Με μία 'πυρετώδη' γραφή, με μία συναισθηματική όσο και βαθιά πολιτική προσέγγιση των πραγμάτων, ο Ζοζέ Σαραμάγκου ανήγε εαυτόν σε καθημερινό 'χρονικογράφο', μία ιδιότητα στην οποία ενυπήρχαν ταυτότητα πολλές στρώσεις: το φανταστικό και το πραγματικό στοιχείο κατανεμημένα σε ισόποσες δόσεις κριτικής θεώρησης, ο 'μαχητικός' κομμουνισμός (κομμουνισμός που είναι η αντιστροφή ή ορθότερα η συμπλήρωση του 'πραγματικού: ο κομμουνισμός του δρώντος, η λανθάνουσα ταυτότητα του καιρού, η επεξεργασία της λογοτεχνίας ως 'επιστήμης-μαρξιστικού δοκιμίου), η πολυπλοκότητα του λόγου που είναι τόσο 'προφορικός' όσο απαιτεί το νόημα του έργου, η διαδρομή παράλληλα με το επέκεινα.
Ο Σαραμάγκου δε φείδεται λόγων και έργων: πατάει σταθερά πάνω σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό υπόβαθρο για να αναμετρηθεί με 'θεούς' και 'δαίμονες'. με τους 'εκτός συναγωνισμού' πολιτικούς του καιρού μας, με την ιστορία ως 'ανοιχτή' ανάγνωση, με την εκ νέου επανεγγραφή του Πεσσόα όχι ως άλλο εαυτό αλλά ως συμπυκνωμένο ποιητή. Το έργο του εμφιλοχωρεί 'παντού. Επρόκειτο για μία λογοτεχνία που «θυσιάζει» το γενικό στο ειδικό, που «συλλαμβάνει» τις αρχικά υπόγειες ρήξεις, που είναι πολιτική στον βαθμό που το πολιτικό παίγνιο προσδιορίζεται ως σταθμός για τη ζωή και την ύπαρξη των υποκειμένων, ατομικών και συλλογικών. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου «είδε» στον εαυτό του το ρόλο του λογοτέχνη, που είναι ρόλος υποκίνησης αξιών, «είδε» το ρόλο του ‘παραμυθά-αφηγητή’ που διηγείται ‘παραμύθια’ με τον τρόπο ενός πολιτικού στοχαστή.
Η μνήμη του ‘συγκροτείται’ με σύμβολα, με μετοικήσεις στον κόσμο του βαθιά βιωμένου status, με την αναφορά παραδειγμάτων από το ‘πεδίο’ της Πορτογαλικής ιστορίας, με την ένταση και την ‘ουσία’ του αυθορμητισμού της στιγμής.
Ο Σαραμάγκου είναι ένας λογοτέχνης που επιτελεί μία «χειρουργική» τομή ακρίβειας μεταξύ ποιητικής ευαισθησίας και σκληρής κριτικής, μεταξύ του γεμάτου από γεγονότα & συμβάντα ‘χώρου’ και της στοχαστικής «εκκαθάρισης» αυτών των γεγονότων-συμβάντων διαμέσου της λογοτεχνικής πράξης, που κοιτά και προς τη μεριά του πένθους.
Το διαρκές στοίχημα και παρόν του λογοτεχνικού του βιόκοσμου: η υπόμνηση του ρόλου του υποκειμένου, της ανοιχτής ή κεκαλυμμένης οργής, της αναπαραγωγής της αβεβαιότητας. Ακριβώς διότι το όλο του έργο του προσιδιάζει σε αυτό το σημείο: στην αναπαραγωγή της ιστορίας ως ιστορικής αβεβαιότητας, εκεί όπου εμφιλοχωρεί και ενσωματώνεται το φαινομενικά «ασήμαντο» και το «απίθανο». Eίναι το πεδίο της ασυμβατότητας μεταξύ υποδειγμάτων και αντι-υποδειγμάτων, μεταξύ αναφορών και πράξεων.
