Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου 2020 18:57

Βαγγέλης Χρόνης-Αλέκος Φασιανός. 30 χρόνια φιλία. Ζωγραφική και ποίηση

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Του Σίμου Ανδρονιδη

 

«Μ’ έπεισαν πια οι καιροί Τον χρόνο να αγγίξω Και να τον κάνω σύμμαχο» (Βαγγέλης Χρόνης, ‘Ο Σύμμαχος Χρόνος’).

Τον Μάιο  του 2019, στο ίδρυμα εικαστικών τεχνών και μουσικής Βασίλη & Μαρίνας Θεοχαράκη, παρουσιάστηκε η ενδιαφέρουσα έκθεση που έφερε τον τίτλο ‘Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση.’ Η έκθεση ουσιαστικά προέβη σε μία συγκεφαλαίωση της δημιουργικής πορείας των δύο δημιουργών και φίλων, συμβάλλοντας στην συνάρθρωση ή στη διασταύρωση εντός του συγκεκριμένου χώρου, της ζωγραφικής και της ποίησης. Ζωγραφικές δημιουργίες του Αλέκου Φασιανού, και κατά την τελευταία τριακονταετία, ανέδειξαν, όχι μόνο την τεχνοτροπία του που εν προκειμένω, υιοθετεί έντονα χρώματα στην απεικόνιση μορφών (ανθρώπινων) που επι-ζητούν το ‘εσύ,’ αλλά και το πως αυτή διαλέγεται με τον ποιητικό λόγο του Βαγγέλη Χρόνη.

Το πνεύμα αυτής της ενδιαφέρουσας έκθεσης ή αλλιώς (ίσως είναι δόκιμος ο όρος) σύμπραξης, περιέχεται σε μία καλαίσθητη έκδοση που κυκλοφόρησε σε περιορισμένα αντίτυπα, μετά το πέρας της έκθεσης. Ο τίτλος της έκδοσης  δεν διαφοροποιείται από αυτόν  της έκθεσης, υπενθυμίζοντας ό,τι η δεύτερα συνιστά την ‘μήτρα’ (‘matrix’) από την οποία ξεπήδησε η πρώτη.  Δύναται να λεχθεί πως η έκδοση έχει χαρακτηριστικά λευκώματος που επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ ποιητικού λόγου και ζωγραφικών παραστάσεων.

 Την επιμέλεια της έκδοσης έχει ο επιμελητής τέχνης Τάκης Μαυρωτάς, ο οποίος, στις αρχές της έκδοσης λειτουργεί και ως συνεντευξιαστής ο οποίος και εμπρόθετα καθιστά συνεντευξιαζόμενους του δύο δημιουργούς.[1] Και η συνέντευξη ή αλλιώς, διαφορετικά τιθέμενο, η συν-ομιλία μεταξύ των δύο στην οποία και παρεμβάλλεται ένας τρίτος ‘παίκτης’ (Τάκης Μαυρωτάς), παρέχει εν σπέρματι το υπόστρωμα της έκθεσης, αναμειγνύοντας προσωπικές πληροφορίες με τις πρωταρχικές προκείμενες του έργου τους.

Όταν ερωτάται ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης, τι έχει αποκομίσει από την τέχνη και την ποίηση, απαντά: «Αποκόμισα την χαρά της δημιουργίας χωρίς ποτέ να τη μετρήσω ή να τη ζυγίσω γιατί έτσι κι αλλιώς η χαρά δεν μετριέται και δεν ζυγίζεται. Αποκόμισα, επίσης, ένα ταξίδι μεγάλο μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ένα ταξίδι δύσκολο στην προσπάθεια να αγγίξεις την άβυσσο του ανθρώπου. Αυτό το ταξίδι ας το αποκαλέσω γνώση, αν και πιστεύω πως φεύγουμε από τη ζωή ημιμαθείς και ανικανοποίητοι. Αποκόμισα ένα δώρο για την ψυχή μου, που το χρησιμοποιώ αντί ηρεμιστικών μέσα στους τρελούς καιρούς που ζούμε. Σίγουρα και άλλα πολλά έχω αποκομίσει και θα αποκομίσω».[2] Στην αρχή της απάντησης,  ο Βαγγέλης Χρόνης, προβαίνει στην έγκληση της χαράς που πηγάζει από την δημιουργία και το εύρος αυτής, και πιο συγκεκριμένα, από την ποιητική δημιουργία. Σε αυτό το σημείο είναι που ο συνεντευξιαζόμενος αποκαλύπτεται ως ποιητής θέτοντας ως σημείο αναφοράς το «ταξίδι» που δεν είναι παρά «ταξίδι στην «ανθρώπινη ύπαρξη»,[3] στην ‘ανθρωπινότητα’ δύναται να αναφέρουμε.

