περί «παρασκηνιακών» διεργασιών, η προεδρική εκλογή «εγγίζει» το περιεχόμενο της ίδιας της πολιτικής-κοινοβουλευτικής λειτουργίας των κομματικών δρώντων.
Η οργάνωση της κοινοβουλευτικής διαπάλης, η ιδεολογική συγκρότηση καθώς η δομική μετατόπιση προς το πολιτικό-κοινοβουλευτικό επίπεδο αφενός μεν της κοινωνικής-κινηματικής κίνησης, αφετέρου δε συγκεκριμένων κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων, θα επικαθορίσουν την δυνατότητα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η δικομματική συγκυβέρνηση της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ, θα οργανώσει την κοινοβουλευτική της «άμυνα» πάνω στους εξής άξονες: 1. Στον άξονα της σταδιακής εξόδου της χώρας και της οικονομίας από την οικονομική κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβερνητική αφήγηση προσλαμβάνει τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της «προσδοκίας» για ένα καλύτερο οικονομικά μέλλον, ακριβώς λόγω του ότι η δικομματική κυβέρνηση δεν δύναται να συγκροτήσει το πλαίσιο μίας συγκεκριμένης και ταξικής «υλικότητας», 2. Στον άξονα της αναγκαιότητας διατήρησης της περιώνυμης κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Έτσι, η θετική ψήφος της πλειοψηφίας των βουλευτών (και η συνακόλουθη εκλογή προέδρου) δύναται να συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Η σταθερότητα ανάγεται σε μείζον παράγοντα, σε επίδικο που τείνει να δομήσει την κοινοβουλευτική παρουσία των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων κατά της διάρκεια της διαδικασίας εκλογής Προέδρου, και, 3. Στον άξονα της «ποιοτικής» και «φορτισμένης» στόχευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρίτος άξονας της κυβερνητικής-κοινοβουλευτικής δράσης τέμνει και ανατέμνει το πολιτικό γίγνεσθαι, και, ως άμεσος και θεμελιώδης όρος δόμησης της απαραίτητης κοινοβουλευτικής-προεδρικής πλειοψηφίας συμφύεται οργανικά με τον δεύτερο άξονα κοινοβουλευτικής δράσης.
Σε αυτή την περίπτωση, η δικομματική συγκυβέρνηση εγγράφει τα προσίδια χαρακτηριστικά μίας «εμπροσθοβαρούς» πολιτικής τακτικής με βασικό στόχο την «ποιοτική» κοινοβουλευτική αποδυνάμωση του πολιτικού αντιπάλου. Και η πολιτική τακτική της κυβέρνησης θα είναι «εμπροσθοβαρής», λόγω του ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος συγκρότησης της, απαραίτητης για την «μακροημέρευση» της ίδιας, προεδρικής πλειοψηφίας. Το προτσές της κοινοβουλευτικής λειτουργίας αναμένεται ιδιαίτερα έντονο.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ, από την δική του πλευρά, θα οργανώσει την κοινοβουλευτική του τακτική με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέψει την συγκέντρωση των απαραίτητων 180 βουλευτικών ψήφων. Και ο ΣΥΡΙΖΑ οργανώνει και ρυθμίζει την δική του κοινοβουλευτική παρουσία προτάσσοντας το σημαίνον μίας αντικυβερνητικής παρέμβασης.
«Μιας και τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν τη διανομή ρυθμίζονται δια του νόμου και η πολιτική της κυβέρνησης χρειάζεται την έγκριση του κοινοβουλίου (ενώ για την κοινωνική λειτουργία του κοινοβουλίου δεν έχει βαρύνουσα σημασία πως εξασφαλίζεται αυτή η έγκριση), η κοινοβουλευτική έγκριση είναι εκείνη που διανοίγει πρώτη την οδό για την υλοποίηση πολιτικών σχεδίων».
Η κυβέρνηση της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ «χρειάζεται την έγκριση του κοινοβουλίου» για να «διευρύνει» τους όρους κύρια της πολιτικής της νομιμοποίησης. Με αυτόν τον τρόπο, δύναται να επιτύχει την συνέχιση της Μνημονιακής κοινωνικής και οικονομικής «κανονικότητας». Η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας «εγγίζει» και το πεδίο του κοινωνικού, ήτοι τον τρόπο πρόσληψης της βαθιάς οικονομικής κρίσης από το μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων. Το Κοινοβούλιο ως χώρος διεξαγωγής της πολιτικής-ιδεολογικής διαπάλης λειτουργεί ως «επιταχυντής» των πολιτικών εξελίξεων. Η κοινωνική «πίεση» δύναται να μετατοπιστεί δομικά προς την κατεύθυνση του Κοινοβουλίου, μεταβάλλοντας την ίδια την διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.