Ο Γρηγόρης Σακαλής είναι ο ποιητής που σε κερδίζει αμέσως με τη σαφήνεια και το ρεαλισμό των πρώτων κιόλας στίχων κάθε ποιητικής του συλλογής. Τον αισθάνεσαι σαν έναν ανήσυχο και στοχαστικό άνθρωπο να στέκει στο κέντρο του κόσμου με τις ευαίσθητες κεραίες του ανεβασμένες. Και να βλέπει από εκεί με τα μάτια της ψυχής του να περνούν δίπλα του οι μικρές και μεγάλες μπόρες μιας καθημερινότητας που «συνθλίβει τις υπάρξεις μας». Κεντρικό στοιχείο της νέας του ποιητικής συλλογής είναι η βαθιά υπαρξιακή αγωνία του ποιητή μέσα σε μια πραγματικότητα που τον καλεί όχι να την περιγράψει αλλά να την αλλάξει. Ή τουλάχιστον να είναι στο πλάι των υγιών δυνάμεων «της εργασίας, του πνεύματος», οι οποίες «όταν επικρατήσουν/ θα χτίσουν/ ένα καινούργιο πολιτισμό/ χωρίς χρηματιστές και λοιπούς/ αργυραμοιβούς».
Ο ποιητικός λόγος έχει τη δική του δυναμική, η οποία λειτουργεί άλλοτε σαν παρήγορη συντροφιά που θωπεύει κι άλλοτε σαν μαστίγιο κι εμβατήριο που εξεγείρει. Ο Γρηγόρης Σακαλής πορεύεται μέσα σ’ έναν κόσμο της ερήμου και της αλλοτρίωσης, όπου «οι άνθρωποι παύουν πια να αποτελούν μια κοινωνία/ είναι μόνο μονάδες μεταλλικές/ γρανάζια σε μια απέραντη μηχανή». Αλλά ταυτόχρονα βγαίνει εκτός ορίων, ακολουθώντας τα ίχνη των αρνητών και των αναχωρητών ή σαρκάζοντας την αλλαγή στην αποικία, όπου «μόνο η ανωτέρα τάξη/ χαμογελά/ γιατί βρέξει – χιονίσει/ θα έχει τα προνόμιά της», ενώ όλοι οι άλλοι «άδικα ελπίζουν / θ’ αλλάξουν μόνο τα ονόματα».
Οι «κραυγές στην έρημο» είναι η άρνηση του ανθρώπου να συμβιβαστεί με τα ζοφερά τοπία του συστήματος όπου «οι νάνοι μοιάζουν γίγαντες/ κι οι γίγαντες νάνοι». Αλλά είναι συνάμα και η πεποίθησή του, γι’ αυτό, πως παρότι «όλα μοιάζουν προδιαγεγραμμένα/ όμως σε κάποιες σπηλιές/ καίνε τις νύχτες κεριά/ από αυτούς που συναντιούνται κρυφά/ και ορκίστηκαν να φέρουν τα πάνω – κάτω».Μα είναι ταυτόχρονα και η ανάγκη του να φωνάξει «όχι άλλο αίμα για το πετρέλαιο/ όχι άλλο αίμα για τις θρησκείες».
Η ποίηση είναι πόνος «που πρέπει να σε αγκυλώνει σαν βελόνα». Κι ο ποιητής εκφράζει όχι μόνο -ή τόσο- τον προσωπικό του πόνο· εκφράζει και αποδίδει τον συλλογικό πόνο, τη συλλογική αγωνία και μια γενική απογοήτευση πως οι κραυγές πέφτουν και χάνονται στην έρημο. Ο Γρηγόρης Σακαλής βαδίζει πάνω σε μια παγκόσμια λεωφόρο της καθολικής αγωνίας, όπως την εκφράζει με τη φιλοσοφία της ποίησής του ο BobDylan. Ψάχνοντας κι αυτός να βρει πόσους δρόμους πρέπει να βαδίσει ένας άνθρωπος ώσπου να τον αποκαλέσεις άνθρωπο, ομολογεί με πολλή πίκρα πως η απάντηση χάνεται μέσα στο άνεμο.
