Ο Μιχάλης Κατσαρός, στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘Κατά Σαδδουκαίων’ ανάγει την ποίηση σε ‘εργαλείο’ καταδίκης της κάθε εξουσίας και των εξουσιαστικών σχέσεων, σε γραπτή ‘μορφή’ που προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας εν δυνάμει εξέγερσης των λέξεων και των σωμάτων. Η ποιητική του πράξη διακρίνεται για την ευθύτητα και την αμεσότητα της, για την εν συνόλω συγκρότηση του γίγνεσθαι ως πεδίου μάχης, για την ίδια την εννοιολόγηση του ως ‘πεδίου’ που διαπερνάται από στάσεις, πράξεις, αφηγήσεις, μύθους και συμβάντα.
Πραγματικά, η ποίηση ή αλλιώς η ‘κατά σαδδουκαίων’ αλλαγή συμπυκνώνει και συμβολίζει όχι τις νόρμες του καθημερινού αλλά τις νόρμες του κατά ποιητή αναγκαίου: αυτού που υποκρύπτεται «υπόγεια» και «χαμηλόφωνα», αυτού του συλλογικού υποκειμένου που ως «σώμα» δύναται να προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές. Το έργο ‘κατά σαδδουκαίων’ διατρέχεται από την τεθλασμένη γραμμή της άρνησης, της μη συναίνεσης με μία ποίηση που λαμβάνει όψεις και χαρακτήρα ‘ασφάλειας’, ‘κανονικότητας’ και ‘συνέχειας’.
«Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώρια μου οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες - να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλύτη εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα ο θερμός ανταλουσιάνος μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας. Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία ένας σκοτεινός συνωμότης. Εκείνοι το κατάλαβαν πρώτοι - τα σιδερένια χέρια τους λέγανε προσευχές κατέλαβαν τη μια πόλη μετά την άλλη άφηναν φρουρούς παντού κλείναν τις πύλες οι πέτρινες εντολές περιφέρονταν σε λιτανεία – ώσπου στο τέλος με ξέχασαν. Και τώρα – απέξω απ’ τα στρατεύματα κοιτάζω την ένδοξη πόλη όπου ξαπλώνει ράθυμα πόρνη και δυναμίτης – κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικυκλώσαν τα φρούρια αυτή που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα δεν έχει αναμμένη φωτιά – κοιτάζω και υψώνω θεριό τη φωνή μου μήπως μ’ ακούσουν. Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική».
Η μούσα καθοδηγεί τον ποιητή που δεν υποδύεται τον «πρίγκηπα» αλλά τον άνθρωπο, έναν ιδιαίτερο «πολεμιστή» των λέξεων. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως το περιεχόμενο είναι ευκρινές: ένας «μαχητής» εξόν του συνηθισμένου πλαισίου, εκτός των τειχών, που παρατηρεί έχοντας ως «όπλο» την κάθε στιγμή παρούσα ποιητική τεχνική. Η δράση μέσα στην πόλη είναι συγκεκριμένη, η πόλη είναι ο ‘χώρος’ όπου η μνήμη και η αφήγηση, «πασπαλισμένες» με την αχλή του μύθου οδηγούν στη συγκρότηση ταυτοτήτων, ταυτοτήτων ιδανικών, κατάλληλων, ιδεατών. Τα ένοπλα στρατεύματα αποτελούν το κατοπτρικό είδωλο του μύθου του ιερού που στέκεται πάνω και πέρα από τον πεπερασμένο ‘χρόνο’, από τα φθαρτά σώματα των ανθρώπων.
Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής που διαμορφώνει την ονειρική του ύλη σε μπαρούτι, δεν απομακρύνεται από την πόλη και τα τείχη της, από τις τάξεις των πολλών στρατιωτών δια τις εις άτοπον απαγωγής. Αντιθέτως, η απομάκρυνση του είναι το αποτέλεσμα της ‘κτήσης’ του συστατικού και ουσιαστικού λόγου, της διαρκούς επιστροφής στην ιστορία όχι ως μύθο αλλά ως βιωμένη, βίαιη και αιματηρή πραγματικότητα: «για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία ένας σκοτεινός συνωμότης».
Δεν αφηγείται απλά, δεν κραυγάζει μόνο, δεν παραθέτει λέξεις στη σειρά παρά μόνο «συμμετέχει» δια της παραπομπής στη βιωμένη ιστορία-ιστορική πραγματικότητα, στην ιστορία των πολλών θα λέγαμε, στο δικό του συστατικό λόγο, όπου εντός του συναντώνται η ιστορία ως κίνηση, ως εξέλιξη και η ποίηση ως αναφορά του ‘είναι’. Η ποίηση που είναι το ‘αίμα’ του σε μορφή λόγου. Και μένοντας έξω από τα τείχη, δεν μετατρέπεται σε αντικειμενικό παρατηρητή. Παρατηρεί τους πολλαπλούς συνδυασμούς, την «κίνηση μέσα στα τείχη», την εξώθηση στα άκρα.
