Αυτές τις αλήθειες μεταξύ άλλων καλούνται να αναλύσουν και να συνταιριάξουν οι Θεωρητικοί της Γλώσσας για να απαντήσουν σε ένα ερώτημα που τίθεται (χάρη στην) εξαιτίας της κοινωνικής εξέλιξης ως προς την ισότητα των μελών της, και την αποτύπωση αυτής της ισότητας στη γλώσσα. Το ερώτημα απασχολεί ήδη την Γαλλική Ακαδημία. Γίνεται λόγος για «συμπεριληπτική γραφή» και «θηλυκοποίηση της γλώσσας» με γνώμονα την άρση αδικιών και ανισοτήτων έναντι κυρίως των γυναικών. Στην Ελλάδα, δεν το έχουμε ονομάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως έχουν γίνει προσπάθειες να υπογραμμιστεί μέσω λέξεων και σύνταξης η γυναικεία συμμετοχή κυρίως στα κοινά και στη διεκδίκηση θέσεων στη λήψη αποφάσεων.
Η γλώσσα είναι σύμβαση από τη γέννησή της, είναι επινόηση του ανθρώπου και αποτελεί το βασικό μέσο λεκτικής επικοινωνίας. Λέγοντας πως είναι σύμβαση, δεν εννοούμε τίποτα παραπάνω από το ότι έχει συμφωνηθεί πως «το τραπέζι» είναι αυτό που όλοι εννοούμε, και δεν ονομάζεται «καλάθι». Αυτό ισχύει για τις πρώτες λέξεις που επινοήθηκαν, διότι μετέπειτα μπορούμε να αναφερθούμε σε παράγωγα, σε ετυμολογία, σε σύνθετες λέξεις κ.ο.κ.
Η γλώσσα διήνυσε αιώνες συνεχούς εξέλιξης και μέσα της φέρει τον τρόπο που ένα έθνος αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η Γλώσσα φέρει την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας εφόσον και αποτελεί κομμάτι αυτού, και χρησιμεύει στο να τον εκφράσουμε. Δεν είναι καινούργιο να πούμε πως η Ελληνική γλώσσα είναι από τις αρχαιότερες, ότι χάρη στην πλούσια ετυμολογία της επέτρεψε να εκφραστούν έννοιες που η Ανθρωπότητα δεν είχε καν συλλάβει και πως η ευκολία σύνθεσης λέξεων και παντρέματος εννοιών εκτοξεύει τη σημειωτική της επιτρέποντας στον χρήστη ερμηνείες πολλών επιπέδων. Η Ελληνική, δέχτηκε δάνειες λέξεις, μα και έδωσε. Και η Ελληνική, ποτέ δεν υπήρξε νεκρή γλώσσα. Επί σειρά συνεχόμενων αιώνων επέτρεψε να εκφραστούν Ιδέες και Ιδεώδη.
Η κοινωνία αλλάζει, τα μέλη της είναι ίσα σε δικαιώματα και υποχρεώσεις, και κάποιοι πρεσβεύουν πως αυτό πρέπει να αποτυπωθεί και στην γλώσσα. Ό,τι υπάρχει στο αρσενικό, να εκφράζεται και στο θηλυκό, και επειδή πάντα συναντούμε υπερβολές έχουν φτάσει ορισμένοι να συγχέουν τα γένη των λέξεων με τα δύο φύλα. Θέτοντας αυτό το ζήτημα, πηγαίνουμε στη βάση της γραμματικής για να επαναπροσδιορίσουμε τι είναι όνομα ουσιαστικό, και τι το ξεχωρίζει από το επίθετο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κάτι τέτοιο, είναι κατά την επιστημονική μου γνώμη μη αποδεκτό και μη εφαρμόσιμο, γιατί θα ακύρωνε αιώνες Ιστορίας, Φωνητικής, Ιστορικής Φωνητικής, Σημειωτικής, Λεξικολογίας. Και υποθέτω ότι είναι αντιληπτό πως αυτή η αντίθεση, δεν οφείλεται σε επιστημονική οκνηρία, απεναντίας στηρίζεται στις βάσεις της γλωσσολογίας: τι είναι γλώσσα, πώς γεννάται, γιατί δεν είναι διάλεκτος, γιατί δεν είναι ιδίωμα, ποια η σχέση σημαίνοντος-σημαινόμενου και η σημασιολογική διάστασή τους.
