Αρχείο

Του Σίμου Ανδρονίδη
 
Το κείμενο αφιερώνεται στους «εραστές» της ζωής, τους καμωμένους από τα όνειρα.
«Θά ‘χαν το λόγο τους, βέβαια, οι ελιές, η βροχή, οι αμπελώνες, οι πέτρες, οι ρίζες, κάθε φύλλο, τα εργαλεία, η σκάφη, το πριόνι, το πιο γαλάζιο μέσα στη στέρνα, κι η πιτζάμα με το ουράνιο τόξο. Και πλάταινε μες στον κόσμο το Montroig αλλάζοντας σε μια μόνη καμπάνα τον υπόγειο οργασμό ως μέσα στη νύχτα τη διαλυμένη μέσα στις γυναίκες, κι οι γυναίκες μέσα στη  νύχτα, ως τη μεγάλη αστήρικτη σκάλα· ω, ναι, Μιρό, τη σκάλα τη μετέωρη που την ανεβαίνει ολόγυμνη η ελευθερία». (Γιάννης Ρίτσος, ‘Οχτώ Οχτάστιχα για τον Μιρό’, 1993). 
Ο πολυδιάστατος  και ενεργός Γιάννης Ρίτσος έγραψε οκτώ μικρά ποιήματα για τον Καταλανό καλλιτέχνη Ζούαν Μιρό. Ουσιαστικά, πρόκειται για ποιήματα αφιερωμένα στην τέχνη του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη, τα οποία καταρρίπτουν τα καλλιτεχνικά «στεγανά», καθότι η «ζώσα» ποίηση συναντά την ζωγραφική και την γλυπτική.  Ο ποιητής «επικοινωνεί» διαλεκτικά με το έργο του καλλιτέχνη, αποδίδοντας του φως, χρώματα και μορφές, μορφές που μεταβάλλουν την ισορροπία της ψυχής και του κόσμου. Μέσα από τα χρώματα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, η «ολική» τέχνη του Ζουάν Μιρό ανάγεται σε ύψιστο καλλιτεχνικό υπόδειγμα που χαράσσει σχήματα στον «πεζό» περίγυρο. 
«Ο ουρανός- είπε – δεν είναι καμπύλος· επίπεδος είναι· περπατώ πάνω του· ο χαρταϊτός είναι γιος μου· το να’ φτερό μου είναι κίτρινο, τ’ άλλο μενεξεδένιο· με το μικρό μου δάχτυλο ακουμπώ στο συρματόπλεγμα· μες στον καφέ μου ανάστροφες τρεις πορφυρές πυραμίδες· ένα φεγγάρι-κιθάρα, μια κουκουβάγια-έρωτας· έκθαμβο χελιδόνι βγαίνει απ’ τη ρωγμή του δαμάσκηνου- η Μοίρα, ο Μιρό, η Ερημιά, ο Καθρέφτης-ευλογία».  
Ο ποιητής, μέσω του «φεγγαριού-κιθάρας», μέσω της «κουκουβάγιας-έρωτα» «εγγίζει» το έργο, την «ποίηση» και την ζωή του Μιρό. Ο καλλιτέχνης του λόγου κινείται πέρα και πάνω από τα όρια που θέτει ο χρόνος. Έτσι, η διαλεκτική και κομβική στροφή της ποίησης του μετασχηματίζεται σε χαρταετό, που μεταφέρει χρώματα, ανάσες και το γαλάζιο του ουρανού, στο «χώρο» όπου το «έκθαμβο χελιδόνι βγαίνει απ’ τις ρωγμή του δαμάσκηνου», εκεί όπου ο  ποιητής έκθαμβος και ωραίος, βγαίνει μέσα από την «ρωγμή του χρόνου» για να «αγγίξει» τον κόσμο του Ζουάν Μιρό. 
Και η κοινωνική και πολιτική «ερημιά» γεμίζει με τα χρώματα του πινέλου και της ποίησης, της ποίησης που κάθε ώρα και στιγμή αποδομεί την βεβαιότητα και την πραγματικότητα, «θρέφοντας» το όνειρο και την ανθρώπινη σάρκα και πνεύμα. Ο ποιητικός «χώρος» των οκτάστιχων για τον Μιρό είναι ο αντικριστός καθρέφτης του λόγου και των εικόνων, εκεί όπου ο ποιητής «σπάει» τους κώδικες της απομόνωσης προσεγγίζοντας το «ολικό» πλαίσιο της τέχνης. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Ζουάν Μιρό «συναντώνται» ως καλλιτεχνικές και πολιτικές «ολότητες», κομίζοντας τα διαχρονικά και άφθαρτα «δώρα» τους σε όλη την οικουμένη. 
«Ένα πράσινο αστέρι, ένα μπλε, το ρουμπινί, το μαύρο· το ‘να σου μάτι στα πουλιά, τ’ άλλο στα κόκκινα· η σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα· το κίτρινο στη σωστή του θέση που την ξέρει μονάχα ο Θεός κι ο Μιρό. Εγώ είμαι ο πρώτος φίλος- είπε- κρατώ απ’ τη μασκάλη το μικρό μαλακό σύννεφο, περνάμε λυπημένα το λόφο. Το χρυσό μαχαίρι το σφίγγω στα δόντια μου. Η σιωπή μιλημένη με χρώμα».  