Η αποκάλυψη του ποιητή συνδράμει στην ‘αποκάλυψη’ του λόγου αυτού, στη βάση του οποίου ενυπάρχει μία οιονεί υπαρξιακή διάσταση που τέμνει το ανθρώπινο υποκείμενο και τις διάφορες εκφάνσεις του. Και το «ταξίδι» στο οποίο και αναφέρεται ο ποιητής δεν είναι γραμμικό. Απεναντίας, εντάσσοντας το ανθρώπινο υποκείμενο εντός ιστορίας, ο Βαγγέλης Χρόνης του προσδίδει αυτοτελή υπόσταση δημιουργίας, έτσι ώστε το υποκείμενο εντός ιστορίας, να είναι ένα δημιουργικό υποκείμενο.

 Τμήμα αυτής της προσέγγισης διακρίνουμε και στο εσωτερικό της έκδοσης, εκεί όπου, αφενός μεν παρεμβάλλεται ο ποιητικός λόγος, μη ατάκτως ερριμένος, στις διάφορες χρωματικές δημιουργίες του Αλέκου Φασιανού, και, αφετέρου δε, μοιάζει να ανα-συστήνεται ο ίδιος, ενώπιον του ατόμου που αποκτά άμεσα και ‘ζωντανά’ χαρακτηριστικά στις δημιουργίες του Αλέκου Φασιανού, αλλά και ενώπιον του αναγνώστη. Μικρά ποιήματα που ομοιάζουν με κειμενικά θραύσματα ενσωματώνουν την ζωγραφική δημιουργία, με τέτοιον τρόπο η ζωγραφική δημιουργία-εικόνα να λειτουργεί ωσάν ‘υλικό’ τεκμηρίωσης της ανθρώπινης παρουσίας σε διάφορες στάσεις, στο εγκάρσιο σημείο όπου η ερμηνεία της ζωγραφιάς εναπόκειται στον αναγνώστη.

Λέγοντας κάτι τέτοιο εννοούμε πως οι δύο δημιουργοί που αποτελούν τα δύο συνιστώντα μέρη της έκθεσης και της έκδοσης, δεν προσφέρουν προκατασκευασμένες απαντήσεις, όσο προσιδιάζουν προς την προσίδια κατεύθυνση δόμηση ενός ‘διαλόγου’ ανοιχτού και βιωματικού, διάστικτου από μία ιδιαίτερη ένταση που συναρθρώνει την ίδια απορία με την δυνατότητα διαμόρφωσης μίας ‘υβριδικής’ ταυτότητας που συντίθεται, από ποιητικές προβολές στο χρόνο και από τις ζωγραφικές απεικονίσεις μορφών που αντλούν από μία και ανάλαφρη καθημερινότητα. Στις ευμεγέθεις σελίδες του τόμου του ιδρύματος Θεοχαράκη, εντοπίζουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ‘διαλόγου’ που εξελίσσεται προς διάφορες κατευθύνσεις.

Το ποίημα του Βαγγέλη Χρόνη τιτλοφορείται ‘Λέξεις ποτάμια’: «Σε συλλογιέμαι και οι λέξεις τρέχουν ποτάμια».[4] Στην δίπλα ακριβώς σελίδα, στη σελίδα 43, παρατηρούμε τον ζωγραφικό πίνακα του Αλέκου Φασιανού που φέρει τον τίτλο ‘Έρωτας και ψάρεμα.’ Πρόκειται για έναν πίνακα του 1998, όπως διαβάζουμε σχετικά.[5] Ο ζωγράφος, αποδίδοντας έμφαση στο βαθύ μπλε χρώμα (χρωματικό μοτίβο), αποτυπώνει εναργώς στον καμβά του, δύο νέους να αντικρίζουν ο ένας τον άλλο με κάποια ηδυπάθεια, με τον μεν άνδρα να κρατά ένα ψάρι στα χέρια και τη δε γυναίκα να φαίνεται να τον αγγίζει απαλά σε χαμηλό μέρος του σώματος.

