Ένας θρήνος για τα σκονισμένα βιβλία
- Παρασκευή, 14 Αυγούστου 2015
- Αρθρογραφία
Του Νίκου Βράντση
«Timeohominemuniuslibri», έλεγε ο Θωμάς ο Ακινάτης. Που θα πει : να φοβάσαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου. Αυτόν που έχει κτίσει όλη του την κοσμοαντίληψη γνωρίζοντας μονάχα μια ιδέα, που αποτελεί και την μοναδική του αλήθεια. Έχει πολλούς ανθρώπους του ενός βιβλίου αυτή η χώρα. Έχει πολλούς ανθρώπους του ενός βιβλίου αυτή η πόλη. Συχνά και του κανενός βιβλίου. Άλλωστε το βιβλίο αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη εκτίμηση σαν έπιπλο παρά σαν ανάγνωσμα και διαφυγή. Έτσι καταντήσαμε ένα πλήθος σίγουρων ανθρώπων που διαθέτει την «απόλυτη γνώση» περί του τί πρέπει να φοράς για να θεωρείσαι άνθρωπος, πώς πρέπει να μιλάς για να είσαι καθωσπρέπει, ποια πρέπει να είναι η σεξουαλική σου προτίμηση για να θεωρείσαι φυσιολογικός. Καταντήσαμε ένα πλήθος που δεν γνωρίζει να αγαπά δίχως να πνίγει, να φλερτάρει δίχως να χυδαιολογεί, να αγκαλιάζει δίχως να πληγώνει.
Συναντάμε ανθρώπους του ενός βιβλίου που προέρχονται από κάθε ιδεολογική μεριά. Από τους αναρχικούς που διαβάζουν μονάχα όσα επιβεβαιώνουν την ιδέα τους, μέχρι τους ακροδεξιούς που δε διαβάζουν τίποτα που να ξεπερνά στην πρόζα του το «Λόλα να ένα μήλο». Εξ΄ αυτών κανείς δεν γνωρίζει την ευεργεσία του καλειδοσκοπίου. Το πολύχρωμο έχει την μαγεία του. Η μονοχρωμία ανήκει στα ιδρύματα.
Η συνήθεια της μονοχρωμίας είναι φαινόμενο πανελλαδικό, αλλά φαίνεται ιδιαίτερα έντονα στις πόλεις της ελληνικής επαρχίας. Είναι φαινόμενο που χαρακτηρίζει κάθε κοινωνία που δεν βγαίνει έξω από τα γεωγραφικά και νοητικά της σύνορα. Η πίεση του σίγουρου πλήθους σε αυτόν που μοιάζει κάπως να διαφέρει είναι πολλή εντονότερη, διότι ποτέ αυτό το πλήθος δεν γνώρισε κάτι διαφορετικό. Και το διαφορετικό στοιχειώνει την βεβαιότητα της ταυτότητας του, αμφισβητεί την βεβαιότητα του είναι που προσφέρει το ένα βιβλίο. Εδώ οφείλεται και η ένταση με την οποία περιθωριοποιείται αυτός που επιλέγει να διασκεδάσει διαφορετικά, αυτός που είναι ομοφυλόφιλος, αυτός που επιλέγει να ντυθεί με ασυνήθιστο τρόπο. Αποθέωση της προαναφερθείσας περίπτωσης υπήρξε η συγκλονιστική ερώτηση που μου απηύθυνε ένας συνεπιβάτης στο τρένο της επιστροφής από την Θεσσαλονίκη για την μικρή μας πόλη, βλέποντάς με με ένα βιβλίο ανα χείρας: «Διαβάζεις; Γιατί; Εγώ ποτέ δε διάβασα». Και έτσι καταλήγει ένα ολόκληρο έθνος να ασχολείται με το πολύχρωμο πουκάμισο που επέλεξε να φορά ο Βαρουφάκης στην Βουλή.
