Πύργος, Αράπιτσα-Στουμπάνοι
έξοδο οι πολιορκημένοι έχουν κάνει.
Μένουν πίσω τα γυναικόπαιδα
και τρέχουν να σωθούν
στα νοτιοδυτικά, στον ποταμό,
στο ξύλινο γιοφύρι.
Του κάκου προσπαθούν.
Άλογα, ποδοβολητά, κραυγές.
Κλαίν τα μωρά κι η θέση μας
γνωστή στους Τούρκους θα γενεί.
Αλλά το κλάμα σώπασε,
απότομα, με μια πνιχτή φωνή.
Ωιμέ, η άμοιρη, μέλλον
για με δεν έχει τώρα,
τι νόημα πια να ζω,
σαν τι να βλέπω ομπρός μου,
με τη ζωή του πλήρωσε
τη λευτεριά ο καρπός μου.
Χωρίς κωδωνοκρούσματα,
γαρίφαλα και φέρετρο,
κερί, θυμιάμα κι Εκκλησιά.
Ποτάμι είναι το φέρετρο,
ο τάφος παγωμένος.
Μόνο η Αράπιτσα θα νοιαστεί.
Μετά την πρώτη αντάρα,
σε βγάνει σε ήρεμα νερά
και το κορμάκι σου
στον ήλιο να λιαστεί
πάνου στα πλατανόφυλλα.
Θεός να τα φυλάει
τα Ελληνόπουλα.
Έλα ύπνε και πάρε το
γλυκά αποκοίμισέ το
σ’ αμπέλια κρασοστάφυλα
παν’ το σεργιάνισέ το.
Κοιμήσου και θα φέρω,
μπρος στο παράθυρό σου,
τ’ ασημοφέγγαρό σου.
Θα σε σκεπάσω με μετάξι,
που ο νόννης* τό ’χει φτιάξει.
Μη μου το ξυπνάτε
έτσι γλυκά όπως κοιμάται.
Κοιμήσου αγγελούδι μου
κοιμήσου κρινανθέ μου.
Και σαν ξυπνήσεις το πρωί,
ροδόνερο θα σου ’χω,
να πλύνω τα ματάκια σου,
ν’ αστράφτει ο κόσμος όλος.
Νάνι, νάνι, νάνι
το μωράκι μου να κάνει
μέσα στην κούνια την καρένια*
νάνι, νάνι, νάνι
το χαϊδεμένο μου
θα του ’χω έτοιμο πρωινό
σε κούπα φιλντισένια.
Αχ, μικρό γαρούφαλό μου
γιατί σώπασες αξάφνου.
Αχ, καρδούλα μου γλυκιά μου
είναι κάτι που δεν ξέρω
και στο νου μου δεν το βάνου;
Απόψε το νανούρισμα
λυπητερό έχει τον τόνο,
τι έχεις τα χείλια μελανά,
το βλέμμα παγωμένο.
Κορίτσια σύρτε το χορό,
κουράγιο η μια στην άλλη
ας δώσει,
με μοιρολόι το χαλασμό
της πόλης ν’ αποδώσει.
Στη Νάουσα μέσα όρμησαν
μιλιούνια ασκέρια ατάκτων,
αιμοδιψών πλιατσικολόγων,
χιλιάδες τούρκικος στρατός,
όπλα, κανόνια, κουρνιαχτός.
Αυτήν την μέρα του Απριλιού
όλεθρος σε προσμένει,
πόλη μου πεντάμορφη
και πολυξακουσμένη.
Ολοκαύτωμα, ανθρωποσφαγές,
θρήνος, οδυρμός, κραυγές,
οι φόρου υποτελείς
σήκωσαν κεφάλι.
Ο στόχος είναι η εξέγερση
κακό παράδειγμα να γένει,
για κάθε υπόδουλη ψυχή,
που λευτεριά προσμένει.
«Πλην οθωμανοφρονούντων»,
βροντοφώναξε ο οπλαρχηγός,
ο Γερο-Καρατάσσος,
με λόγια καθαρά, ορθοτομούντων.
Γιε μου γλυκός ο θάνατος
που θα με φέρει ομπρός σου.
Γέλαγες, φεγγοβολούσε η γη.
Το κλάμα σου
του σπίνου το τραγούδι,
μικρό κριναγγελούδι.
Να δω να μεγαλώνεις,
πουλάκι στη μικρή αυλή.
Τον κάμπο να οργώνεις,
τα στάχυα να θερίζεις.
Στη Σμίξη, στην Παλιοκαλιά
σαν άνοιξη ν’ ανθίζεις.
Ν’ ανέβεις απάνου στ’ άλογο,
στα καλντερίμια να γυρνάς,
Πουλιάνα, Αλώνια μαχαλά,
Μπαχούτσι και Καμάρα.
Ζουμπουλιά μαλλιά λυτά,
λεβάντα να μοσκοβολούν,
τις κόρες όλες να λωλένουν,
τα στήθια τους στητά.
Στα πανηγύρια στα χωριά
κλεφτές ματιές να ρίχνεις.
Να δουν κορίτσια κρύα νερά
το σταυρουδάκι στο δασύ
το στέρνο να κρεμά.
Κι’ όταν θα μπεις μέσ’ το χορό,
όταν πετάς στα ουράνια,
στης πόλης μέσα στα στενά,
με πρόσωπο και με φλουριά,
«ως πότε παλληκάρια»
και με την πάλα αψηλά,
να χαίρουμαι να σε θωρώ
βλαστάρι μου, καμάρι μου.
Να τριγυρνώ στο γκιουλ μπαχτσέ
όμορφη νύφη νά ’βρω.
