Η πολιτική διαχείριση της ελληνικής ‘κρισιακής’ συνθήκης επιτάσσει και επιβάλει την αναγκαία όξυνση της κοινωνικοπολιτικής διαπάλης. Στον κύκλο της κοινωνικοπολιτικής διαπάλης η ‘πλημμυρίδα’ της πρώιμης ‘κρισιακής’ περιόδου έδωσε τη θέση της στην περισσότερο ‘ενάρετη’ και θεσμική εκλογική ‘αναμονή. Η όξυνση και η ‘αναμονή’, η εμπροσθοβαρής δράση και τα ‘πισωγυρίσματα’, οι αντιφάσεις και οι αντινομίες της πάλης εγγράφονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσέλαβε η ‘κρίση’ του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, μία ‘κρίση’ που δύναται να προσδιοριστεί και να ενταχθεί στο πλαίσιο της ιστορικότητας, ήτοι της ιστορικής (κεφαλαιοκρατικής) κίνησης της περιόδου.
Με αυτόν τον τρόπο ανακύπτουν κάποιες βασικές παράμετροι: 1. Μία οικονομική-κεφαλαιοκρατική κρίση που είναι διεθνής, στο βαθμό που επηρεάζει εν συνόλω τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αναπαράγοντας και μεγεθύνοντας συνάμα τις αντινομίες και τις αντιθέσεις που ‘υπερπροσδιορίζουν’ τον συγκεκριμένο τρόπο οικονομικής παραγωγής. Οι καπιταλιστικές συνθέσεις και αντιθέσεις αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, το διπρόσωπο ‘Ιανό’ που τόσο καλά ενσαρκώνει την καπιταλιστική οικονομική λειτουργία. Η διεθνής κεφαλαιοκρατική κρίση προκύπτει ιστορικά, διευρύνεται διαταξικά, επηρεάζοντας και μετασχηματίζοντας αυτό που θα ονομάζαμε ως ‘τρέχον υπόδειγμα ζωής’ των κοινωνικών τάξεων και των μερίδων τάξεων. Η υπερσσυσώρευση του κεφαλαίου είναι ένας τρόπος εκφοράς και κανονάρχησης της κρίσης, που, σε ένα δεύτερο επίπεδο ισοδυναμεί με το ότι η επανεπένδυση κεφαλαίου καθίσταται μη εφικτή.
2. Η διεθνής κεφαλαιοκρατική κρίση αποκτά και προσλαμβάνει ‘εθνικά’ χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά που άπτονται της συγκρότησης και της ‘μορφοποίησης’ του καπιταλιστικού τρόπου λειτουργίας εντός συγκεκριμένων εδαφικών ορίων. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι η τύποις αποδόμηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε ‘εθνικά κομμάτια-τμήματα, σε ‘εθνική κλίμακα’, συγκροτεί τις ιδιαίτερες ‘χωροχρονικές μήτρες’ παραγωγής-αναπαραγωγής κοινωνικών-ταξικών σχέσεων.
Η ελληνική ‘χωροχρονική’ μήτρα, λειτουργώντας εντός του καταμερισμού της εργασίας και του νόμου της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης, βιώνει με έντονο τρόπο τις ‘ωδίνες’ της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, η οποία, όσο περισσότερο ‘εξειδικεύεται’ και εκδιπλώνεται τόσο περισσότερο οξύνεται παραγωγικά. Η διαρκής «κακοφωνία» της εν Ελλάδι οικονομικής-παραγωγικής κρίσης αποτελεί απόρροια, στη δεδομένη στιγμή, της σύνθετης αντίφασης μεταξύ παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας: η αύξηση της παραγωγικότητας ως ποσοστό και ως ‘ποσότητα’ δεν συναρθρώθηκε με μία αντίστοιχη αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που δρα εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας.
Όπως αναφέρει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος: «Ο ελληνικός καπιταλισμός προσχώρησε το 1981 στην τότε ΕΟΚ έχοντας, με την εξαίρεση του εφοπλισμού και ορισμένων τομέων της ελληνικής οικονομίας (κατασκευές, τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία), σημαντικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια».
