Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015, τότε που ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς κατήγαγε μία σημαντική εκλογική νίκη. Και το 2015 ήταν ένα πυκνό σε πολιτικά γεγονότα: επτάμηνη διαπραγμάτευση, δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, συμφωνία της 12ης Ιουλίου, εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η ουσιαστική συμπύκνωση του πολιτικού ‘χωροχρόνου’ ισοδυναμεί με την ιστορικότητα της στιγμής-συγκυρίας: ένα πολιτικό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, καλείται, υπό τις έκτακτες συνθήκες που επιβάλλει η διαχείριση της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, να εξειδικεύσει και να εφαρμόσει το πρόγραμμα του.
Με άλλα λόγια διατυπωμένο, να προχωρήσει σε μία εγκάρσια τομή με ότι ορίζεται ως αντεστραμμένη ιστορική «υλικότητα» συμφερόντων: με αυτόν τον τρόπο, η διαχείριση της οικονομικής κρίσης υπερπροσδιορίστηκε: 1. από μία, με ιστορικούς πλέον όρους ιδωμένης, αναδιανομής πλούτου και κοινωνικής ισχύος και δυναμικής από τα ‘κάτω’ προς τα ‘άνω’, 2. από την εκκαθαριστική διάσταση της κρίσης, καθότι οι ‘μη μονοπωλιακές μερίδες του κεφαλαίου’, όπως τις ονομάζει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, συρρικνώνονται δραστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, το άρχον αστικό συγκρότημα εξουσίας, συναρθρώνει-ενσωματώνει αφενός μεν την διάσταση της ενίσχυσης της παρουσίας-θέσης των ηγεμονικών μερίδων του, αφετέρου δε την συρρίκνωση της κοινωνικοοικονομικά προσδιορισμένης παρουσίας-θέσης των μη ηγεμονικών του μερίδων, η θέση των οποίων, στο δεδομένο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, συρρικνώνεται, 3. Από τη «βίαιη» άρση εκείνων των προϋποθέσεων που έτειναν να επικαθορίζουν τις λειτουργίες που ασκούσε, εντός του καταμερισμού της εργασίας, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, η οποία πλέον τείνει προς την κατηγοριοποίηση της ως κοινωνική τάξη μειωμένης ισχύος και δύναμης, 4. από τη προσίδια και δραστική κοινωνική-οικονομική αποδυνάμωση της εργατικής τάξης. Πραγματικά, η εργατική τάξη ως τάξη-σημαίνον κρίκος της δομικής μεταβολής, τείνει να αναπαράγεται μερικά, επιτελώντας πλέον τις λειτουργίες μίας διασφάλισης κοινωνικής παρουσίας, και όχι ενός προωθημένου «πολέμου» θέσεων.
Εντός αυτού του ευρύτερου πλαισίου κλήθηκε να δράσει η κυβέρνηση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, (ΣΥΡΙΖΑ), ή ορθότερα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων (ΑΝ.ΕΛΛ). Οι συνέπειες από τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης συσσωρεύονταν και συσσωρεύονται στο εσωτερικό των πολιτικών κομμάτων, κάτι που συνέβαλλε στην αποκρυστάλλωση μίας δομικής κρίσης αντιπροσώπευσης και συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων, μία κρίση που μετέβαλλε δραστικά τη δραστηριοποίηση των πολιτικών κομμάτων εντός και πάνω στην πολιτική «σκηνή».
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως συσσωμάτωση που συγκρότησε μία κοινωνική συμμαχία που έφερε ένα συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, «κλήθηκε» να μεταβάλλει τους όρους εκδίπλωσης και σταθεροποίησης των «ροών» της οικονομικής κρίσης, λειτουργώντας ως ο κρίσιμος ενδιάμεσος στην ικανότητα και δυνατότητα των λαϊκών-υποτελών τάξεων να αντιστρέψουν τη φορά ενίσχυσης του αστικού μπλοκ εξουσίας (και των ηγεμονικών του μερίδων), υπό τον ιδεολογικό-προγραμματικό άξονα της κατάργησης των πολιτικών λιτότητας και της συνακόλουθης αναδιανομής πλούτου από τα ‘άνω’ προς τα ‘κάτω’.
Η ‘συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν διείδε ότι πλέον οι οικονομικές πολιτικές λιτότητας, συνιστούν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την κυρίαρχη στρατηγική για την επιδίωξη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
Δίχως στρατηγική ανάσχεσης των πολιτικών λιτότητας, δίχως τη συνάρθρωση των λαϊκών-εργατικών συμφερόντων σε κυβερνητικό επίπεδο, δίχως την απεύθυνση, καθημερινή και μαζική στις λαϊκές τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών, δίχως τη συγκρότηση συμμαχιών, δίχως στρατηγική αμφισβήτησης του ίδιου του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η επτάμηνη διαπραγμάτευση «οριοθετήθηκε» και «εκφυλίστηκε» σε μία διαδικασία αναζήτησης της «συνέχειας» με ότι ορίζεται και προσδιορίζεται ως μνημονιακή κανονικότητα, ή αλλιώς σε μία διαδικασία αναζήτησης της λιγότερης και πιο «ήπιας» λιτότητας (λελογισμένη και ποσοτικά υπολογισμένη λιτότητα).
