Δεν κατέχουμε όλες τις γνώσεις, μπορούμε όμως να τις κερδίσουμε σταδιακά και μεθοδικά. Για να πραγματοποιήσουμε αυτή την προσέγγιση πρέπει να γνωρίζουμε τα όριά μας ώστε να τα διευρύνουμε. Η πιο υπέροχη απάντηση όλων των εποχών που δίνουν οι φιλομαθείς είναι μία: «Δεν ξέρω». Το «Δεν ξέρω» δεν είναι όνειδος όπως ίσως φαίνεται σαν πρώτο άκουσμα, απεναντίας, είναι το πρώτο βήμα για να μάθει κανείς: Δεν ξέρω, αλλά θα μάθω. Θέλοντας και μη, επανέρχομαι στο θέμα του προηγούμενου άρθρου που δημοσιεύθηκε αναφέροντας τον Σωκράτη ο οποίος πρώτος αναφώνησε πως «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Συγχρόνως όμως, διέδιδε σαν μεγίστη αξία το «Γνώθι σ’ αυτόν», μια από τις επιγραφές του μαντείου των Δελφών. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η γνώση του εαυτού μας, μας οδηγεί στην επίγνωση των ορίων του, των αντοχών του και της Παιδείας του. Ας μη γελιόμαστε, αυτό που κερδίζουν όσοι στις μέρες μας έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μορφωμένους, είναι στην πραγματικότητα η επίγνωση της άγνοιάς τους, διότι πολύ απλά, τα βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει θα είναι πάντα περισσότερα από αυτά που μελετήσαμε, και οι εμπειρίες που ζήσαμε φτωχότερες από εκείνες που δε γευτήκαμε. Αυτό όμως είναι υπέροχο, καθώς είμαστε καταδικασμένοι να μη βαρεθούμε ποτέ.
Το άμεσο όφελος που αποκομίζει κάποιος από την μελέτη, πέρα από το προφανές, είναι θεωρώ κάτι πιο πρακτικό: μελετώντας, μαθαίνεις με τον καιρό πού και πώς να κινηθείς για να ανακαλύψεις αυτά που δε γνωρίζεις. Η μελέτη και η γνώση όσων είναι κτήμα μας δημιουργούν δρομάκια μέσα από τη διακειμενικότητα για να ανακαλύψεις τη νέα γνώση, έτσι χτίζεται η Γενική Παιδεία. Άλλωστε, το «δεν ξέρω» έχει δύο παράλληλες δράσεις, η μία είναι ότι επιτρέπει προσωρινά να αποποιηθείς της ευθύνης να απαντήσεις άμεσα, και η δεύτερη είναι ότι δημιουργεί την υποχρέωση να το μάθεις.
Σε μια εποχή που η γνώση έχει, κακώς κατ’ εμέ, συνδυαστεί με την εικασία και την απλή πληροφορία, η παραδοχή από κάποιον της άγνοιάς του σε συγκεκριμένα θέματα, του παρέχει φερεγγυότητα στα θέματα που δηλώνει ότι γνωρίζει εφόσον έχοντας τον έλεγχο του εαυτού του και των γνώσεών του, έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνομιλητών του.
Το πρωτόκολλο επικοινωνίας απαιτεί έναν δέκτη, έναν πομπό, ένα μήνυμα, έναν κωδικό καταγραφής του και έναν τρόπο μεταφοράς αυτού. Αν κάποιο από τα στοιχεία δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες, τότε η επικοινωνία καταρρέει πριν καν εδραιωθεί. Δυστυχώς παρατηρούμε μεγάλη δυσκολία στον τομέα αυτό, που μπορεί να οφείλεται στη δυσλειτουργία ενός από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν. Ευτυχώς οι συζητήσεις των ανθρώπων δεν περιστρέφονται μόνο γύρω από ακαδημαϊκά θέματα που να απαιτούν γνώσεις και βεβαιότητα, μιλάμε επίσης για αισθήματα, καταστάσεις, απόψεις και όνειρα. Σε αυτή την περίπτωση, όταν δεν είμαστε σίγουροι το «τι εννοείς;» είναι πανάκεια, αφού υποδηλώνει επιθυμία προσέγγισης της ιδέας, δείχνοντας ότι ο συνομιλητής προσπαθεί να μας κατανοήσει προφυλάσσοντάς μας συγχρόνως από ανούσιες παρεξηγήσεις.
Και στις δύο περιπτώσεις, αν δεν ξέρουμε το «γιατί;» των πραγμάτων, αν δεν κατέχουμε την αιτία τους, δεν ξέρουμε τίποτα. Όπως επίσης, αν δεν έχουμε το θάρρος της γνώμης να ανταπαντήσουμε είτε «δεν ξέρω» είτε «τι εννοείς», είτε «ξέρω», θα παραμένουμε θύματα του εαυτού μας εγκλωβισμένοι στη μοναξιά των ατομικών ανακυκλωμένων σκέψεων.
Έτσι δεν είναι πατέρα; Ξέρω τι εννοείς.