Ο δικός του πρακτικός όσο και συμβολικός αθεϊσμός εδράζεται στο βαθύ ανθρωπισμό του, στην ενεργοποίηση του ως μέρους της ταυτότητας του. Ο Πορτογάλος συγγραφέας υπήρξε συναισθηματικά οργισμένος απέναντι σε ότι ‘ενοχλητικό’ τον περιέβαλλε, ιδεολογικά δραστηριοποιούμενος στην περιοχή της δράσης που ήταν τελικά η δική του λογοτεχνική πορεία, η συμβολή του στο ‘είναι΄ που προσιδιάζει στο ‘είναι’.
Η ανάγνωση των βιβλίων του, κανονική περιδίνηση, ένας πραγματικός «πυροβολισμός» από λέξεις που διανοίγει δυνατότητες «προβολής» ταυτοτήτων. Κάθε στιγμή υπενθυμίζει τις συνηχήσεις της λογοτεχνίας, συγκροτεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο το ρόλο του αναγνώστη, θυμίζοντας μας το λόγια του CharlesDickensστο τέλος του έργου του ‘Δύσκολα Χρόνια’:
«Αγαπητέ αναγνώστη! Από σένα κι από μένα εξαρτάται αν θα γίνουν ή δε θα γίνουν παρόμοια πράματα στον κύκλο της δικής μας ζωής. Ας γίνει ότι είναι να γίνει. Εμείς μια φορά θα καθόμαστε πλάι στο τζάκι, με πιο ανάλαφρο στήθος, παρακολουθώντας τις στάχτες της φωτιάς μας να γίνουνται γκρίζες και να παγώνουν».[1]
Μία απαισιοδοξία που όμως συμβαδίζει με την παρατηρητικότητα, με το συμβάν ως λογοτεχνική καταγραφή, με την αναγκαιότητα της δράσης, της λογοτεχνικής δράσης που είναι δράση πραγματική, συναισθηματική και καίρια μπροστά στην αναζήτηση της ακόμη και ελάχιστης πιθανότητας αλλαγής. Γιατί η λογοτεχνία δε παίζει μόνο με το ‘βέβαια’ αλλά και με αυτό που διαγράφεται ως ‘αβέβαιο’, διερευνά το πεδίο ως πλοηγός και πολλαπλασιαστής στάσεων. Το έργο του Ζοζέ Σαραμάγκου λειτουργεί και σαν ένα ιδιότυπο ‘κυτίο’ υποδοχής και αναπαραγωγής μαχητικών ταυτοτήτων μπροστά στη «μικρή» ζωή και στον «μεγάλο» θάνατο.
Με τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου: «Εδώ είναι σα να βρίσκεσαι σε μια καινούργια κιβωτό όπου σύναξες μνήμες και πράξεις και όνειρα, για να τα σώσεις και να σωθείς κ’ εσύ μαζί τους, - δέντρα και φυτά κι αγαθά ζώα και σπόρους λουλουδιών· μπορείς να φαντάζεσαι την άνθηση τους, σα μικρές εκρήξεις από χρώματα, σα μικρά πολύτιμα ηφαίστεια·- τα βλέπεις κιόλας να φωτίζουν με τα χρώματα τους τα χέρια σου, τη σόμπα, τη ντουλάπα, το τραπέζι και τα παπούτσια σου πάνω στην καρέκλα· κ’ έτσι φωτισμένα τ’ ΄άδεια σου χέρια, μοιάζουνε πάλι σα γεμάτα».[2]
Oποιητής και ο συγγραφέας «επικοινωνούν» με το έργο τους, συγκλίνουν στο πεδίο της αναζήτησης της ολότητας, του υποκειμένου με το ‘τίποτα’ και με το ‘πάντα’ στο χέρι, συγκλίνουν σε αυτό που απελευθερώνει από τη «βεβαρημένη συνήθεια»: και αυτό το στοιχείο το τόσο άμεσο και δύσκολο για έναν συγγραφέα και για έναν ποιητή, είναι η γραφή.
