Αρχείο

 

Του Σίμου Ανδρονίδη

Το κείμενο αφιερώνεται στη μητέρα μου, που κάθε ώρα και στιγμή, δείχνει τον δρόμο, ως άλλη πυξίδα, σε εμένα και στα αδέλφια μου.
Ο ακάματος εργάτης του ποιητικού λόγου Μαχμούντ Νταρουίς σφράγισε με το έργο του την Αραβική ποίηση. Ο κάθε ώρα και στιγμή σπουδαίος Μαχμούντ Νταρουίς είναι ο ποιητής της «δακρυσμένης» Παλαιστινιακής γης, της γης που «περιέχει», σε ίσες δόσεις, τον πόνο και το αίμα. Διαβαίνοντας τις μυλόπετρες της ιστορίας, ο ποιητής «συγκεντρώνει» τις λέξεις, το αίμα και τις μνήμες του Παλαιστινιακού λαού, διαμορφώνοντας ένα συγκεκριμένο και πολλαπλό ποιητικό παλίμψηστο. Έτσι, ο ποιητής συγκροτεί το δικό του ξεχωριστό ποιητικό έρμα που σφυρηλατείται από το καθημερινό όνειρο της λευτεριάς. Στο ποίημα του ‘Η Μάνα Μου’ ο  Μαχμούντ Νταρουίς ανάγει την μητέρα του σε ιερό πρόσωπο, σε πρόσωπο που μέσα από τα ζεστά της χέρια, προσφέρει απλόχερα την ζωή. Σε όλες τις περιόδους και σε όλες τις εποχές, η μάνα σφουγγίζει τα δάκρυα τούτου του κόσμου, διατηρώντας άσβεστο στη μνήμη της το όνειρο, το όνειρο που δεν τελειώνει παρά μόνο όταν δικαιωθεί και ολοκληρωθεί. Η μητέρα είναι η μορφή και η πράξη, η ανάσα, το δάκρυ και το άπειρο. 
«Λαχταρώ το ψωμί της μάνας μου, τον καφέ της. Το άγγιγμα της. Μέρα τη μέρα όλο και πιο παιδί ξυπνάω. Σαν θα’ ρθει ο θάνατος να με ανταμώσει, πρέπει ν’ αξίζει η ζωή μου όλα τα δάκρυα της μάνας μου».  Ο ποιητής αναζητά εκείνες τις τελετουργικές-καθημερινές κινήσεις της μάνας που έδιναν και δίνουν ακόμη νόημα στη δική του ζωή. Χρησιμοποιώντας το ρήμα «λαχταρώ» προσδίδει δύναμη και ενέργεια στο πρόσωπο και στην καθημερινότητα της μητέρας του, μία «ολάνθιστη» καθημερινότητα που διαμόρφωσε το γίγνεσθαι του ποιητή. Η μητέρα-πράξη, η μνήμη του οικείου, του τρυφερού και του «ζεστού» παρελθόντος «νοτίζει» το δύσκολο παρόν, ένα παρόν που σημαδεύεται από τις κάννες των Ισραηλινών όπλων. 
«Λαχταρώ το ψωμί της μάνας μου, τον καφέ της. Το άγγιγμα της». Σε αυτές τις λίγες λέξεις σκιαγραφείται με ενάργεια το πέρασμα σε μία άλλη διάσταση, εκεί όπου η μητέρα ως το «άλας της ζωής» χαρίζει απλόχερα την ομορφιά της δικής της ζωής στο γιο. Και πόσα παιδιά στην Παλαιστίνη δεν «λαχταρούν» το μητρικό χάδι και άγγιγμα, το φιλί και το «καταφύγιο», την στέρεα και «ανέγγιχτη» μνήμη; «Σαν θα’ ρθει ο θάνατος να με ανταμώσει, πρέπει ν’ αξίζει η ζωή μου όλα τα δάκρυα της μάνας μου», γράφει με το όλον της ψυχής του ο ποιητής. Η ζωή, η ακέραια ζωή προσδιορίζει και τον θάνατο. Με έναν χαρακτηριστικό της ποιητικής του ικανότητας τρόπο, ο Μαχμούντ Νταρουίς μεταβάλλει ριζικά και «ολικά» την πορεία της ζωής και της χρονικής συνέχειας, παράγοντας ποιητικές ρήξεις και εγκάρσιες τομές. Η χρονική συνέχεια του οριστικού τέλους αλλάζει, με τον θάνατο του γιου να «συναντά» τα δάκρυα της μάνας. Κι αυτή η αντίστροφη αλληλουχία ζωής και θανάτου εγγράφεται στην «κανονικότητα» και στην καθημερινότητα της Παλαιστίνης.  
Κι η ζωή που εμβαπτίστηκε στα νάματα της ποίησης και του ενεργού πράττειν για τη λευτεριά «αξίζει όλα τα δάκρυα της μάνας». Τα δάκρυα και το φιλί στο μέτωπο του γιου, του χαμογελαστού κι όμως νεκρού γιου,  του δίνουν μία τελευταία ζωτική  ανάσα, όπως το φως του ήλιου δίνει ζωή στο μικρό λουλουδάκι. Η μνήμη της μάνας θα «κρατήσει» ολοζώντανη την παρουσία του γιου. Κι είναι αυτή η μνήμη που δύναται να υπερβεί τις κακουχίες και τον θάνατο, με τα καυτά κι όμως «ζωντανά» δάκρυα της μάνας να «προστατεύουν» σαν ασπίδα το σώμα που φέρει τον θάνατο, όχι όμως και τον «ενταφιασμό» της μνήμης και της μορφής του προσώπου. Η λέξη μπορεί να χαθεί, αλλά όχι το νόημα. 
