Αρχείο


*Του Σίμου Ανδρονίδη

«Γουίλλιαμ!... Γέλα στο βυθό φλεγματικά, αφού πια τίποτα δε μέλλει να προδώσεις. Ας παίξουν άλλοι με παιγνίδια ναυτικά κι άλλοι ας φορέσουνε φανέλα με ραβδώσεις» (Νίκος Καββαδίας, ‘Θαλάσσια Πανίς’).
 
Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (1910-1975), είναι ο διαχρονικός μύστης και ‘εραστής’ της θάλασσας. Έχοντας την ιδιότητα του ασυρματιστή ναυτικού, μπόρεσε να καταλάβει ίσως καλύτερα από τον καθένα τους παφλασμούς και τις κατευθύνσεις των κυμάτων. Το απέραντο θαλασσινό νερό θαρρείς πως «αποκρυσταλλώθηκε» στην ποίηση του, ενώ οι λέξεις του έχουν κάτι από την αύρα της θάλασσας και των κυμάτων, κάτι από την αύρα του ανθρώπου που παρατηρεί εκστατικός τις θαλασσινές πτυχώσεις. Όμως, ο Νίκος Καββαδίας δεν ήταν απλά και μόνο ο ποιητής της θάλασσας και της ‘αλμύρας’ της. Στην ποίηση του «μπολιάζει» τα χαρακτηριστικά της πολιτικής παρέμβασης, της δράσης και της ανυποχώρητης στάσης ζωής.
Το καράβι πάνω στο οποίο ταξίδευε «λειτούργησε» ως εργαλείο για την διαμόρφωση μίας εξέχουσας ποιητικής προσωπικότητας η οποία «αντλούσε» «νερό» και ποιητικό υλικό από την θάλασσα και από τις οξυμμένες γωνίες του κοινωνικού και πολιτικού πράττειν.  Σαφής και μεστός, απλός και «ενεργός», ο Νίκος Καββαδίας «εγχάραξε» ένα νέο ήθος και ύφος στην ελληνική ποίηση, προσδίδοντας της όχι μόνο την αύρα του ατελείωτου θαλασσινού νερού, αλλά και τις αξίες της σαφήνειας, των έγκαιρων νοημάτων και της ανιδιοτέλειας.
Και φαντάζει παράδοξο πως αυτός ο πάντα «θαλασσινός» ήταν ταυτόχρονα και ένας «στεριανός», ένας ποιητής της ναυτοσύνης που είχε πάντα στραμμένο το βλέμμα του στις ανάγκες του καιρού του. Μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών «σφραγίζεται» από τις παρακαταθήκες του αντιφασιστικού αγώνα και της αντιφασιστικής κληρονομιάς. Γαλουχημένος στη θάλασσα και στα κύματα της, ο Νίκος Καββαδίας προέβαινε σε καθημερινές υπερβάσεις που «εγκιβωτίζονταν» στην ποίηση του.
Δεν δίστασε να «συγκρουστεί» με τις ποιητικές φόρμες, με τις λέξεις που «διατράνωναν» την δική του στάση, αντίληψη και κοσμοθεωρία.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας δεν ήταν απλά ο ποιητής της θάλασσας και των ανθρώπων της, ήταν ο ποιητής που συγκροτούσε τα πιο μεγάλα νοήματα μέσα από την χρήση των μικρών λέξεων και της μικρής ποιητικής φόρμας. Το μικρό ποίημα είναι μικρό σε μέγεθος, όχι όμως μικρό σε αξία και ποιητικό εύρος, από την στιγμή που ο ποιητής το «μπολιάζει» με εκείνα τα νοήματα και τα ιδανικά που υπερβαίνουν την επίπεδη «κανονικότητα».
Ο Νίκος Καββαδίας δεν έγραφε απλώς ποίηση, «τραγουδούσε» και «χόρευε» με τις λέξεις, με τα κύματα, με τα πάθη και με τα ήθη που διαμορφώνουν έναν ποιητή, έναν λογοτέχνη του καιρού του. «Δάμασε» τα κύματα, κινήθηκε στην τρεμάμενη επιφάνεια των πραγμάτων, παρενέβη πολιτικά,  ένιωσε τους παφλασμούς του έρωτα ως ένας άνθρωπος «στεριανός».
«Το καραντί…. Το καραντί θα μας μπατάρει. Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά. Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά, κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει. Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό, όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα. Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,  χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ. Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανα τους. Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς. Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια. Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά, διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια».
 