Η συγκαιρινή οικονομική ανάπτυξη και η επίτευξη της εισόδου στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (είσοδος που δύναται να εννοηθεί και ως μία περαιτέρω σύμφυση του ελληνικού αστισμού με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό), απέκρυπτε τις στρεβλώσεις και τις δυσλειτουργίες. Η διεθνής κεφαλαιοκρατική κρίση που ενέσκηψε το 2007-2008 συμφύθηκε με τις ιδιαίτερες λειτουργικές αδυναμίες του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού εν Ελλάδι, έτσι που η κρίση στη συγκεκριμένη χωροχρονική ‘μήτρα’ να προκύψει με ιδιαίτερη σφοδρότητα.
Η κρίση και οι εκφάνσεις της συνιστούν πλέον τον διαρκή κανόνα, και όχι την εξαίρεση, συμβάλλοντας στην αποκρυστάλλωση ή αλλιώς στην ‘κανονικοποίηση’ της λιτότητας ως μίας διαρκούς ‘αφαίρεσης’ ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων. Είναι γνωστές οι πολλαπλές συνέπειες-τομές που έχει προκαλέσει η πολιτική της διαχείριση και ο έλεγχος της στο μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων. Η μετατόπιση κοινωνικής δύναμης και ισχύος προς την πλευρά του άρχοντος αστικού μπλοκ εξουσίας κατακερματίζει τα ισχύοντα και τις κοινωνικές προκείμενες της μεταπολιτευτικής ‘κατασκευής’.
Και το ερώτημα προκύπτει αβίαστα και φυσικά: τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα; πως μπορεί να αντιδράσει η εργατική τάξη, ευρύτερα το μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων; Σε αυτό το κείμενο προτείνουμε μία ταυτολογία δράσης που θέλει να συσχετίσει την έννοια και το περιεχόμενο της μαζικής απεργίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ με την έννοια του λαϊκού πολέμου του Μάο Τσε Τουνγκ, προσαρμοσμένο στο σήμερα. Όπως ανέφερε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: Εάν μας μαθαίνει κάτι η Ρώσικη Επανάσταση, αυτό είναι πάνω απ’ όλα ότι η μαζική απεργία δεν φτιάχνεται «τεχνητά», ούτε αποφασίζεται «μυστικά», ούτε «προπαγανδίζεται» γενικά, αλλά είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, που προκύπτει μία ορισμένη στιγμή της κοινωνικής κατάστασης από ιστορική αναγκαιότητα. Και δεν θα δοθεί βέβαια απάντηση στο ζήτημα με αφηρημένες θεωρητικολογίες για τη δυνατότητα ή όχι, τη χρησιμότητα ή τη βλαβερότητα της μαζικής απεργίας, αλλά με τη διερεύνηση εκείνων των παραγόντων και εκείνων των κοινωνικών καταστάσεων που προκαλούν τη μαζική απεργία στη σημερινή φάση της πάλης των τάξεων».
Με άλλα λόγια, η μαζική απεργία, που δύναται να είναι οικονομική και πολιτική, πολιτική και οικονομική, προκύπτει και δύναται να προκύψει ως προϊόν της ιστορικής ‘κρισιακής’ περιόδου και των ανακατατάξεων της, της κίνησης των εργατικών στρωμάτων στο πεδίο της πάλης των τάξεων. Η μαζική απεργία δεν εκδιπλώνεται ως θεωρητική ‘αφαίρεση’, ως άλλο μάνα που θα πέσει από τον ουρανό, κάποτε, κάποια στιγμή. Αντιθέτως, λειτουργεί συσπειρωτικά, προκύπτει ως το πρακτικό αποτέλεσμα της ΄συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης’, μένει ανοιχτή στη δράση κοινωνικών κινημάτων, δυναμώνει όσο περισσότερο αυξάνει η συμμετοχή των εργατών, συμπυκνώνει την ‘ιστορική αναγκαιότητα’ που ορίζεται και ορίζεται από τη λογική και το πλέγμα της ‘απάντησης-απόκρουσης’ της ταξικής επίθεσης. Αυτή η συνάρθρωση μορφών δράσης χρήζει θεωρητικής επεξεργασίας από τις διάφορες εκφάνσεις της Αριστεράς.