«Κι αν κάποια μέρα γυρίσω, μάνα, κάνε με πέπλο στα βλέφαρα σου, σκέπασε με το χόρτο που ευλόγησε το βήμα σου. Κράτα με πάλι κοντά σου με μια μπούκλα απ ‘τα μαλλιά σου, με μια κλωστούλα απ’ το φουστάνι σου. Αν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου, μπορεί να γίνω αθάνατος, θεός. Αν γυρίσω, ας γίνω προσάναμμα στο φούρνο σου, σκοινί για τα ρούχα που απλώνεις».  
Ένας απέραντος πλούτος κρύβεται μέσα σε αυτά τα λόγια, πλούτος λέξεων που νοηματοδοτούν την μορφή της μητέρας-συμβόλου. Κι αυτός ο πλούτος δεν συγκρίνεται με το χρυσάφι όλης της οικουμένης. Ο ποιητής προσδίδει οικουμενικά χαρακτηριστικά στη μορφή της μητέρας του, «συμβολοποιώντας» την ζωή της, την κάθε ανάσα της, την κάθε λέξη της, το κάθε βήμα της. «Αν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου, μπορεί να γίνω αθάνατος, θεός», γράφει ο ποιητής. Αυτός είναι ένα «θαυμαστό» ποιητικό όλον! Η ποιητική του αποτύπωση «εγγίζει» το όλον του κόσμου και της μάνας. «Τα βάθη της καρδιάς» της μάνας είναι «απάτητα» σαν τα μεγάλα βάθη του ωκεανού. Και για να τα «αγγίξεις» πρέπει να «ανασύρεις» στην επιφάνεια τους θησαυρούς και τους καρπούς που προσφέρει απλόχερα η μάνα του ποιητή, όλες οι μάνες του κόσμου, αυτές οι «ακοίμητες μορφές» της οικουμένης. Ο ποιητής νιώθει την ανάσα της μάνας, είναι τόσο απλός και «πλούσιος» συνάμα ώστε η μάνα να τον «κάνει πέπλο στα βλέφαρα της και να τον σκεπάσει με το χόρτο που ευλόγησε το βήμα της». 
Ο «πλούσιος» και ο έμφορτος με ποίηση Μαχμούντ Νταρουίς προσδοκά και «λαχταρά» κάτι τόσο «πλούσιο» και όμορφο όσο και ο κόσμος που μας περιβάλλει: «λαχταρά» μια «μπούκλα απ’ τα μαλλιά» της μητέρας, μια «κλωστούλα απ’ το φουστάνι της», στο «φουστάνι» που «χώρεσε» την ζωή του, τα δάκρυα του και τους έρωτες του. Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής μετατρέπεται σε «θεό», σε αισθαντικό και όμορφο «θεό» του ακέραιου ποιητικού γίγνεσθαι, που φέρει εντός του και διαφυλάσσει την μορφή της μητέρας ως «κερί» που δεν σβήνει ποτέ. Ο ποιητής, αν γυρίσει από το πεδίο της ζωής, «ας γίνει σκοινί για τα ρούχα που απλώνει» η μητέρα του, «σκοινί» που θα τον συνδέσει με την παιδική του ηλικία, με τις εφηβικές του μνήμες και πράξεις, με την ενήλικη ζωή του. 
«Χωρίς την ευχή σου, μάνα, στέκω αδύναμος. Γέρασα, μάνα. Της αθωότητας τα χρόνια, των αστεριών το χάρτη ξαναδώσ’ μου. Το δρόμο των χελιδονιών να πάρω και να γυρίσω στη φωλιά σου που με καρτερεί».  Το γήρας αλλάζει την μορφή του προσώπου και του σώματος, αλλάζει την ίδια την ζωή του ανθρώπου. Κάθε κραυγή του ποιητή είναι ένα αιώνιο κάλεσμα στη μητρική αγάπη και στοργή, στο φιλί στο μέτωπο και στο καλό κατευόδιο της μάνας, της μάνας του κόσμου, της μάνας της λευτεριάς. 
Που είναι τα σήματα, που είναι οι οδοδείκτες, που βρίσκεται η πυξίδα αν όχι στην καρδιά της μάνας που «λαχταρά» την αγάπη του γιου, καθότι η αγάπη αυτή δεν δύναται να είναι παρά αμφίδρομη και «ολική»; «Της αθωότητας τα χρόνια, των αστεριών το χάρτη ξαναδώσ’ μου». Η μητέρα δίνει το νερό και το φιλί στο γιο. Χαρίζει την δροσιά του αγγίγματος της. Γιατί, πέρα και πάνω από όλα, η μόνη μας πατρίδα είναι η αγκαλιά της μητέρας μας, που στέκει πάντα εκεί, για εμάς. Και τα χελιδόνια έρχονται, όπως έρχεται από μακριά το γεμάτο κατανόηση και αγάπη βλέμμα της μάνας. Κι ο Μαχμούντ Νταρουίς έγινε ο ποιητής του αιώνιου και αδιαπέραστου καλέσματος στη μητέρα. Κι αυτό το κάλεσμα είναι αδιαπέραστο από την αχλή του χρόνου.