Η περίφημη πολιτική της δημιουργικής ασάφειας δεν συνιστά χάραξη μίας στρατηγικής πρόκλησης ρήξεων και εγκάρσιων τομών, αλλά μία επιδίωξη επικάλυψης των «κενών» και των «χασμάτων» που προκαλεί η έλλειψη στρατηγικής. Με μία έξοχη ανάλυση, ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, δίνει το περίγραμμα της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ: «οι νάνοι όμως της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, καταφανώς δέσμιοι του πλέγματος κατωτερότητας τους, δεν ήθελαν τελικά αυτό. (σ.σ: την ενίσχυση των αγώνων των κυριαρχούμενων τάξεων). Ήθελαν, πριν και πάνω απ’ όλα, να γίνουν συμμέτοχοι σε μιαν «ευυπόληπτη συζήτηση», στην καλύτερη περίπτωση αγνοώντας (όπως και οι Μήλιοι) ότι αυτή θα ήταν νομοτελειακά μια συζήτηση στο τερέν της κυριαρχίας· μια συζήτηση που αργά ή γρήγορα θα τους υποχρέωνε να γίνουν – στον βαθμό που από πριν δε το ήθελαν- «ευυπόληπτοι μεταρρυθμιστές» των αντιμεταρρυθμίσεων της συρρίκνωσης των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων».
Η κατάληξη των πολύμηνων διαπραγματεύσεων, με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, κατέδειξε τα περιορισμένα όρια ενός αριστερού ευρωπαϊκού μεταρρυθμισμού, ήτοι ενός πολιτικού-ιδεολογικού βολονταρισμού που θεωρούσε την Ευρώπη και τις θεσμικές της ολοκληρώσεις (Ε.Ε & ΟΝΕ), ως ευρύτερο πεδίο πολιτικής-ιδεολογικής διαπάλης και δραστηριοποίησης, ως ‘χώρο’ πρόσδεσης των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων με στόχο την απόσπαση κατακτήσεων και τη συνακόλουθη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης τους. Ο αριστερός ευρωπαϊκός βολονταρισμός του ΣΥΡΙΖΑ, αγνοώντας τις πολλαπλές εκφάνσεις της ιμπεριαλιστικής ένωσης ταξικών συμφερόντων-στοχεύσεων, τα επάλληλα δίκτυα επιρροής και ισχύος, οδήγησε στη σταδιακή νομιμοποίηση του μνημονίου που εμπεριέχει ως κατεύθυνση την ταξική λιτότητα ως του απαραίτητου «εργαλείου» για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Ακριβώς πάνω σε αυτό το υπόβαθρο συγκροτεί πλέον την πολιτική του δραστηριοποίηση ο κυβερνητικός Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς: μέσω και δια της κεντρικής εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου και του πολλαπλού του περιεχομένου, αφενός μεν θα επιτευχθεί ο ‘από τα πάνω’ ελεγχόμενος εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας, αφετέρου δε η εφαρμογή του Μνημονίου, ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την έξοδο από την πολύπλευρη κρίση, θα οδηγήσει-συμβάλλει στην εκδίπλωση του περιώνυμου «παράλληλου προγράμματος», το οποίο συνίσταται στην τμηματική, κάθε φορά, αντιμετώπιση των συνεπειών που προκαλεί η πολιτική διαχείριση (και από τον ΣΥΡΙΖΑ) της οικονομικής κρίσης. Πραγματικά, σε αυτό ακριβώς το πεδίο διαμορφώνεται μία δομική αντίφαση εν τοις όροις, η οποία δίχως να αφίσταται του μνημονιακού μετασχηματισμού-προσανατολισμού του κόμματος, το περικλείει ως πολιτική αναπαράσταση ενός σημαντικού τμήματος των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων.
Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατοπιστεί προς το πεδίο του κράτους και των προταγμάτων-επίδικων που αυτό θέτει, ενσωματώνει το Μνημόνιο ως πολιτική στρατηγική, ως αντεστραμμένη «μορφή αναπλήρωσης» του διαπραγματευτικού στρατηγικού «κενού», αποκλίνει σε κυβερνητικό-κρατικό επίπεδο από την υλικότητα των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, εντάσσεται σταδιακά στο πλαίσιο που ορίζει η «συγκεντροποίηση-ενιαιοποίηση» πολιτικών δυνάμεων στον στρατηγικό άξονα της εγχάραξης της λιτότητας στο πεδίο του κοινωνικού ως βιωμένης κανονικότητας.
Με άλλα λόγια διατυπωμένο, επρόκειτο για τη σταδιακή αποκρυστάλλωση ενός θεσμικού και εξόχως «δυναμικού» και «ενιαίου» κρατικού υπερκόμματος το οποίο, προσλαμβάνοντας τη μορφή της τυπικής πολιτικής εναλλαγής διαχειρίζεται τις έκτακτες κρισιακές ροές, δίχως να αφίσταται από το πεδίο του μετασχηματισμού της οικονομικής αναγκαιότητας σε συγκεκριμένη υλικότητα συμφερόντων.
Η πολύμηνη διαπραγμάτευση και η υπογραφή της τρίτης δανειακής συμφωνίας με τους εταίρους-πιστωτές της χώρας ανέδειξε το πως το πλέγμα του ριζοσπαστισμού, μη αμφισβητώντας αξιακά προτάγματα, ευρωπαϊκές-κρατικές προτεραιότητες, «εργαλειοποιώντας» τον συμβιβασμό ως πεδίο σύγκλισης αντιτιθέμενων συμφερόντων, ανάγοντας τις επιμέρους τακτικές σε διαπραγματευτικό «ατού», προσέλαβε τα χαρακτηριστικά ενός ουσιαστικού πολιτικού συστημισμού που, την ίδια κρίσιμη στιγμή, διαμεσολαβεί τα όρια των ιδεολογικών πτυχών της πολιτικής «οντότητας» που αποκαλείται ΣΥΡΙΖΑ.