Αρχείο
-
Παρασκευή, 03 Απριλίου 2015
Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Ο σπουδαίος Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς, (1941-2008), δημιούργησε με το ποιητικό του έργο απανωτές «εκρήξεις» φωτιάς.
Η κάθε ανάσα του ήταν και μία μικρή λέξη στο χαρτί, μία μικρή λέξη που όμως περιέκλειε και ενσωμάτωνε ολόκληρο τον κόσμο των Παλαιστινίων, αυτών των αδικαίωτων «ελεύθερων πολιορκημένων». Ο Μαχμούντ Νταρουίς μας έδειξε πως η ποίηση καμώνεται και σφυρηλατείται μέσα στη «φωτιά» της πράξης, μέσα στη φωτιά που καίει και φωτίζει τα όνειρα των Παλαιστινίων για αυτοδιάθεση. Η «μητρική» και νοτισμένη γη της Παλαιστίνης, η «ζώσα» πράξη της αντίστασης, ο έρωτας ως όραμα και ελπίδα νοηματοδοτούν τον ποιητικό λόγο που την πάντα κρίσιμη στιγμή, «παράγει» σημαίνοντα. Και αυτά τα σημαίνοντα, διαβαίνοντας τις σκοτεινές «γωνίες» της Παλαιστινιακής καθημερινότητας δημιουργούν το κύριο σημαίνον που είναι η ελπίδα, ή αλλιώς το ψίχουλο στο στόμα του περιστεριού.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς αποδομεί λέξη-λέξη την δύσκολη «κανονικότητα» των Παλαιστινίων ανασύροντας στην επιφάνεια νοήματα και αξίες που βρίσκουν και θα βρουν την πλέρια δικαίωση τους στην περήφανη γη της Παλαιστίνης. «Ότι δίνει στη ζωή μας αξία, το ‘χούμε σ’ αυτή τη γη: τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, την ομορφιά της ώριμης γυναίκας, την ώρα που μπαίνει ο ήλιος στη φυλακή, το σύννεφο που αλλάζει χιλιάδες μορφές, το χειροκρότημα για κείνους που χαμογελούν στο θάνατο, τον τρόμο του δυνάστη για τα τραγούδια».
Η ζωή νοείται ως όλον που «ανυψώνει» τον άνθρωπο. Το γλυκό φως του ήλιου, τα χρώματα της αυγής, ο έρωτας, το άγγιγμα των χεριών και το φιλί, τα τραγούδια της χαράς και της λύπης συμπληρώνουν «ψηφίδα-ψηφίδα» το όλον της ζωής του ανθρώπου. Και μέσα από την «πράξη» της ζωής που συνεχίζεται έρχεται «αψύς» ο θάνατος.
«Το χαμόγελο για κείνους που χαμογελούν στο θάνατο» μετασχηματίζεται σε ζωή και σε τραγούδι. Εδώ ο θάνατος νοείται ως «συμπλήρωμα» της ζωής, ως πράξη και νόημα που «κυοφορεί» την νέα σπορά που φύεται και παράγει την πλέρια ζωή των Παλαιστινίων. Το «χαμόγελο» απέναντι στο επερχόμενο τέλος «σκίζει» και υπερβαίνει κάθε κατοχική δύναμη. Ως βασική ανθρώπινη δύναμη αποτελεί ένα «ασυνεχές» που τέμνει την ζωή και τον θάνατο, ένα μικρό δώρο που κινείται μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ παρόντος και μέλλοντος. Η ποίηση του Μαχμούντ Νταρουίς κινείται μεταξύ σφύρας και άκμονος, μεταξύ χαράς και πόνου, μεταξύ αίματος και φιλιού, μεταξύ ζωής και θανάτου. Μετασχηματίζεται σε αφετηριακή κίνηση επιτέλεσης της πράξης της ζωής. Και ο Μαχμούντ Νταρουίς αποτελεί την πάντα «ζώσα» ενσάρκωση της Παλαιστινιακής ελπίδας, εκεί όπου η σφαίρα και η ριπή των Ισραηλινών πολυβόλων «διαπερνούν» την ανθρώπινη σάρκα χωρίς όμως να «αγγίξουν» το χαμόγελο μπροστά στη ζωή και στο θάνατο.
«Εκεί είναι οι ρίζες μου. Εκεί είναι η μνήμη μου. Έχω κι εγώ μάνα, όπως όλοι, και σπίτι με πολλά παράθυρα. Έχω αδέρφια, φίλους κι ένα κελί που μπάζει από παντού. Το κύμα που αρπάζουνε οι γλάροι μου ανήκει, δικές μου οι εικόνες των ματιών μου, δικό μου και το νιόβγαλτο το χορταράκι. Το φεγγάρι στην κόψη των λέξεων δικό μου, κι η γενναιοδωρία των πουλιών και η ελιά η αθάνατη».
Σε αυτή την «ποτισμένη» με δάκρυα, πόνο και αίμα γη, ο ποιητής διεκδικεί το δικό του μερίδιο στη ζωή και στη μνήμη. Ναι, η γη είναι δική του, τα δάκρυα αυτά της γης είναι δικά του, το αίμα είναι δικό του. Και το αίμα γίνεται ποίηση, γίνεται λέξεις και νοήματα που χαράσσονται βαθιά μέσα στη μνήμη και στη ζωή. «Το κύμα που αρπάζουνε οι γλάροι μου ανήκει, δικές μου οι εικόνες των ματιών μου, δικό μου και το νιόβγαλτο το χορταράκι».