Εδώ η σχεσιακότητα υπό την μορφή της σχέσης και της επαφής δύο υποκειμένων ‘κατασκευάζεται’ σταδιακά, στο εγκάρσιο σημείο όπου αναδύεται στην επιφάνεια το υπόδειγμα μίας, σε μη χαμηλά μέτρα, ‘ζωτικότητας,’ που συν-αποτελείται από δύο στοιχεία: Τον έρωτα, εμφανή στον τρόπο που αντικρίζουν ο ένας τον άλλον, και στο ψάρι ως άμεσο διατροφικό στοιχείο, το οποίο και διακρατεί το άρρεν υποκείμενο ωσάν ‘κατάκτηση’ (ας θυμηθούμε τις συνδηλώσεις που αποκτά ο πολλαπλασιασμός των ψαριών από τον Ιησού).

Υπό αυτήν την έννοια, ενώ το ψάρι που παραπέμπει στην διαδικασία του ψαρέματος (οι δύο τους ευρίσκονται σε βάρκα), εγγράφει τους όρους της ‘κατάκτησης,’ όντας στο χέρι, το ερωτικό στοιχείο διαμορφώνεται περισσότερο μακρόσυρτα και όμως, το ίδιο ‘ζωτικά,’ αφήνοντας να διαρρεύσει η αίσθηση του εν-σώματου έρωτα που αρχικά, ή αλλιώς, σε ένα αρχικό στάδιο επιδιώκει να πραγματωθεί στο βλέμμα, κάτι που μας ωθεί στο να κάνει λόγο για έναν οπτικο-κεντρικό έρωτα. Όντας γυμνοί (μοτίβο της γυμνότητας) και ερχόμενοι κοντά, νοηματοδοτούν τον χρόνο ως χρόνο που τους συμπεριλαμβάνει.[6]

Από την άλλη, και ο Βαγγέλης Χρόνης,[7] στο ποιητικό του ‘πράττειν,’ προβάλλει μοτίβα ‘ζωτικότητας’ το οποίο και δύναται να τροφοδοτήσει την δημιουργικότητα, την έμπνευση λειτουργώντας ως ‘καύσιμη ύλη’ για την απεύθυνση. Πάνω σε αυτό το έδαφος, αξιο-θεμελιώνεται μία αμφισημία, που ναι μεν υπονοεί το ερωτικό πλαίσιο, παραμένει όμως ανοιχτή σε άλλες ερμηνείες, όντας ανοιχτή, με όρους μεταφοράς και δη αλληγορικής μεταφοράς, στο εγκάρσιο σημείο όπου τον πρώτο λόγο ως ‘κανόνας,’ τον έχει η λέξη που ‘ρέει’ (ποτάμι/ «ποτάμια») ώστε να αφηγηθεί.

 Το παιγνιώδες στοιχείο, έτσι όπως αρθρώνεται εντός τόμου, καθίσταται ευδιάκριτο και ενίοτε έντονο, με την ιδιαίτερη της έκδοσης (αλλά και της έκθεσης) να έγκειται στο ό,τι αυτή δεν ακολουθεί μία συμβατική ή απλή αφήγηση της καλλιτεχνικής ή της δημιουργικής πορείας των δύο, εστιάζοντας σε σημεία σταθμούς της φιλίας τους.

Έτσι, θα τονίσουμε πως εγκολπώνεται προσωπικές στιγμές των δύο δημιουργών, ταχυδρομικές επιστολές με συγκεκριμένο παραλήπτη (Αλέκος Φασιανός προς τον Βαγγέλη Χρόνη), διάφορες μη ζωγραφικές δημιουργίες,  προσωπογραφίες του ποιητή δημιουργημένες από τον ζωγράφο, που προσδίδουν μία χρονική ευελιξία στην έκδοση-έκθεση καθότι κινούνται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, ποιήματα που ‘εικονοποιούνται’ σε δημιουργίες του ζωγράφου που ενέχουν το στοιχείο της κίνησης, εκεί όπου ο ‘διάλογος’ εξελίσσεται ή αλλιώς, αφήνεται να εξελιχθεί και να αναπαραχθεί στις μέσα σελίδες ενός τόμου που περισσότερο από την ίδια την δημιουργία επιζητεί το εύρος και το βάθος της δημιουργίας.