Κανέστρι αρραβωνιάσματος
πλούσιο να ετοιμάσω, γουδιά,
καλαμποζάχαρη, κουφέτα, δαχτυλίδι,
χρυσαφικά, γιουρντάνια και φλουριά.
Ν’ ακούσω τα «γαμπριάτικα»,
«κάτω στη Ρόϊδο» να χορέψω.
Να δω αγγόνια όμορφα,
να μου ζητάν γλυκό ψωμί,
να ετοιμάζω πίτες Κυριακή,
τραπέζι γιορτινό να στρώνω
με κεντητά σεμέδια,
που φύλαα για το γάμο σου,
την ώρα την καλή.
Να έρθουν να φαν οι φίλοι σου,
στραφταλιστό τραπέζι,
τα όργανα να παίζουνε
σαν τις παλιές τις μέρες.
Τώρα μας σμίγει ο θάνατος,
το νεκροκράβαττό μου,
τα παγωμένα τα νερά,
χάνω τον ροδανθό μου.
Στο λουλό* το ποτάμι σαν θα βγω,
νάρθεις, θα σε προσμένω.
Θα ’χω το κρεβατάκι σου ζεστό,
το γαλατάκι σου βρασμένο.
Θέλω ταχιά* νά ’μαι κοντά σου,
μεσ’ στους λειμώνες των ανθών,
στα ρόϊδα τα βαμμένα,
στους Μακεδονικούς τους ρόδακες,
στ’ αγγίτσια* και τους κρίνους.
Και να γυρέψουμε μαζί
τον τιμημένο σου πατέρα,
μήπως στο Κιόσκι μάρτυρας,
είν’ ένας απ’ τους χίλιους
διακόσιους σαράντα έναν,
μήπως στου Πήλιου τον αέρα,
Μακρυνίτσα μου,
θα συνεχίσει αγώνα λευτεριάς
τον θρύλο αυτόν της κλεφτουριάς
και το αρματωλίκι.
Τ’ αδούλωτα κορμιά
δεν λένε να ησυχάσουν καν,
τα φυσεκλίκια ζώνονται
και πολεμάν,
στο Μεσολόγγι, Τρίκκερι, Σκιάθο, Ύδρα, Αλατάν,
ένα μήλο αμάν,
Θετταλομαγνησία, Κομπότι, Πέτα, Πλάκα,
Παλιά Παναγιά, Ράδια και Σχοινόλακκα.
Κι’ άλλο μήλο αμάν, καρδίτσα μου.
Στα ταμπούρια του Καρατάσσου,
όπου «ξιφήρης ριπτόμενος κατά των εχθρών
έθεσε την σημαίαν εις λύθρον* αίματος»,
Μακρυνίτσα μου, υπέρ βωμών και εστιών.
Που νά ’ναι η Καρατάσσαινα,
οι θυγατέρες της, οι γιοί της,
η αρχοντική η Ζαφειράκαινα
με τη μικρή της κόρη,
φλουρί χρυσό, μαργαριτάρι,
γλυτώσαν το τούρκικο σπαθί
και τ’ αψηλά τα όρη έχουν πάρει
ή σκλάβες Τούρκων θα γενούν,
χαρέμια θα γιομίσουν.
Όχι, τέτοιες γυναίκες δεν κιοτούν,
την πίστη δεν αλλάζουν,
τις πρέπει ένδοξος θάνατος,
φοβέρες δεν τις σκιάζουν.
Η μια στο σάκο με τα φίδια,
χάθηκε τόση ομορφιά,
τι αγέρωχη κορμοστασιά,
τρίζαν οι ρούγες, τα στενά.
Η άλλη χτισμένη στην Αγια-Σοφιά
στη χλεύη των περαστικών,
το όμορφο κεφάλι της κλοτσούν
βρίζουν, φτύνουν, ασχημονούν.
Τα χέρια μου νιώθω νεκρά,
τα χείλη παγωμένα,
άφησέ με να σου ζεστάνω το κορμί
με της ψυχής τη φλόγα στη στιγμή.
Είν’ έτοιμη η σάκα σου
γράμματα για να μάθεις,
άντρας σοφός να γίνεις,
της πόλης πρώτος προεστός,
τη χώρα να λαμπρύνεις.
«Ένα όνειρο,
του τύραννου η εξόντωση,
μια ευχή,
πεθαίνοντας να σώσουμε
Θρησκεία και Πατρίδα.
Πατρίς καί δίκαιον, εστιν ο Θεός»
Αυτός είναι ο αγώνας μας,
κι η ελπίδα.
Σημ.:
Τα εντός εισαγωγικών βλέπε σε:
«Αίτησις του Συνταγματάρχου Δ. Τσάμη Καρατάσσου /περί δικαιοσύνης της Καρατασαϊκής οικογενείας» προς το Υπουργικόν Συμβούλιον, Αθήναι τη 1 Ιανουαρίου / 1860 (έρευνα Γ. Χιονίδη).
*Αγγίτσια : αγριοπρίμουλες
*Καρένια : καρυδένια, από ξύλο καρυδιάς
*Λουλό : λωλό, τρελό, εδώ «ορμητικό» (το ποτάμι κυλάει ορμητικά).
*Λύθρος-ον : αίμα πηγμένο και ανακατεμένο με χώμα, σκόνη και ιδρώτα.
*Νόννης : Παππούς, από την Ιταλική λέξη nonno/ Nonna: γιαγιά/, κατ’ άλλους αρχαιοελληνική
*Ταχιά : αύριο πρωί-πρωί, πολύ νωρίς.