Όμως ο ποιητής δε βολεύεται. Διαλογίζεται. «Αφήνει τα γήινα και ανεβαίνει σε πνευματικά επίπεδα»και «σε πνευματικούς κύκλους κάθαρσης του εγώ». Δεν το κάνει από σκοπού. Το κάνει από ανάγκη. Δεν είναι ίσως αυτός που θα σώσει τον κόσμο. Αλλά πρέπει να σώσει τον εαυτό του. Να φτάσει στο φως, να το πλησιάσει. Να φτάσει στην κάθαρση του εγώ του. Να την προσεγγίσει. Γιατί ξέρει καλά πως πρέπει να γραφούν αμέτρητοι στίχοι και να διανύσουν πολλούς αιώνες ο λόγος και η ποίηση «για να γυρίσει ο ήλιος».
Ο ποιητής αγρυπνά και ελέγχει το σύμπαν ακούραστα κι αδιάκοπα. Συνομιλεί με τον εαυτό του και βρίσκεται υπό το μεταλλικό χέρι της ατομικής του συνείδησης που γίνεται αμείλιχτη, αν καταθέσει τα όπλα του και παραιτηθεί απ’ το όνειρο πως «το δίκιο θα κυβερνήσει/ την πλάση όλη/ όταν οι πολλοί διώξουν το φόβο/ και επιδιώξουν να κάνουν/ το ακατόρθωτο κατορθωτό». Τουλάχιστον οι ποιητές είναι οι ξεχωριστοί άνθρωποι εκείνοι που έχουν δικαίωμα στο όνειρο και στην ουτοπία. Ακόμη κι αν πορεύονται μέσα σε χειμώνες και παγωνιές. Γιατί είναι οι πρώτοι που θα αναλάβουν να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγεία για να επανεκκινήσουν τον κόσμο και να φυτέψουν στον ελεύθερο χώρο του λίγη αγάπη «που με ένα λουλούδι/ κι ένα ποτήρι κρασί/ θα μας θυμίζει/ ότι είμαστε άνθρωποι».
Ο Γρηγόρης Σακαλής είναι ποιητής του καιρού του. Ανήκει εξολοκλήρου στην εποχή του. Βρίσκεται σε μια διαλεκτική σχέση μαζί της, σ’ ένα αδιάκοπο δούναι και λαβείν. Πρόκειται για μαχόμενη ποίηση, που καταγγέλλει τη ναζιστική βία και στρέφεται κατά του νεοναζιστικού τέρατος, καλώντας μας σε μιαν εγρήγορση και μια στράτευση για «να πολεμήσουμε/ ν’ αγωνιστούμε/ να του φράξουμε το δρόμο/ να το εξοντώσουμε πάση θυσία». Καταδικάζει τη «μονοκρατορία του φαίνεσθαι/ όπου δικαστήκαμε να ζούμε».Και αναζητά το δρόμο της αλήθειας και της αξιοπρέπειας, γνωρίζοντας ωστόσο πως ο δρόμος αυτός «θέλει πολύ αγώνα/ θέλει αυταπάρνηση/ εξορία/ ξενιτιά».
Είναι βέβαιο πως ο Γρηγόρης Σακαλής έχει πολλά τραγούδια να μας πει ακόμα. Νομίζω πως η ποίησή του έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Γιατί η ποίηση είναι η καταφυγή του, το φάρμακό του, το ίαμά του στις κρίσιμες ώρες του. Γράφει χαρακτηριστικά σκάβοντας το βαθύτερο είναι του: «κατέφυγα τότε στην ποίηση… έτσι μ’ αυτήν τώρα πορεύομαι/ στη ζωή μου/ κι είναι η ψυχή μου/ ήρεμη, γαλήνια/ τα καθημερινά τραύματα/ δεν μ’ αγγίζουν».
Φιλόλογος, ποιητής και συγγραφέας