Η εναλλαγή προσώπων (ζωγραφιές) και ποιητικών απευθύνσεων και αναφορών, ουσιαστική η δημιουργία ενός χώρου που δεν προκύπτει ‘exnihilo,’ εκ του μηδενός, συνδράμει στην από κοινού ανα-συγκρότηση της πραγματικότητας και περαιτέρω, σε μία ‘συν-ομιλία’ που αναπτύσσεται πάνω στο υπόστρωμα της μη ενοχής, καθιστώντας και ευδιάκριτα τα όρια, αλλά και δυσδιάκριτα: Σε μία κοινή πορεία χρόνων, που εκκινεί ο ένας, και σε ποιο σημείο λαμβάνει το νήμα ο άλλος;

Όμως, ας έχουμε κατά νου, πως δεν επρόκειτο για έναν αγώνα σκυταλοδρομίας, αλλά, με αυτή την έννοια, για μία ανα-σημασιοδότηση του χρόνου (ως δημιουργία), όπως επίσης, και για μία αναγνώριση της ‘ενικότητας’ εντός της από κοινού πορείας. Όσον αφορά αυτή την διάσταση, διαγράφεται το σχήμα: ‘Ο Βαγγέλης, ο Αλέκος, και, ο Βαγγέλης μαζί με τον Αλέκο,’ που προσομοιάζουν σε μία μόχλευση συναισθημάτων και πρωταρχικά, της ιστορίας και του μύθου. Η διαλογική μορφή ενέχει όρους οντολογίας και οντολογικής συγκρότησης,[8] προσλαμβάνοντας, για να παραπέμψουμε στον Γάλλο φιλόσοφο JacquesDerrida, έναν «ατέρμονα χαρακτήρα».[9]

Ο Ντερριντιανός «ατέρμονας χαρακτήρας του διαλόγου» ( ο ίδιος έχει κατά νου την θεωρία του Gadamer), όπως μετακενώνεται σε μία χρονική κατά βάση έκδοση, είναι αυτός που δύναται[10] να αποδομήσει[11] τον διάλογο, με τους δύο να τους προσδίδουν συστηματοποιημένα, εκ νέου υπόσταση, διάρκεια, επωνυμία και περιεχόμενο.

Συντιθέμενος από διάφορα υλικά και κατατεθειμένος σε ένα εκδοτικό εγχείρημα που προεκτείνει το αντίστοιχο της έκθεσης, ο ‘διάλογος’ ως λογοθετικό απόθεμα και ως ζωγραφική διατήρηση της μορφής, επαναπροσδιορίζει το πρόσημο της χρονικής πραγμάτωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, το βαθύ και σκιώδες αποτύπωμα που διακρατεί τις συνδηλώσεις της παρουσίας του, κατά Αλέκο Φασιανού, ‘Πυγμαλίωνα.’ Ενός νεαρού ‘Πυγμαλίωνα’ ο οποίος φέρει το ‘άγνωστο’ στο βλέμμα. «Το άψυχο άγαλμα ίσως παραμείνει αιώνιο ενώ οι περαστικές ανθρώπινες ψυχές προσδοκούν την δική τους αιωνιότητα μακριά ή κοντά ανάλογα πως τις έμαθαν να ελπίζουν».[12]

Κοντολογίς, το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, δεικνύοντας, από τον πρόλογο ακόμη του Βασίλη Θεοχαράκη και του Θανάση Νιάρχου, το διττό πλέγμα της αμοιβαιότητας και της δι-υποκειμενικότητας στην τέχνη. Ο χρόνος της έκθεσης λαμβάνει εκ νέου περιεχόμενο στο βιβλίο που τέμνει μία πορεία που ως αφετηρία έχει το ‘πως;’



[1]Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση,’ Πρόλογος: Θεοχαράκης Βασίλης, Επιμέλεια: Μαυρωτάς Τάκης, Ίδρυμα Βασίλη & Μαρίνας Θεοχαράκη, Αθήνα, 2019. Στην έκδοση περιέχεται και ένα κατατοπιστικό σημείωμα του Θανάση Νιάρχου για τις ίδιες προεκτάσεις αυτής της σύμπραξης, παράλληλα με την περισσότερο στοχευμένη αναφορά στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη.