Ο «καρχαρίας πιλοτάρει» τα όνειρα και τη θάλασσα. Δυνατός και επιβλητικός, είναι ο κυρίαρχος των θαλασσών. Ο ποιητής τον θέλει κυρίαρχο και ηγεμονικό, να «πιλοτάρει» και να ‘κεντράρει’ τις παντοτινές θάλασσες. Ο Νίκος Καββαδίας αναδεικνύει το μοτίβο του κυρίαρχου καρχαρία. Ο στίχος του «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» ισοδυναμεί με την επιδίωξη υπέρβασης του τετριμμένου «χωροχρόνου», με την αναζήτηση του ωραίου και του τυπικά «δύσκολου» και «αδύνατου» που αντιπροσωπεύει ο καρχαρίας.
Η ίδια η υπέρβαση του καρχαρία-δυσκολιών ισοδυναμεί με την «κατάκτηση» της ποίησης. «Το καραντί θα μας μπατάρει», γράφει ο ποιητής. Και όπως το καραντί, έτσι «μπατάρει» την ζωή μας ο έρωτας. Κι ακριβώς ο ποιητής «πλάθει» την όμορφη και ιδανική γυναίκα, την  φαντάζεται επιβλητική, όπως και ο καρχαρίας, «να κατανικά τους θανάτους της θάλασσας», τους καθημερινούς και τετριμμένους θανάτους που εμποδίζουν έναν έρωτα και μία ζωή ολόκληρη να εκφραστούν και να βιώσουν το δυνατό πάθος.
‘Το καραντί’ είναι ένα ποίημα πολλαπλών σημασιοδοτήσεων. Πέρα και πάνω από όλα όμως, εκφράζει την «αναζωογονητική» δύναμη της ποίησης που περιλαμβάνει σε ισόποσες δόσεις, μοτίβα και υπερβάσεις, έρωτες και ζωή. Κι ο έρωτας γίνεται βίωμα ζωής, «προσκύνημα» σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν κόσμο που ως βασικό κανόνα έχει το χάδι και το φιλί. Κι εδώ ο ποιητής παρατηρεί, «εγγίζει» και τοποθετεί στο επίκεντρο του ποιήματος του το ‘κορίτσι από τον Βόλο’, στο οποίο και είναι αφιερωμένο το ποίημα.
 
Και τι πραγματικά μεθυστική και δυνατή ποίηση κατέθεσε στο βιβλίο της λογοτεχνικής ζωής: «Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια. Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά, διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια». Η γυναικεία μορφή «κοιμήθηκε για πάντα στα βαθιά», στα βαθιά της όμορφης και μακρινής, για τον ποιητή, θάλασσας. Ο ποιητής φέρει ακέραιο τον έρωτα ως βίωμα και μνήμη, που δεν δύναται να «νικήσει» ούτε ο οριστικός χωρισμός-αποχαιρετισμός αλλά ούτε και ο θάνατος. Η γυναίκα, μπορεί να είναι «κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά», όμως θα φοράει πάντα τα όμορφα «διπλά σκουλαρίκια των Ίνκας».

Και έτσι αυτή η μορφή του έρωτα, του πραγματικού και του πλασμένου, «μετασχηματίζεται» σε ποίηση, σε λέξεις που αντηχούν τον παφλασμό των κυμάτων και του νερού, σε λέξεις που υπερβαίνουν τα όρια, σε «διπλά σκουλαρίκια» κατασκευασμένα από τους μάστορες ενός σπουδαίου πολιτισμού.  Τα βάθη της θαλάσσης δεν «στεγάζουν» τον έρωτα, ανασύρουν έναν δυνατό έρωτα στην επιφάνεια.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τα εκείνα τα λεκτικά εργαλεία που προσδίδουν βάθος και ένταση στην ποίηση του. Ο ποιητής της θάλασσας δεν μένει μόνο στην επιφάνεια της θαλάσσης, αλλά κοιτάζει και το βάθος της. «Ξεχασμένο τ΄άστρο του Βορρά, οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες. Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.  Η πλωριά γοργόνα μια βραδιά, πήδησε στον πόντο μεθυσμένη, δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι. Κ’ έπειτα στις ξέρες του Ακορά τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει·  τέρατα βαμμένα πορφυρά με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι».
 