Έτσι όμως και όσοι έχουν λάβει την γοητεία της γνώσης επιλέγουν να μείνουν στον τόπο όπου την απέκτησαν, στο μητροπολιτικό κέντρο όπου νιώθουν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή την γνώση. Εναλλακτικά επιλέγουν να καταφύγουν σε άλλη γη και άλλη θάλασσα όπου μπορούν να ευδοκιμήσουν ως εξελισσόμενα πνεύματα. Ουδείς προφήτης στον τόπο του, λέει ο σοφός λαός, που αναλώνεται σε διαπιστώσεις αφού εξαναγκάσει τον όποιο προφήτη να εγκαταλείψει τον τόπο του. Μα είναι δικαιολογημένη η επιθυμία ενός ανθρώπου να φύγει σε τόπους που δεν ποινικοποιούν αλλά καλωσορίζουν και τρέφονται από την αμφισβήτηση που φέρνει μαζί του ένας νέος άνθρωπος. Και αυτός ο άνθρωπος επιλέγει σωστά όταν προτιμά την περιπέτεια του ταξιδιού και του αγνώστου από το να επιστρέψει σε έναν τόπο, όπου ως τίμημα για τη γνώση πρέπει να πληρώσει την κατάθλιψη που συνεπάγεται η έλλειψη ανθρώπων για να την μεταδώσει. Αφού δημιουργήσεις το όνειρο είναι συντριπτικό να το απαγορεύσεις. Και όμως οι πόλεις μας αυτό κάνουν. Όσοι βγήκαν από τα νοερά τείχη αυτής της πόλης και επέλεξαν να επιστρέψουν, βρέθηκαν είτε ολοκληρωτικά μόνοι είτε απομονωμένοι σε αδύναμες ομάδες. Μέχρι να γίνει η δύναμη της γνώσης τέτοια που να κλονίσει την σταθερότητα του «μέσα» οι ήρωες θα αργοσωπαίνουν, θα αργοπεθαίνουν. Αλλά αρκετά με το αλαζονικό «κατηγορώ». Δεν είμαι δα και ο Ζολά! Ούτε υπάρχει κανας Ντρέυφους! Περί Dogvilleπρόκειται!
Άλλωστε αυτός ο εκτενής πρόλογος θέλει να αποτελέσει το πρελούδιο για ένα θλιβερό τραύμα. Το τραύμα αυτό δημιουργήθηκε από την όψη της κατάντιας που προσφέρει ένα εγκαταλειμμένο οχυρό. Ο λόγος γίνεται για την δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης. Αυτό είναι το εγκαταλειμμένο οχυρό. Σε ένα ωραίο σημείο, σε ένα σχεδόν ωραίο κτήριο, φωλιάζει η όψη του χάους. Μια βιβλιοθήκη καρικατούρα που χαρακτηρίζεται όπως τόσα και τόσα σε αυτήν την χώρα από το άρπα-κόλλα. Αυτή η βιβλιοθήκη είναι ένα νεκροταφείο για το θησαυρό που στέκει ανεκμετάλλευτος στα σωθικά της. Αφιλόξενη, γκρίζα και σκονισμένη, ντροπή για τους τίτλους των βιβλίων που κουβαλά και για τα ονόματα των συγγραφέων που επένδυσαν μια ζωή στην γραφή για να καταθέσουν ένα όνειρο και να μοιραστούν μια ιδέα. Απαξίωση της ιερότητας του χάρτινου παραδείσου. Και ενώ το οχυρό μπορεί να αποτελέσει ένα νοερό «έξω», ένα ταξίδι σε αυτό το αβάσταχτο «μέσα» της πόλης, κανείς δεν επιθυμεί να ταξιδέψει μέσα σε ένα τόσο καταθλιπτικό σκαρί. Και αναρωτιέται κανείς τί κάνει ο Σαίξπηρ, τί κάνει ο Ιούλιος Βερν, τί κάνει ο Μπουκόφκσι, εγκαταλειμμένοι σε αυτήν την Ψωροκώσταινα που καμία σημασία δεν τους δίνει;
Η βιβλιοθήκη της πόλης είναι το σήμα της πτώσης. Παρ’ όλο που η συγκινητική ελπίδα της πολύπαθης ελληνικής οικογένειας ήταν πάντα η κατάκτηση της γνώσης των νέων ανθρώπων, που συνοψίζεται και στο ωραίο «μάθε παιδί μου γράμματα» αυτή η γνώση δεν εκτιμήθηκε ποτέ. Και η ελπίδα καταρρέει διότι ουδείς επιθυμεί να γνωρίσει και όποιος επιλέξει να γνωρίσει συντρίβεται από αυτούς που μνησίκακα συρρικνώνουν όσους αφελώς επιδεικνύουν τις αιθεροβασίες τους. Στο σκληρό κόσμο της εργασίας που χώρος για βιβλία, σωστά; Τα βιβλία δεν τρώγονται, σωστά;
Τα σημάδια της εγκατάλειψης; Τα βιβλία στέκουν ακαταλογράφητα. Κανείς δεν μπορεί να βρει αυτό που ψάχνει. Δεν υπάρχει κανένα μηχάνημα μαγνήτισης και απομαγνήτισης των δανειζόμενων και επιστρεφόμενων βιβλίων. Μα τώρα θα μου πείτε πως δεν υπάρχει δα και κάνας κίνδυνος αφού κανείς δεν μπαίνει ούτως ή άλλως στο οχυρό. Και έτσι συνεχίζεται αυτή η βέβηλη λογική που θέλει το βιβλίο να εκτιμάται περισσότερο σαν έπιπλο που επιδεικνύεται παρά σαν δημιούργημα που διαβάζεται.