[2]Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση…ό.π., σελ. 22. Δύναται να αναφέρουμε, πως το σημαίνον της μη-ικανοποίησης διαπερνά εγκάρσια έως ‘φορτισμένα’ τον ποιητικό λόγο του Βαγγέλη Χρόνη, σε μία γραμμική πορεία ζωής. Στην από-κριση του προς τον Τάκη Μαυρωτά, δίπλα στη μη-ικανοποίηση διαλεκτικά προσθέτει την «ημιμάθεια», ως πραγματολογικό στοιχείο που μαζί με τη μη-ικανοποίηση, χαρακτηρίζουν, όχι την πορεία προς τον θάνατο, αλλά την παρουσία εντός ζωής και δη ανθρώπινης ζωής που φέρει ή πορεύεται με τον θάνατο. Ένα ενδεικτικό δείγμα προσφέρεται στην ποιητική συλλογή ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι.’ Και μάλιστα, στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής: «Τι σχέδια να κάνεις για το σύμπαν όταν σ’ έχει πλάσει στα δικά του μέτρα». Πορεύεσαι ως το τέρμα ανήμπορος και ημιμαθής». Εδώ, ο θάνατος συμβολοποιείται μέσω της χρήσης της καταληκτικής λέξης (φανερώνει κατάληξη) «τέρμα», αναδεικνύοντας τους δύο πυλώνες ζωής που είναι η ‘ανημπόρια’ και η «ημιμάθεια». Στην «ημιμάθεια» εστιάζει και στην απάντηση που δίνει. Όμως, δεν θεωρούμε πως εκφράζεται, ποιητικώ τω τρόπω, μία μελαγχολία για την ζωή που εναλλάσσεται με μία απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων και του γίγνεσθαι, αλλά αντιθέτως μία επί-γνωση που τροφοδοτείται από την υπαρξιακού τύπου θεώρηση που τείνει στο εξής πλαίσιο: ‘Ό,τι μας περιβάλλει, η ίδια η ζωή και ο θάνατος, το σύμπαν είναι μη εξηγήσιμα ολικά.’ Η επί-γνωση που είναι μεταιχμιακή επί-γνωση ζωής και θανάτου, τοποθετεί στον κεντρικό της άξονα την έννοια της θνητότητας. Οπότε το σχήμα επί-γνωση της «ημιμάθειας», της ακόμη και μη ποθητής ‘ανημπόριας,’ μετεξελίσσεται και σε παραδοχή μίας κοινής (ως ‘κοινή μοίρα;’) θνητότητας, κάτι που μας επιτρέπει να διεισδύσουμε στον πυρήνα της ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη. Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ως το τέρμα,’ Ποιητική συλλογή ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2018, σελ. 50.

[3]Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση…ό.π., σελ. 22.

[4]Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση…ό.π., σελ. 42.

[5]Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση…ό.π., σελ. 43.

[6]Το στοιχείο του ανθρωπο-κεντρισμού αναφέρει ο Αλέκος Φασιανός, σε ερώτηση του Τάκη Μαυρωτά, κοινή και στους δύο, σχετικά με τον μεγαλύτερο φόβο τους, το πως ονειρεύονται τον «κόσμο και το αύριο», καθώς και για το πως επιτελείται η εναλλαγή της «μαγείας των χρωμάτων με  τη δύναμη των λέξεων». Η απάντηση του Αλέκου Φασιανού, που χρησιμοποιεί λέξεις-κατευθυντήριες γραμμές, μας προτρέπει ουσιαστικά στο να επισημάνουμε πως ο ανθρωπο-κεντρισμός, ο ζωγραφικού τύπου ανθρωπο-κεντρισμός του, συνιστά την σημαίνουσα ‘raisond’ etre,’ δηλαδή τον βασικό λόγο της δημιουργίας του. Με όρους παροντικότητας, ο άνθρωπος ‘απο-καλύπτεται’: «Δεν φοβάμαι τίποτα για το αύριο. Εξακολουθώ πάντα να ζωγραφίζω τον άνθρωπο και τις ασχολίες του. Έχω ζωγραφίσει ελάχιστα τοπία και λίγες νεκρές φύσεις. Εκείνο που με απασχολούσε και με απασχολεί είναι ο άνθρωπος. Προσπαθώ πάντα να απαλλαγώ από τους φόβους μου. Δεν φοβάμαι τη ζωή». Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση…ό.π., σελ. 26.

