Αρχείο

 

Του Σίμου Ανδρονίδη
 
Το κείμενο αφιερώνεται στους Σύρους πρόσφυγες και μετανάστες οι οποίοι μετέβαλλαν και ανήγαγαν την πλατεία Συντάγματος σε «ολικό» χώρο ανασημασιοδότησης και επαναδιεκδίκησης της πρωταρχικής ανθρώπινης ταυτότητας υπενθυμίζοντας μας τι σημαίνει στην πράξη Άνθρωπος. 
«Το λίγο αυτό το ελάχιστο το συμπυκνωμένο λίγο το φορτωμένο με βαριές απλότητες είναι  εκείνο το σχεδόν αδιόρατο λίγο που εκτοπίζει το κούφιο μέγιστο. Πως θα μπορούσε της ζυγαριάς ο χειριστής να διακρίνει τα βάρη με τα μάτια κλειστά»; (Βαγγέλης Χρόνης, ΄Το λίγο’).
Ο δεδομένος κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής επηρεάζει δομικά την κοινωνική κίνηση που «αναπτύσσεται» εντός του ευρύτερου αστικού «χώρου», καθότι το άρχον αστικό συγκρότημα εξουσίας τείνει να ορίζει και να επικαθορίζει συνάμα το ευρύτερο αστικό-κοινωνικό περιβάλλον.  Εντός του ευρύτερου αστικού χώρου συντελείται η διαδικασία της «ολικής» κοινωνικής αποκρυστάλλωσης,  κάτι που σημαίνει ότι ο αστικός χώρος νοηματοδοτείται από την προσίδια ενεργοποίηση διαφορετικών (και αντιθετικών) κοινωνικών κοσμοθεωριών. Ιδέες, κοινωνικές αξίες και νοήματα «τροφοδοτούν» με «πρώτη ύλη» το αστικό όλον, συμβάλλοντας, με αυτόν τον τρόπο στην αποκρυστάλλωση του πλαισίου κίνησης των κοινωνικών τάξεων. 
Σε εποχές βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, στο «σώμα» της πόλης  διαγράφεται η «υλική» αποτύπωση της συγκεκριμένης ταξικής διαχείρισης των ενεργών και τρεχουσών «ροών» της: οι αστικές συνοικίες της πόλης μετασχηματίζονται σε χωρικές «μορφές» μίας «κρισιακής» συγκέντρωσης του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος, ενώ, την ίδια στιγμή, οι λαϊκές-εργατικές συνοικίες «υποπροσδιορίζονται» σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η ιδεολογική σκευή της κυρίαρχης τάξης προβάλλει τα χαρακτηριστικά της «ενιαίας» και «αδιαίρετης» πόλης, του «ενιαίου» και «αδιαίρετου» μητροπολιτικού κέντρου το οποίο «αίρει» τις εξόχως φορτισμένες κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις. Ο αστικός χώρος όμως δύναται να ανασημασιοδοτηθεί από την ενεργοποίηση και την δράση του μπλοκ των λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων. Στην βαθιά «κρισιακή» Ελλάδα, ενυπήρξαν μορφές δραστηριοποίησης που «εγχαράχθηκαν» βαθιά στο πεδίο της πόλης, μεταβάλλοντας, την ίδια στιγμή, την κίνηση ενός σημαντικού τμήματος του λαϊκού-εργατικού μπλοκ. 
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, όρισε και προσδιόρισε ένα έντονο κινηματικό πράττειν, το οποίο ως πράξη και ως νόημα «εγχαράχθηκε» στον αστικό χώρο, εκεί όπου ένα τμήμα των λαϊκών τάξεων εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο. Το κίνημα των Αγανακτισμένων του 2011 έδρασε στο συμβολικό σημείο της πλατείας Συντάγματος, μεταβάλλοντας τον τρόπο πρόσληψης της δημόσιας σφαίρας. 