Οι εικόνες της ζωής του, οι εικόνες της παιδικής του ηλικίας, οι εικόνες της μητέρας του, των αδελφών του και των φίλων του αποκρυσταλλώνονται στο ποιητικό του «έπος, εκεί που το έλλασον γίνεται μείζον, εκεί όπου η ζωή συναντά το θάνατο και του «χαμογελά» με παιδική λαχτάρα και πάθος, εκεί που το «νιόβγαλτο το χορταράκι» που φύεται θα στραγγίξει το αίμα των Παλαιστίνιων και θα το μετατρέψει σε κραυγή ελευθερίας, της δικής του ελευθερίας, που την δικαιούνται, όπως εξάλλου και όλοι οι λαοί της γης. «Όλες τις λέξεις για το δικαστήριο του αίματος τις έμαθα για να μπορέσω να παραβιάσω τους κανόνες. Τις έμαθα και τις διέλυσα για να συνθέσω μια και μοναδική: πατρίδα». Η γη Παλαιστίνη, ο πόνος Παλαιστίνη συγκροτούνται από την αρχή.
Το αίμα και οι λέξεις του ποιητή συγκροτούν από την αρχή την πρωταρχική Παλαιστινιακή πατρίδα, την πατρίδα που συγκροτείται στη μνήμη προτού λάβει «σάρκα και οστά». Και πόσοι και πόσοι Παλαιστίνιοι, ακριβώς όπως και ο ποιητής δεν έμαθαν τις κρίσιμες λέξεις για το «δικαστήριο του αίματος», για το «δικαστήριο» που θα δικάσει την λήθη και τον πόνο, τον πόνο που προκαλεί το αίμα. Η ποίηση του Μαχμούντ Νταρουίς αποδίδει δικαιοσύνη, δικάζει τους εγκληματίες, ανάγοντας τους θεμελιώδεις όρους της ζωής σε πρωταρχική ύλη της πατρίδας, της δικής του πατρίδας.
«Εσείς που περνάτε μέσα από λόγια εφήμερα, πάρτε τα ονόματα σας και φύγετε. Από τις ώρες σας μακριά ο χρόνος μας. Φύγετε. Αρπάξτε ό,τι μπορείτε απ’ το μπλε της θάλασσας κι απ’ την άμμο της μνήμης, φωτογραφίστε ό, τι θέλετε, μήπως και καταλάβετε αυτό που πάντα θα σας είναι ακατανόητο: πως γίνεται μια πέτρα από τη γη μας τη στέγη τ’ ουρανού να χτίζει. Εσείς που περνάτε μέσα από λόγια εφήμερα, εσείς το ξίφος, εμείς το αίμα, εσείς ατσάλι και φωτιά, εμείς τη σάρκα μας… Πέτρες εμείς, εσείς ερπύστριες. Δακρυγόνα εσείς, εμείς βροχή».
Ο ποιητής συγκροτεί το όλο πλαίσιο της ποίησης. Με τον ελεύθερο στίχο και την έμπνευση να «οργιάζουν», αποδομεί την «σύνολη» εικόνα της Ισραηλινής κατοχής. Οι λέξεις του, οι σκέψεις του αποτελούν τα δικά του «όπλα», τα «όπλα» που ορθώνονται απέναντι στα τανκς, στο αίμα και στην αδικία. Γίνεται ο ίδιος η «φωνή» της Παλαιστίνης που αγωνίζεται ολόρθη για την δικαίωση: «Εσείς που περνάτε μέσα από λόγια εφήμερα, πάρτε τα ονόματα σας και φύγετε».
Δεν είναι πλέον ποιητής, είναι ένας «μαχητής» που με «όπλο» την ποίηση κραυγάζει για ελευθερία, για λίγο λυτρωτικό φως που θα «αναδιατάσσει» την καθημερινότητα. Ποίηση και κραυγή για ελευθερία γίνονται ένα. «Εσείς το ξίφος, εμείς το αίμα, εσείς ατσάλι και φωτιά, εμείς τη σάρκα μας… Πέτρες εμείς, εσείς ερπύστριες. Δακρυγόνα εσείς, εμείς βροχή».
Η ποίηση του είναι αίμα και σάρκα, πέτρες και βροχή, που «δρα» στη γη του πόνου. Η πρωταρχική και βαθιά «γήινη» και «σωματική» ποίηση του Μαχμούντ Νταρουίς «χτυπάει» αλύπητα το «ξίφος», το «ατσάλι» και την «φωτιά» των κατακτητών. Την κρίσιμη στιγμή μετασχηματίζεται σε τραγούδι, σε «όραμα» και σε αντίσταση που πηγάζει μέσα από την «μητρική» γη της Παλαιστίνης, μέσα από τα λουλούδια της και το «αίμα» της. Είναι η «φωτιά» που κατακαίει τα κατοχικό παρελθόν και παρόν.