Η μαζική απεργία νοείται ως αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης του ευρύτερου εργατικού κινήματος, το οποίο σε κάθε σημείο της δράσης του διαμεσολαβεί τη συσχέτιση πολιτικού κόμματος-εργατικών συνδικάτων, ευρύτερα του συνδικαλιστικού κινήματος. Η μαζική απεργία, εντασσόμενη στο πεδίο της δράσης του εργατικού κινήματος αποτελεί τον μείζον «κρίκο» της στρατηγικής «αλυσίδας» που είναι ακριβώς η εναλλαγή των μορφών και των τρόπων πάλης, ήτοι ο λαϊκός παρατεταμένος πόλεμος του Μάο Τσε Τουνγκ. Στο ‘κρισιακό-μνημονιακό’ τώρα, ο λαϊκός παρατεταμένος πόλεμος του Μάο Τσε Τουνγκ λαμβάνει και τα χαρακτηριστικά της συνάρθρωσης, της συναρμογής του ειδικού με το γενικό, της συναρμογής της ταξικής πολιτικής με την ταξική οικονομική πάλη. Δύο μορφές που συγκροτούν την ολότητα της πάλης των τάξεων. Η μία μορφή «ακουμπά» διαλεκτικά πάνω στη άλλη, «διεισδύει» στο περιβάλλον της.
Ο λαϊκός πόλεμος ‘εργαλειοποιεί’ και νομιμοποιεί την ιδεολογική διαπάλη, αντλεί «υλικό» από τις τρέχουσες και τις περασμένες «στιγμές» δράσης του εργατικού κινήματος, δύναται να δράσει ως μπλοκάρισμα της κεφαλαιακής αναπαραγωγής στους χώρους εργασίας, «απελευθερώνει» και αποκρυσταλλώνει μία ιδιαίτερη δυναμική στην πολιτική σκηνή. Με άλλα λόγια, εναλλάσσει μορφές και πλαίσια όχι απλά πάλης, αλλά και δυναμικής δράσης. Στην αλληλουχία θέσεων του Μάο η μαζική απεργία της Ρόζας Λούξεμπουργκ καθίσταται η ‘θρυαλλίδα’ της πυροδότησης της πάλης των τάξεων, εναλλασσόμενη με αυτά που θα αποκαλούσαμε ως ‘άλλες αλλά και όμοιες (ως προς τους στόχους που τίθενται), μορφές δράσης-κινητοποίησης.
Το ευρύτερο και εν δυνάμει ιστορικό μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων και οι δυνάμεις που δρουν μέσα σε αυτό το μπλοκ μετασχηματίζουν τον άξονα δράσης προς την κατεύθυνση του λαϊκού, παρατεταμένου πολέμου: 1. Ανάλυση ‘αντιπάλου. 2. Τακτική διεκδικητικής φύσεως. 3. Στρατηγική ‘επίθεσης’. Η διαδικασία φέρει εν σπέρματι τα στοιχεία του βραχυπρόθεσμου κοινωνικού ορίζοντα, της μεσοπρόθεσμης αλληλεγγύης μεταξύ υποτελών τάξεων, των μακροπρόθεσμων όρων συγκρότησης του ιστορικού μπλοκ.
Επρόκειτο για μία ‘νέα’ κλασματική απόσταξη, για μία αλληλεπίδραση του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου που στοιχίζεται με ένα προτσές της κίνησης προς τα εμπρός. Ο λαϊκός παρατεταμένος πόλεμος είναι δυναμικός και όχι στατικός, εναλλάσσει το «ισοζύγιο» της σχέσης κόμματος-συνδικάτου άλλοτε ως συμπληρωματική δράση και άλλοτε ως ριζοσπαστική (πρακτική & ιδεολογική) «αναζωογόνηση» του ενός από το άλλο. Ο ‘κρισιακός’ καπιταλισμός είναι το βραχυπρόθεσμο τώρα, όχι το πιθανό αύριο. Το μνημόνιο ως στρατηγική ελέγχου τον ‘αναζωογονεί’ λειτουργικά, του προσδίδει εργαλεία μίας διαρκούς «ανασυγκρότησης». Γιατί αυτή είναι η δύναμη του καπιταλισμού: η φαντασιακή και πραγματική διάχυση του ρητού «ήρθε για να μείνει». Η ιστορικότητα και το βάθος του είναι και η συγχρονία του. Επισήμανε χαρακτηριστικά ο Μαρξ στον πρόλογο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου: ‘Δεν υποφέρουμε μονάχα από τους ζωντανούς, μα κι από τους πεθαμένους. Le mort saisit le vif! (Ο πεθαμένος αδράχνει το ζωντανό!)». Ιδίως σήμερα είναι εξόχως σημαντική μία διαλεκτική άρθρωση του μαρξισμού.