Η γραφή που είναι νόημα και αίμα μαζί, που αποκρυσταλλώνει κόσμο και κόσμους, που αγκυροβολείται στο συνειδητό της σκέψης και στη ‘βιαιότητα’ της στιγμής. Η γραφή είναι ‘λόγος’ αποδόμησης και ανασυγκρότησης, η ‘μήτρα’ των πολλών γεγονότων. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Ζοζέ Σαραμάγκου ‘γκρεμίζουν’ τα τείχη της συμβατικότητας, συνδέουν αυτό που είναι με αυτό που δύναται να συμβεί και επιτελείται πάνω στο «σώμα» της γραφής, του σήμερα και του αύριο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως εστίασαν στο σημείο τομής: η ίδια η γραφή ως ‘πνεύμα’ αντιλογίας, ως εξέγερση και συγκρότηση ‘φιγούρων’, μία γραφή που πηγαίνει πέρα από την προσωποποίηση.
Ένας 'μεγάλος' και ευφυής 'αλητάκος', ένας 'δαιμόνιος γραφιάς' που θύμιζε από την ανάποδη τον Κονοβάλωφ στους 'Αλήτες' του Γκόρκι. Εμπλουτίζοντας την παράδοση του μαχητικού, μαρξιστικού ριζοσπαστικού αθεϊσμού, ο Σαραμάγκου μας προσέφερε μία απολαυστική λογοτεχνική πρόζα μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος του 'Κάιν',΄(ένα από τα καλύτερα των τελευταίων ετών), που διαβάζεται και ως αδυσώπητη κριτική ενός συγκαιρινού 'σκοταδιστικού θεϊσμού'. «Και τι θα γίνει με τη νέα ανθρωπότητα που είχα αναγγείλει, Υπήρξε μία, άλλη δεν θα υπάρξει και κανείς δεν θα καταλάβει την απώλεια, Κάιν, είσαι μοχθηρός και άτιμος φονιάς του ίδιου του αδελφού σου, Όχι τόσο μοχθηρός και άτιμος όσο εσύ, θυμήσου τα παιδιά στα σόδομα. Έπεσε μια μεγάλη σιωπή. Ύστερα ο κάιν είπε, Τώρα μπορείς να με σκοτώσεις, Δεν μπορώ, όταν ο θεός δίνει το λόγο του δεν τον παίρνει πίσω, θα πεθάνεις από φυσικό θάνατο στην εγκαταλειμμένη γη και τα όρνια θα κατασπαράξουν τη σάρκα σου, Ναι, αφού πρώτος εσύ μου έχεις κατασπαράξει το πνεύμα..’’[3]
Αυτός ήταν ο Ζοζέ Σαραμάγκου. «Ήταν όμως κι ένας σκύλος που ούρλιαζε, Σώπασε πια, πρέπει να ήταν ο τρίτος πυροβολισμός, Καλύτερα, απεχθάνομαι ν’ ακούω σκύλους να ουρλιάζουν».[4] Η ρητή και άρρητη ανασυγκρότηση της εξουσίας ανακύπτει ως απάντηση. Κι η κραυγή είναι ένας υπόγειος φόβος.
[1]Βλέπε σχετικά, Ντίκενς Κάρολος, ‘Δύσκολα Χρόνια’, Μετάφραση από τα Αγγλικά: Νίκας Άγγελος, Εκδόσεις Ζυριχίδη, Θεσσαλονίκη, 1968, σελ. 749-750.
[2]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ο Φαροφύλακας’, Ποιήματα 1938-1971, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2002,σελ. 268.
[3]Βλέπε σχετικά, Σαραμάγκου Ζοζέ, ‘Κάιν’, Μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Ψύλλια Αθηνά, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2010, σελ. 152.
[4]Βλέπε σχετικά, Σαραμάγκου Ζοζέ, ‘Περί Φωτίσεως’ Μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Ψύλλια Αθηνά, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2006, σελ. 362.