Και όμως η αλλαγή δεν θέλει πολλά πράγματα. Δεν θέλει προσωπικό και προσλήψεις, παρά διάθεση και μεράκι. Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Ένα ξεσκόνισμα και μια αρχειοθέτηση (στα ράφια όσο και ηλεκτρονική), ώστε να βρίσκει ο καθένας αυτό που θέλει εύκολα και γρήγορα. Τους έλληνες πεζογράφους στο ράφι της ελληνικής πεζογραφίας, την ιστοριογραφία στο ράφι της ιστοριογραφίας. Μια επικοινωνία με τους περίεργους εκείνους δασκάλους και καθηγητές και πολίτες που μπορούν να ψιθυρίσουν στα ξύπνια μαθητούδια και στους ανήσυχους φίλους κάποιες συμβουλές για το τι να διαβάσουν, εκτός σχολείου για να εμπλουτίσουν την στείρα σχολική γνώση με την μαγεία της λογοτεχνίας. Έπειτα μπορούμε να ζητήσουμε από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν αφοσιωθεί στο βιβλίο να βοηθήσουν να χτιστεί μια άλλη σχέση των πολιτών με τη γραφή. Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι και προτιμούν δικαιολογημένα να «καλλιεργούν τον κήπο τους» που έλεγε και ο Βολταίρος στον Αγαθούλη από το να παρακαλάνε να βοηθήσουν ανθρώπους που δεν θέλουν τη βοήθειά τους. Σιγά, σιγά να ζητηθεί από το δήμο μια χρηματοδότηση για ένα μηχάνημα μαγνήτισης και απομαγνήτισης. Αν όχι από τον δήμο, από ομάδες πολιτών. Και αν όχι από πολίτες από οργανισμούς. Η βιβλιοθήκη της Βέροιας, η βιβλιοθήκη του Χαριλάου, εκατοντάδες βιβλιοθήκες πανελληνίως πώς αξιοποίησαν το πρόγραμμα futurelibraryκαι η βιβλιοθήκη μας δεν μπορεί; Έπειτα να μπει και λίγο χρώμα, και μια σύνδεση στο διαδίκτυο που θα βοηθήσει νέους ερευνητές που περνούν το καλοκαίρι τους στην πόλη να βρίσκουν τις πληροφορίες που ψάχνουν. Μια επαφή με βιβλιοπώλες για να γίνουν ενημερώσεις για τα οφέλη του βιβλίου που αργοπεθαίνει. Και έπειτα να αρχίζουν να έρχονται και νέες εκδόσεις. Ξέρετε πόσους νέους ανθρώπους γνωρίζω που έχουν αρχίσει να γράφουν για να βρουν διαφυγή και απαντήσεις στην πολύχρονη δυσφορία της ελληνικής πραγματικότητας; Εντάξει δεν είναι όλα όσα γράφονται καλά, αλλά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα σε αυτούς που γράφουν και αυτούς που διαβάζουν. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι γράφουν ποίηση σε αυτήν την πόλη και θα μπορούσαν να οργανώσουν μια ποιητική βραδιά αν αισθάνονταν ασφαλείς; Ένα οχυρό τους χρειάζεται.
Να, κάποια πρώτα βήματα, για να νιώσουν λίγο πιο άνετα και τα εγκαταλειμμένα ονόματα που μας χάρισαν θαύματα και εμείς τους ανταποδίδουμε χλεύη και σκόνη στα σκοτεινά ράφια της μικρής βιβλιοθήκης, της μικρής πόλης, της μικρής μας χώρας. Να, πώς θα αποφύγουμε στο μέλλον ερωτήσεις όπως: «Διαβάζεις; Γιατί;». Να πώς θα αποφύγουμε τη μονοχρωμία, τους ανθρώπους του ενός ή κανενός βιβλίου και πώς θα μπορέσουμε να φτιάξουμε μια διαφορετική πόλη. Ας προσφέρουμε στον πολίτη της μια εναλλακτική έξοδο. Και ας επιμείνουμε.
ΥΓ: Έχω γνωρίσει «πολύχρωμους» ανθρώπους που δεν διάβασαν κανένα βιβλίο. Αλλά συνήθως αυτοί συνάντησαν ανθρώπους στη ζωή τους που τους έκαναν να εκτιμήσουν μια νέα εμπειρία, να μη φοβούνται, να καλωσορίζουν και να αγκαλιάζουν ακόμα και αυτό που δεν τους μοιάζει.