Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
«Κάντε υπομονή θα μας πουν οι ανθρωπολόγοι, σε ονόματα δεν αναφερόμαστε», απάντησε η Κατερίνα Περιστέρη, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, στις ερωτήσεις, ως προς το σκελετικό υλικό, κατά τη διάρκεια των επιστημονικών ανακοινώσεων για τις ανασκαφικές εργασίες, στον Τύμβο Καστά, στην Αμφίπολη που έγινε το μεσημέρι, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Στο θέμα παρενέβη και η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΑ, Λίνα Μενδώνη, η οποία, αν και τόνισε ότι δεν είχε σκοπό να μιλήσει, ωστόσο, λόγω των ερωτήσεων που συνεχώς επανέρχονταν στο θέμα του σκελετού ο οποίος βρέθηκε στον τρίτο θάλαμο του ταφικού μνημείου, έδωσε τις εξής πληροφορίες:
«Όπως αναφέραμε σε σχετικό δελτίο Τύπου, ο σκελετός βρέθηκε αποσπασματικά εντός και εκτός του ταφικού ορύγματος.
Το κρανίο βρέθηκε σε κάποια απόσταση από το όρυγμα, ακριβώς απέξω από αυτό εντοπίστηκε η κάτω γνάθος και μέσα στο όρυγμα βρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος του σκελετικού υλικού, που αν παρατηρήσει κανείς τα οστά βλέπει ότι έχει και τα μεγάλα κόκαλα των ποδιών και τα κόκαλα των χεριών, πλευρά και μέλη της σπονδυλικής στήλης, καθώς και τη λεκάνη, η οποία από την πτώση των άνω λίθων είναι σε πολύ αποσπασματική κατάσταση, ώστε να μην επιτρέπει στους αρχαιολόγους να πουν αν είναι ανδρική ή γυναικεία».
Αναφερόμενη, δε, στις δηλώσεις που είχε κάνει προηγουμένως η κ. Περιστέρη ότι αφαιρέθηκαν μαζί με τα οστά χώματα, αυτό, όπως είπε, έγινε «για τον πολύ απλό λόγο ότι αν το σύγχρονο γενετικό υλικό, δηλαδή τα χέρια αρχαιολόγων, εργατών κλπ., άγγιζαν το αρχαίο, αυτομάτως θα εξαφάνιζαν ή θα διατάραζαν πληροφορίες τις οποίες μπορεί να έχει διασώσει η γη».
Ως προς τον χαρακτηρισμό της ανασκαφής, η ίδια διευκρίνισε ότι μέχρι σήμερα η ανασκαφή δεν έχει χαρακτηριστεί συστηματική επειδή από τη στιγμή της αποκάλυψης των Σφιγγών «ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο να μην αφήσουμε να εξελιχθεί η διαδικασία, θεωρώντας ότι η ανασκαφή αυτή δεν είναι συστηματική και πλέον δεν υπάρχει δικαιολογία να μην γίνει αυτό».
Σημειώνεται ότι από τις επιστημονικές ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν σήμερα από την Κ. Περιστέρη ("Ανασκαφική έρευνα Ταφικού Μνημείου Τύμβου Καστά Αμφίπολης (2012-2014)"), του αρχιτέκτονα Μιχ. Λεφαντζή («Η σχέση του Λέοντος με τον Τύμβο της Αμφίπολης:Αρχιτεκτονικές και οικοδομικές προσεγγίσεις») και του πολιτικού μηχανικού Δημ. Εγγλέζου («Ο ρόλος του πολιτικού μηχανικού κατά την αποκάλυψη του Ταφικού Μνημείου στον Τύμβο Καστά: Παρουσίαση προσωρινών στερεωτικών εργασιών και αναλύσεις για την ερμηνεία και τον έλεγχο ιστορικών υποθέσεων»), αλλά και τη συζήτηση που ακολούθησε με τις ερωτήσεις δημοσιογράφων, αρχαιολόγων και άλλων, σημαντικά ήταν τα σημεία που αφορούσαν τα εξής:
Σύμφωνα με τον κ. Εγγλέζο και τους υπολογισμούς που έγιναν, το ταφικό όρυγμα στον τέταρτο χώρο προηγήθηκε κατασκευαστικά του κυρίως μνημείου, οι ιστορικοί σεισμοί δεν επηρέασαν σημαντικά το μνημείο, ενώ ο πολύ καλός σχεδιασμός του, σε συνδυασμό με την εσωτερική επίχωση, αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες για την καλή διατήρησή του.
Επίσης, δεν επαληθεύεται η υπόθεση εργασίας για καταπόνηση του μνημείου από πλημμύρα, αντίθετα βασικός παράγοντας γι΄ αυτό αποτέλεσε η πολύ ισχυρή επιφόρτησή του από αποθέσεις προηγούμενων ανασκαφών.
Βρέθηκαν νομίσματα
Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, η κ. Περιστέρη πληροφόρησε ότι έχουν βρεθεί κινητά ευρήματα, όπως κεραμική (μελαμβαφή, όχι όμως και ερυθρόμορφη αν και δεν έχει αναλυθεί το υλικό), καθώς και νομίσματα, όπως του Αλεξάνδρου Γ΄ , τονίζοντας ότι πρόκειται για πλούσιο υλικό το οποίο θα πρέπει να μελετηθεί.
Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι το μνημείο ήταν ένα δημόσιο έργο και ανοιχτό, του τελευταίου τετάρτου του 4ου αι. π. Χ., με ελεγχόμενη επισκεψιμότητα.
«Ο πρώτος χώρος που έχει την κλίμακα ήταν διακριτός πάνω στον περίβολο. Δίστυλος εν παραστάσει. Έχουμε πρόσβαση από εκεί, αλλά ελεγχόμενη, δηλαδή αυτός ο περίβολος από τη μία λειτουργούσε ως ανάλημμα και από την άλλη ήταν ένας τοίχος που απέτρεπε την εύκολη προσέγγιση», δήλωσε ο κ. Λεφαντζής, που τόνισε ότι το μνημείο αυτό δεν είναι μόνο του, αλλά ανήκει σε ένα μεγαλύτερο σύνολο.
Σύμφωνα με τους ομιλητές το μνημείο σφραγίστηκε μετά τη λεηλασία του κάποια στιγμή τα ρωμαϊκά χρόνια, η επίχωση στο εσωτερικό του είναι σύγχρονη με τους τοίχους σφράγισης, τα δε ανοίγματα στα τύμπανα των διαφραγματικών τοίχων δεν έγιναν από τυμβωρύχους, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για να μπουν τα χώματα της επίχωσης.
Επίσης, κατέστη σαφές ότι δεν έχουν βρεθεί επιγραφές, ενώ κάποια τεκτονικά γράμματα, Ε και Α, πάνω στον περίβολο που προφανώς έγιναν για την παραγγελία του υλικού, ταιριάζουν με τη χρονολόγηση του περιβόλου και αποτελούν αντικείμενο μελέτης.
Τη συζήτηση συντόνισαν ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασίλης Λαμπρινουδάκης, και ο αρχαιολόγος, διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Νίκος Σταμπολίδης, που τόνισαν, όπως και οι μελετητές του μνημείου, ότι από εδώ και πέρα αρχίζει ο δύσκολος δρόμος της έρευνας.