«Η Στάση Σύνταγμα συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του πλήθους των Νέγκρι και Χαρντ (έκφραση της γενικής διάνοιας, εμμενές και πολλαπλό όλον της κοινωνικής οργάνωσης του ύστερου καπιταλισμού) μ’ εκείνα του δήμου της Αθήνας, της δημοκρατίας του Ρανσιέρ (το πλήθος συγκροτούν οι αποκλεισμένοι από τις πολιτικές αποφάσεις που καταστρέφουν την ζωή τους), καθώς και μ’ εκείνα του πλήθους της κοινωνικής ψυχολογίας. Μέσα κι έξω από το λαό, τυπικά πολίτες αλλά ουσιαστικά απόλιδες, οι «αγανακτισμένοι» είναι το αποκλεισμένο όλον, που πρέπει να αλλάξει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού έτσι ώστε η πλειοψηφία του να γίνει ορατή».   
Κι ακριβώς, σε κρίσιμες και «κρισιακές» περιόδους είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση εκείνων των κοινωνικών συσσωματώσεων που συμφύονται με τα συμφέροντα του μπλοκ των λαϊκών τάξεων, ώστε να παραχθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την δομική μεταβολή του «τύπου της πόλης». Η καθημερινή και «από τα κάτω» δραστηριοποίηση δύναται να προσλάβει τα χαρακτηριστικά μίας νοηματοδότησης του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος. Οι μορφές αλληλεγγύης που αναδύονται και αποκρυσταλλώνονται στο «σώμα» της πόλης ως «απάντηση» στις συνέπειες της Μνημονιακής διαχείρισης της οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης, νοούνται ως μορφές-τύποι ενός αλληλέγγυου-εργατικού πράττειν που υπερβαίνει τα όρια της ατομοκεντρικής αντίληψης. 
Το «αποκλεισμένο όλον» του Κώστα Δουζίνα επιζητά νέους τρόπους και μορφές παρέμβασης που θα αλλάξουν την αστική «οριοθέτηση» και «πρόσληψη» της πόλης. Ο αστικός χώρος δεν νοείται ως προσίδιος χώρος συνάθροισης, συμπύκνωσης και συγκέντρωσης της ανθρώπινης μονάδας. Το δυνητικό εξεγερσιακό υπόβαθρο και δυναμικό ενυπάρχει εντός του πλαισίου άρθρωσης του αστικό χώρου, ήτοι του χώρου εκείνου όπου εγκιβωτίζεται η κυριαρχία του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. 
«Σε αντιστοίχιση με αυτά, (σ.σ: τους τρόπους δράσης των εργατικών υποκειμένων) θα ήταν αναγκαία μια νέα αρχιτεκτονική και μια νέα πολεοδομία που θα σπάσει την απομόνωση της ατομικής κατοικίας και της οικογενειακής ιδιοτέλειας και θα δημιουργεί τους δημόσιους χώρους της νέας κοινωνικοποίησης. Χώρους παραγωγής ανοιχτούς στην κοινωνία από όπου απουσιάζουν η επίβλεψη, η τιμωρία και οι φραγμοί στη δημοκρατία, δημόσιους χώρους που θα επιτρέπουν τη συλλογική  κατανάλωση και την ανάπτυξη συλλογικών και αλληλέγγυων μορφών ζωής, χώρους καθημερινής ζωής όπου οι ρυθμοί της φύσης θα ξανάβρισκαν έδαφος να αντιπαρατεθούν στους ρυθμούς του κεφαλαίου. Μια νέα αρχιτεκτονική και μια νέα πολεοδομία θα όριζαν ένα νέο χτισμένο πλαίσιο ζωής».  
  Η «συγκρότηση» ενός αριστερού-κοινωνικού πεδίου οργάνωσης και κανονάρχησης των ταξικών σχέσεων θα αποκρυσταλλωθεί στον αστικό χώρο, ήτοι στον χώρο της πόλεως.  Η «πόλη του ανθρώπου» θα συγκροτηθεί ως πόλη της θεμελιώδους ανθρώπινης-αλληλέγγυας πράξης. Οι κατά τον Νίκο Πουλαντζά «δρώντες παράγοντες της παραγωγής» δύνανται να συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός ριζικά και δομικά νέου τύπου πόλης.