[7]Η συνεργασία και ο δημιουργικός διάλογος μεταξύ των δύο κατατίθεται στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη που γράφηκε από κοινού με τον Κωνσταντίνο Μπούρα και ονομάζεται ‘Μελλοντική Ελευθερία,’ αποτελώντας συλλογή που συνυφαίνοντας το ατομικό με το συλλογικό, περιγράφει την πανδημική κρίση και το δίμηνο της καραντίνας (Μάρτιος-Μάιος). Οι δύο ποιητές αξιοποιούν μία γκάμα από προσλαμβάνουσες για να κατανοήσουν πρώτα και ύστερα να ερμηνεύσουν. Στο εξώφυλλο της συλλογής, ο Αλέκος Φασιανός έχει δημιουργήσει, δίχως σκιάσεις, ένα υποκείμενο που φορά μάσκα, σε μία άμεση και εντατική υπόμνηση της καθημερινότητας που χωρά την μάσκα και την χρήση της μάσκας ως ιατρικό εργαλείο πρώτα. Εν συνεχεία, σχέδια του ενυπάρχουν και εντός των σελίδων της ποιητικής συλλογής, εκεί όπου το πρόσωπο προβάλλεται σε διάφορες στάσεις, έχοντας έντονα χαρακτηριστικά. Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης & Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Μελλοντική Ελευθερία. Με επτά σχέδια του Αλέκου Φασιανού και επίμετρο του Θανάση Νιάρχου,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2020.

[8]Τους όρους μίας εκ-ζητούμενης «παιδείας θανάτου», επιζητεί ο Κωνσταντίνος Μπούρας, θέτοντας στο προσκήνιο τον θάνατο ως ιδιαίτερη προϋπόθεση ζωής και δη αξιακής ζωής, προβαίνοντας σε μία επινόηση της ιστορίας και της ζωής μαζί με τους «παραταγμένους στο χώμα νεκρούς». «Υπάρχει ζωή πριν από τον θάνατο; Αν ναι, που είναι η παιδεία θανάτου; Μόνον οι συμφιλιωμένοι με την γη Πρωτόγονοι έπαιρναν ισομετρημένη Πρόγευση θανάτου για να μπορούν να τιμούν Την ζωή κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Οι παραταγμένοι στο χώμα νεκροί Δεν βλέπουν, δεν ακούν. Κείτονται εκεί Για να μας θεραπεύουν». Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Τα του Ζωντανού τω Ζωντανώ…’ Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης & Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 27.

[9]Βλέπε σχετικά, DerridaJacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 38.

[10]Εδώ η χρησιμοποίηση του ‘δύναμαι’ συντελείται με όρους εκδήλωσης ‘πράξης.’

[11]Να «αποσυσκευάζει» θα ήταν  δυνατό να αναφέρει ο Γερμανοεβραίος στοχαστής WalterBenjamin. Βλέπε και, BenjaminWalter, ‘Αποσυσκευάζοντας την βιβλιοθήκη μου. Λόγος για τη συλλεκτική δραστηριότητα,’ Μετάφραση: Μπιτσώρης Βαγγέλης, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2009.

[12]Βλέπε σχετικά, Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση…ό.π., σελ. 66. Τα χρώματα που υιοθετεί ο Αλέκος Φασιανός στη δική του εκδοχή του ‘Πυγμαλίωνα’ είναι έντονα, με ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία της έκδοσης να είναι ό,τι ομνύει σε μία ‘αλήθεια’ και όχι αληθοφάνεια. Έτσι, και η γραφή του ποιητή είναι η πρωτότυπη, αλλά και οι απεικονίσεις των ζωγραφικών δημιουργιών στο χαρτί, εμπεριέχουν όλα τα χρώματα που αξιοποιεί ο ζωγράφος.