Η ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού ήρθε για να μείνει, δίχως να προσδοκά ανταμοιβή και ανταλλάγματα. Εξαρχής ρίχνεται στο πεδίο της μάχης, ‘υποκειμενοποιείται’ διαρκώς, «αναπλάθεται» και σημασιοδοτείται ως στήριγμα, ως άρση της πολύσημης ‘αντικειμενοποίησης’ των πραγμάτων, της εξουσίας που προβάλλει ισχυρή και αιώνια. Και θα μπορούσαμε να πούμε πως «ενσαρκώνεται» παντού: όπου υπάρχει δράση, κίνηση, αντίδραση, ιστορία ως δρώσα και παρούσα πράξη στο ‘χώρο’ και στο ‘χρόνο’. Διότι ποίηση δε σημαίνει απλά λέξεις και πολλαπλές έννοιες που αποτυπώνονται στον παρόντα και στο μέλλοντα χρόνο.
Σημαίνει λέξεις-έννοιες που συνιστούν το άλλο πρόσωπο της μάχης που δίνεται και δύναται να δοθεί καθημερινά ενάντια στον κάθε είδους εκβαρβαρισμό, σημαίνει μία επίπονη και δύσκολη πορεία προς την πραγμάτωση από κοινού και μαζί με τους ‘άλλους’, σημαίνει την αποκρυστάλλωση της και στο πεδίο της κοινωνικής δομής ως «στοιχείου» που τροφοδοτεί διαρκώς τα χαρακτηριστικά της ‘μάχης’. Δεν είναι η πνευματικότητα που την κάνει να ξεχωρίζει, αλλά η λειτουργία της ως μηχανισμός αναδιαμόρφωσης ατομικών-συλλογικών ταυτοτήτων. Ο Μιχάλης Κατσαρός μας υπενθυμίζει άμεσα αυτά τα στοιχεία.
Ακριβώς διότι: «Εγώ πάντως εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο μεσαίωνα με φάλαγγες πιστών με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους εικόνες από παλιές εκστρατείες και τυφεκισμούς ήρωες με αυστηρά βλέμματα Άμες δε γ’ εσόμεθα πληρωμένη εκπαίδευση θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια».
Η εποχή η δική του, η εποχή η δική μας. Η κάθε λογής εξουσία και η επικάλυψη της, η νομιμοποίηση της. Σε αυτό ακριβώς το στοιχείο τείνει η ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού: στην αποδόμηση όλων εκείνων των ιδεολογικών πλεγμάτων που δύνανται να νομιμοποιήσουν την εξουσία, λειτουργώντας, όχι ως ‘άνωθεν’ αποκάλυψη αλλά ως ποίηση-δομή επικαιρικής και όχι μόνο διάστασης η οποία εννοεί τη λειτουργία της συγκροτούμενη αντιθετικά προς την ισχύ και την εξουσιαστική επιβολή.
Η ποίηση του συγκροτείται σχεσιακά: «Έλα μαζί μου. Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς μ’ αρχόντους ατσάλωνε την τόση θέληση της πάψε τους θρήνους σου. Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα από τα συνέδρια τις συσκέψεις αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες από τους υπουργούς τις δεξιώσεις αντίθετα στον πόλεμο. Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής. Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο».
Είναι η ποίηση της γνώσης που προκύπτει από τη σύγκρουση, που σχετίζεται προς τους πολλούς προλετάριους, που την τραβά σα «μαγνήτης» η αντίδραση, η θέληση για καινούργιο, η εξέγερση-επανάσταση ως άλλος κόσμος. Σαν να είχε τη συναίσθηση που είχε ο Ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος κλείνοντας το μικρό του διήγημα ‘Το αφεντικό’ έγραφε: «Κοιτάζοντας αυτή την κίνηση, αυτήν την εργασία θυμούμαι ότι μέσα στους μπερδεμένους δρόμους του μεγάλου αυτού κράτους, ο Οσσίπ περπατεί ολομόναχος, δίχως βιάση. Είναι ο «άνθρωπος που περνά».
Κι ο Μιχάλης Κατσαρός «ανοίγει το δρόμο», και ως ποιητής αλλά και ως »δηλωμένος σκεπτόμενος» που απευθύνεται στην ποίηση, στην ποίηση που τη βιώνει ως αίσθηση «αποκάλυψης», αφύπνισης στο ίδιο του το σώμα. Και μόνο μία λέξη που περικλείει πολλές έννοιες θα αρκούσε για να προσδιορίσει το ποιητικό του πράττειν. Η λέξη Αντισταθείτε. Αντισταθείτε στα μικρά και στα μεγάλα, αυτή είναι η διαρκής προτροπή του.
«Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους». Αυτό είναι το νόημα που προκύπτει από την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού, από την ‘κατά σαδδουκαίων’ συλλογή. Η εννοιολογική συγκρότηση της αντίστασης που εγκολπώνεται στο εσωτερικό της ποίησης αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Aν η ποίηση είναι το δικό του καταφύγιο, η δική του αρένα, τότε ο κοινωνικός χώρος είναι το πεδίο έκβασης της τελικής μάχης. Η ‘κατά σαδδουκαίων’ συλλογή «ζητά» την αλλαγή προς το καλύτερο.