Εδώ ο ποιητής «πλάθει» και «δημιουργεί» ωραίες εικόνες, εικόνες γεμάτες από παραμύθια, σαν και αυτές που ονειρεύονται τα παιδιά. Το ποίημα αφιερώνεται στον σπουδαίο Κώστα Βάρναλη ο οποίος «ακτινοβολούσε» πολιτική ποίηση από κάθε πόρο του σώματος του. Αυτές είναι οι ιστορίες που διηγούνται οι ναυτικοί στα μακρινά τους ταξίδια. Ιστορίες που «μεταφέρονται» από στόμα σε στόμα, ιστορίες που συνθέτουν παραδόσεις και εικόνες.
Ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να αποτυπώσει και να συνθέσει αυτές τις ιστορίες, να τις κάνει «κτήμα» της εγχώριας ποιητικής παράδοσης. Δεν επιζητεί το απλό κοίταγμα των λέξεων αλλά την προσεκτική παρατήρηση για το τι μπορεί να σημαίνουν αυτές οι ιστορίες για τους ναυτικούς. Σε κάθε μακρινό ταξίδι, αυτές οι θαλασσινές ιστορίες, κρατούν την «ζεστασιά» της παρέας, δημιουργούν αμεσότητα και οικειότητα, «απομακρύνουν» από την στεριά. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο ποιητής των θαλασσινών εικόνων.
Και ο Νίκος Καββαδίας μας άφησε ως ποιητική κληρονομιά την κραυγή ενάντια στο φασισμό και στο ναζισμό, ενάντια στο σκοταδισμό, μία «κραυγή» που περιλαμβάνει την θυσία των 200 ηρώων κομμουνιστών στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944, την σφαγή που διέπραξαν οι Ναζί στο μαρτυρικό Δίστομο, (Ιούνιος 1944), καθώς και την μνήμη και το έργο του μεγάλου Ισπανού βάρδου Federico Garcia Lorca, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο.

«Ατσίγγανε κι αφέντη μου, με τι να σε στολίσω; Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό. Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω κ’ ίσα έν’ αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό. Κοπέλες απ’ το Δίστομο  φέρτε νερό και ξίδι. Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην  Κόρδοβα ταξίδι, μέσ’ απ΄ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά. Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα. Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά. Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα και στο χωριό ν’ ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά».
 
Το ποιητικό του πράττειν γίνεται έντονο, συμβολικό και καταγγελτικό. Ο ποιητής απαριθμεί τα εγκλήματα του φασισμού-ναζισμού, την ίδια στιγμή που επικαλείται το έργο και  την μνήμη του μεγάλου Ισπανού βάρδου Federico Garcia Lorca, το έργο του οποίου «νότισε» και «γονιμοποίησε» την άνυδρη ανδαλουσιάνικη γη. Με αυτόν τον τρόπο ο «θαλασσινός» Νίκος Καββαδίας γίνεται μπροστάρης μίας ποίησης των σύνθετων νοημάτων, μίας ποίησης που ξέρει ότι για να κερδίσει την καρδιά των ανθρώπων, οφείλει να επαναφεύρει τον κόσμο. Έτσι, προσφέρει και στο βιβλίο της μεγάλης λογοτεχνικής ‘πολιτικής επιστήμης’, εκεί που η κάθε λέξη συμβάλλει στον μεγάλο στόχο της αναμόρφωσης του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι.
Αυτός ο «δαμαστής» της θάλασσας και των κυμάτων έθεσε ως βασικό ποιητικό «εμπόδιο» τον μεγάλο καρχαρία: προσπάθησε να τον νικήσεις, να νικήσεις «τους θανάτους της θάλασσας».