Πέρα από την γραμματική, οι ένθερμοι οπαδοί της «θηλυκοποίησης της γλώσσας» θέτουν εν αμφιβόλω τη συμφωνία επιθέτων και μετοχών με το ουσιαστικό γένους αρσενικού σε μία πρόταση, όταν υπάρχει και ουσιαστικό γένους θηλυκού. Αντιπροτείνουν τη συμφωνία του επιθέτου με το πλησιέστερο σε αυτό ουσιαστικό, όπως στα λατινικά.
Και όλα αυτά γιατί;;; Για να εκφράζει η γλώσσα την ισότητα, για να επιβάλλει η γλώσσα την ισότητα; Και να την επιβάλλει πώς; Διαστρεβλώνοντας γραμματική, νοήματα και σύνταξη; Η «πατροπαράδοτη κληρονομιά», θα είναι πάντα «πατροπαράδοτη», και όχι «ματροπαράδοτη» (η υπερβολή αυτή ακούστηκε, δεν αποτελεί προσωπικό παράδειγμα). Για την έλλειψη ή μη ισότητας, δεν μας φταίει η γλώσσα, μας φταίει η νοοτροπία. Η γλώσσα θα ακολουθήσει φυσικά τη ροή της οπτικής μας.
Πολλοί υποστηρίζουν πως τα αξιώματα ή οι θέσεις εξουσίας πρέπει να έχουν το θηλυκό τους, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα παροτρύνονται οι γυναίκες στο να διεκδικούν θέση, πως πρέπει να γίνονται εκλογές ανάδειξης «Πρωθυπουργού ή Πρωθυπουργίνας», «Προέδρου ή Προεδρίνας», και με τις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες να προκύπτει «Στρατηγός ή Στρατηγίνα», «Αρχηγός ή Αρχηγίνα». Εδώ σας θέλω όμως… πώς θα προσδώσουν αυτές λέξεις την εξουσία και το κύρος που αποπνέουν οι αντίστοιχες στο αρσενικό γένος, από τη στιγμή που φροντίσαμε ως κοινωνία να τις αποδομήσουμε από οποιαδήποτε τέτοια χροιά, καθώς στην καθομιλουμένη υποδεικνύουν μειωτικά, κιόλας, τη σύζυγο του κυρίου που φέρει το εν λόγω αξίωμα;
Η γλώσσα θα εξελιχθεί και θα εκφράσει από μόνη της ό,τι αλλαγή νοοτροπίας περάσει στην κοινωνία, όπως έκανε για αιώνες. Και έτσι όμως να μείνει η γλώσσα, παγιωμένη σε αρσενικά και γυναικεία επαγγέλματα, να εκφράζει μια οπτική που λαξεύτηκε μέσα στην ανισότητα, και αυτό θα έχει τη σημασία του. Γιατί θα υποδηλώνει ένα εμπόδιο που υπήρχε και που υπερνικήθηκε.
Η γλώσσα καθρεπτίζει αυτό που είμαστε, τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Πώς θα δείξει το είδωλο, κάτι πέρα από την αλήθεια μας; Θεωρώ πως τα αποτελέσματα στην ισότητα στην αμοιβή, στην κοινωνία, στη συμμετοχή, θα έρθουν από την εργατικότητα και την παρότρυνση, και όχι παίζοντας με τις καταλήξεις των λέξεων. Και τα άρθρα μια χαρά κάνουν τη δουλειά τους.
Για κάθε «Δεσποινίδα Διευθυντή», υπάρχει συνήθως ένας κύριος «Σαμιωτάκης» που στην πρώτη συνάντηση καταπίνει τη γλώσσα του. Δεν πειράζει. Θα του περάσει.