Κι ο Μιρό γίνεται η σιωπή που μιλάει με χρώματα. Συνθέτει την εικόνα, την σιωπή, την ακέραια μορφή του ανθρώπου και του ανθρώπινου ύψους με «καθοδηγητικό» οδηγό τα χρώματα της αυγής και του φθινόπωρου. Ο ποιητής, παρατηρώντας την εικόνα, αποτυπώνει στο χαρτί το έργο του Ζουάν Μιρό, ένα έργο μοναδικής ομορφιάς που «εγγίζει» το θεϊκό κι συμπαντικό ύψος. 
Η «σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα», σε φύλλα που δίνουν χρώμα και σχήμα στην ομορφιά κάθε στιγμής και κάθε εποχής. «Η σιωπή μιλημένη με χρώμα». Το άπειρο καμωμένο από τον λόγο του ποιητή και την «ανάσα» του Μιρό. Ο Μιρό κατάφερε να βρει το «χρυσό μαχαίρι» της τέχνης, προσδίδοντας «ύλη» σε άψυχα και «άυλα» σώματα. Ο ποιητής με έναν μοναδικό καλλιτεχνικό τρόπο βιώνει την καλλιτεχνική πράξη, μετουσιώνοντας την σε ποίηση που θαρρείς πως χαράζει την ίδια την μορφή του ανθρώπου και της φύσης. 
Αν ο Ζουάν Μιρό σμίλεψε τις «ακάλυπτες» γωνίες του «χώρου» και του «χρόνου», ο Γιάννης Ρίτσος μετουσίωσε σε «πυρίκαυστη» ποίηση τις σκληρές, «γυμνές» και περήφανες πέτρες της Μονεμβασιάς, καλύπτοντας το «κενό» με τον πόνο του. «Αυτές οι πέτρες, τα τζάμια, τα κομμένα μέλη – που ενώνονται; και πως; Απ’ το μαύρο στο κόκκινο, απ’ το κόκκινο στο δεύτερο μαύρο, - αέρας· έτσι. Ένας σπάγκος ριγμένος στο απέραντο- σπείρα, θηλιά· ο σπάγκος κάνει πως κοιτάει αλλού (καλλίγραμμος τάχα), ο σπάγκος προχωράει ευθύβολος, δυνατά κρατημένος απ’ τ’ αδελφό χέρι του Μιρό. Έρωτας είναι πάνω κι ο χρόνος κάτω, η ιστορία, τα καρφιά, η τανάλια».  
Ο Μιρό, «ανασαίνοντας» την πρωτόλεια μνήμη του ανθρώπου και χρησιμοποιώντας τα χρώματα του άπειρου κόσμου παράγει τις συνδηλώσεις του «ορατού» και «υλικού» κάλλους. Ανακατεύει τα χρώματα, εμφυσά ζωή στις μορφές και στα γλυπτικά σχήματα, «ανακαλύπτοντας» το βαθύ κόκκινο και γήινο χρώμα του έρωτα, του έρωτα που ο ποιητής θέλει να είναι «πάνω», «πάνω» από τον χρόνο. 
Ο βαθιά κόκκινος έρωτας δίνει την απάντηση, συνθέτοντας τα «κομμένα μέλη». Κι το έργο του Ζουάν Μιρό ανασύρει στην επιφάνεια τις αθέατες και «κρυμμένες» όψεις του έρωτα, του έρωτα του σωματικού, αλλά και του έρωτα της πέτρας και του σχήματος. Οι δύο καλλιτέχνες ως συμπράττοντες στη ζωή και την τέχνη, προσεγγίζουν και προσδίδουν μορφή στο άπειρο, εγκιβωτίζοντας στο πεδίο του κοινωνικού την ανθρώπινη οντολογία της τέχνης, εκείνης της «διανοητικής» τέχνης που ορίζεται και προσδιορίζεται ως η πρωταρχική πράξη του ανθρώπου πάνω στη γη. 
«Μιρό, σου χρωστάω αυτά τα δυο ανόμοια-όμοια χρώματα στην πάνω αριστερή γωνία του αόρατου κίτρινου (όχι κίτρινο, μάλλον αχνά πορτοκαλί- όπως είναι το αόρατο πάντα) και το φτωχό βαζάκι της μουστάρδας, που σηκώθηκε η μητέρα, άρρωστη, με 40 πυρετό, όταν έλειπαν όλοι, κι έβαλε μέσα δυο ερημικά λουλούδια, κι άξαφνα τα λουλούδια πολλαπλασιάστηκαν, ευώδιασε το σπίτι ολόκληρο ως έξω στον πολυάσχολο δρόμο, γιατί ‘ταν η λησμονημένη εορτή των Ηρώων και των Μαρτύρων».  
Ο Μιρό «άγγιξε» τα αιώνια χρώματα που συγκροτούν τον έρωτα και την αγωνιστικά και φλεγόμενη στάση ζωής. Προχώρησε πέρα από την λιτή εικόνα, συνθέτοντας το προσωπείο της «φωτιάς». Κι ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής των «έμφορτων» νοημάτων και αξιών μετατόπισε στο πεδίο της ποίησης του τα «λουλούδια» της τέχνης του Ζουάν Μιρό, τα λουλούδια που ευωδίασαν το σπίτι, και την κοινωνική «ολότητα», προσθέτοντας «φτερά» στις ανθρώπινες μορφές. «Η λησμονημένη μορφή των ηρώων και των μαρτύρων» απέκτησε κάτι από την μορφή της τέχνης και από το «άγγιγμα» των χρωμάτων και των λουλουδιών, εκεί όπου «σπάνε» τα δεσμά του φόβου, του τρόμου και της καταπίεσης του ανθρώπου.